Η υιοθέτηση και η διάδοση κεντρικών ιδεών και αξιών τής πολιτισμικής επανάστασης συνόδευσαν και την Ελλάδα πριν ακόμη από το 1974, προ παντός όμως μεταδικτατορικά, τη διαμόρφωση της εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό τα καθημερινά ήθη. Ταυτόχρονα με την τροπή προς την εγχώρια παραλλαγή τής μαζικής δημοκρατίας συντελέσθηκε και η στροφή προς μιαν αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, με την έννοια ότι η χαλάρωση ή η διάλυση των εντόπιων ιδεολογημάτων, μαζί με τη διεθνή ρευστοποίηση των σαφών ψυχροπολεμικών ιδεολογικών ορίων, προκάλεσε όχι μόνον μιάν αδιαφορία για την ελληνική ιδεολογία γενικότερα, αλλά και μια χαοτική ανάμιξη των πνευματικών προϊόντων, που έρχονταν σε όλο και μεγαλύτερες μάζες από έξω -σε ακριβή αντιστοιχία, άλλωστε, προς τη ραγδαία αύξηση της εισαγωγής υλικών καταναλωτικών αγαθών.
Ο συνδυασμός τών πάντων με τα πάντα, ο οποίος αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του μαζικοδημοκρατικού τρόπου σκέψης, καθώς και οι ηδονιστικές αξίες τού αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης, όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, στην Ελλάδα συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και πασίγνωστες επιχώριες έξεις τής πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας. Η σύμφυρση αυτή, επομένως, ήταν η φυσική και βολική είσοδος του μεταμοντερνισμού σε έναν τόπο όπου το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά άγνωστο όχι μόνο στον τομέα τής υλικής παραγωγής, αλλά και στον τομέα τού πνεύματος, όπου δεν διαμορφώθηκαν επιστημονικές παραδόσεις με συνοχή και με μακρόβιους φορείς και όπου οι μίμοι και οι γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα Πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όπως και νά ’χει, η τέτοια είσοδος του μεταμοντερνισμού στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση, και εν μέρει την κορύφωση, της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων τής ελληνικής εθνικής ζωής. Η εκποίηση του Έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευθεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων, και αν η φθορά τών ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή σε εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που -ακριβώς χάρη στη μοναδική δυναμική μιας πολυστρώματης και παμπάλαιας γλώσσας- έχει παραχθεί ώς τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση.
Απέναντι σε όλα αυτά τα φαινόμενα μπορεί κανείς να δοκιμάζει οδύνη, νιώθοντας μετέωρος και δίχως εθνικές ρίζες, ή μπορεί και να τα θεωρεί ασήμαντα, πιστεύοντας ότι πατρίδα του ανθρώπου, προ παντός σήμερα, είναι ο κόσμος, κι ότι την τροφή που δεν μπορεί να του δώσει ο ένας τόπος, τού την παρέχει ένας άλλος.
Οποιαδήποτε προσωπική στάση κι αν επιλέξει ο καθένας, γεγονός είναι ότι η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια, κλείνει τον κύκλο της. Ασφαλώς, τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν τέλειωσαν ακόμη, όπως χάνεται η ενότητα της προβληματικής της και ο ειδοποιός της χαρακτήρας. Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού τής ύλης και της πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα τού μεταμοντερνισμού άλλων.
ΣΗΜ. Το κείμενο τούτο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) είναι παρμένο από το βιβλίο του «Οι αιτίες παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, β΄ έκδοση, Αθήνα 2011, σελ. 66-68.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!