Στις 9 Δεκεμβρίου 1971 έφυγε από τη ζωή ο Άλκης Θρύλος, λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ελένης Νεγρεπόντη-Ουράνη, κριτικού, δοκιμιογράφου, λογοτέχνιδας και πρώτης γυναίκας που εκλέχθηκε ακαδημαϊκός το 1971.
Γεννήθηκε το 1896 στην Αθήνα, ήταν παντρεμένη σε πρώτο γάμο με τον Πολύβιο Κορύλλο, καθηγητή της Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε περί το 1930 με τον ποιητή και λογοτέχνη Κώστα Ουράνη.
Ήταν γόνος εξαιρετικά πλούσιας οικογένειας. Πατέρας της ήταν ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, πρωτοπόρος του προσκοπισμού στην Ελλάδα και υπουργός Οικονομικών σε κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, και μητέρα της η Μαρία Νεγρεπόντη, δημιουργός του σώματος Εθελοντριών Αδελφών και της Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων.
Εμφανίστηκε το 1915 στο περιοδικό «Νουμάς», δημοσιεύοντας μονόπρακτα δράματα και ποιήματα και τα πρώτα κριτικά κείμενα της. Το 1920 έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, ενώ επιδόθηκε στην αρθρογραφία με θέμα τον φεμινισμό. Μετά τον γάμο της με τον Κώστα Ουράνη, υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο «Αλκης Θρύλος» και αφοσιώθηκε στην κριτική, στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Συντηρητική στη διάθεσή της, τείνει να εκφράσει την αντίληψη του μέσου αναγνώστη, εκείνου που έχει μέτρια ευαισθησία και σχετική καλλιέργεια”. Είναι από τους πρώτους κριτικούς που έγραψαν για τον Κώστα Καβάφη, για τον οποίο σημείωνε «Αν η καβαφική ποίηση μεταφραστεί και μπορέσει να αποδοθεί πιστά και δημιουργικά σε ξένες γλώσσες, θα καταπλήξει». Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, όπως η «Ακρόπολις», ο «Νουμάς», η «Δημοκρατία», η «Αναγέννηση», η «Ελληνική Δημιουργία» και η «Νέα Εστία», όπου διατηρούσε τη στήλη της κριτικής θεάτρου από το 1927 έως το 1971 που πέθανε.
Συνδύασε την πίστη στον δημοτικισμό και τον φεμινισμό με την προσήλωση στις παραδοσιακές καλλιτεχνικές φόρμες, ενώ στάθηκε σταθερά αντίθετη με τον μοντερνισμό, το ισχυρότερο της εποχής της. Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και πήρε μέρος σε διάφορα λογοτεχνικά, θεατρικά και φεμινιστικά συνέδρια, ενώ διατέλεσε μέλος της «Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου» και σύμβουλος της «Ένωσης Θεατρικών και μουσικών κριτικών».
Ήταν επίσης μέλος της «Ομάδας των 12», που κάθε χρόνο βράβευσε τα καλύτερα ελληνικά βιβλία (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια), και το 1936 θεσμοθέτησε με δική της πρωτοβουλία, το «Έπαθλο Μαρία Νεγρεπόντη», στην μνήμη της μητέρας της. Οι συνεδριάσεις της ομάδος γίνονταν στον τελευταίο όροφο του ιδιόκτητου πολυώροφου κτιρίου της επί της οδού Όθωνος στην Πλατεία Συντάγματος, στο κέντρο των Αθηνών. Το 1963, όταν με το Βασιλικό Διάταγμα 105/1963 συστάθηκε το ίδρυμα «Αρχεία Ταινιών Ελλάδος-Ταινιοθήκη της Ελλάδος», ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, μαζί με τους Αγλαΐα, [Μόνα], Μητροπούλου, Άγγελο Προκοπίου, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Ειρήνη Καλκάνη, Μιχάλη Κακογιάννη, Ελένη Βλάχου, Νίκο Κούνδουρο, Σπύρο Σκούρα, Γρηγόρη Γρηγορίου, Γιώργο Ζερβό, Βίκτωρα Μιχαηλίδη και άλλους.
Το 1968 της απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, ενώ το 1969 αναγορεύτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, και το 1971 έγινε η πρώτη Ελληνίδα που εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. Με τη διαθήκη της όρισε κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας της την Ακαδημία Αθηνών και το κληροδότημα της από το 1972 διαχειρίζεται το «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη», το οποίο χρηματοδοτεί λογοτεχνικά βραβεία, περιοδικά, εκδόσεις βιβλίων, υποτροφίες αλλά και έδρες νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό.
Ο Αλκης Θρύλος κυριάρχησε επί μία πεντηκονταετία στην ελληνική θεατρική και λογοτεχνική σκηνή, υπήρξε μια ιδιότυπη φυσιογνωμία της κριτικής, που συνδύασε την αντιμεταφυσική στάση και την πίστη στον δημοτικισμό και τον φεμινισμό με την προσήλωση στις παραδοσιακές καλλιτεχνικές φόρμες και την άκρα επιφυλακτικότητα απέναντι στις πολλαπλές προκλήσεις του ισχυρότερου ρεύματος της εποχής του, τον μοντερνισμό.
Κριτικός που υποχρεώθηκε να ζήσει μέσα σε απέραντη μοναξιά (ουδείς, βεβαίως, συγκροτημένος κριτικός είναι σε θέση να αποφύγει στο τέλος κάτι τέτοιο).