Το Ελληνικό Έθνος γιορτάζει και πανηγυρίζει τις ημέρες αυτές μια από τις μεγαλύτερες επετείους της σύγχρονης ιστορίας του. Είναι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου του 1940, η οποία αποτελεί σημαντικό ιστορικό σταθμό της σύγχρονης Ελλάδος.
Την ημέρα αυτή μία μεγάλη Αυτοκρατορία, η Ιταλία, με εκατομμύρια λόγχες, με άπειρα πολεμικά μέσα, με αμέτρητα αεροπλάνα και υποβρύχια, με τον πιο σύγχρονο και πιο ισχυρό πολεμικό στόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ζήτησε από τη μικρή Ελλάδα με τον πλέον ιταμό, δόλιο και ανήκουστο τρόπο να σκύψει και να παραδοθεί.
Ο Μπενίτο Μουσολίνι με το δίκαιο τού ισχυρότερου και της λόγχης ζήτησε να περάσει τα ελληνικά σύνορα ανενόχλητος.
Ο Ιταλός δικτάτορας φιλοδοξούσε να ανασυστήσει την παλαιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πίστευε ότι ήταν «ο παράκλητος, ο Μεσσίας της Ιταλίας, ο διάδοχος των Καισάρων».
Τα μεγάλα γεγονότα που συνέβαιναν στην Ευρώπη την εποχή εκείνη ήταν συγκλονιστικά και επηρέαζαν οπωσδήποτε και τη χώρα μας.
Το Νοέμβριο του 1936 υπογράφηκε μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας. Το σύμφωνο αυτό ονομάστηκε “Άξονας”.
Η Ιταλία εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία, για να κατηγορήσει την Ελλάδα ότι ήταν ο ταραξίας της περιοχής. Έστελνε τα αεροπλάνα της, τα οποία άνευ αιτίας πολυβολούσαν μονάδες του πολεμικού μας ναυτικού, που ήταν αγκυροβολημένες σε διάφορα λιμάνια του Κορινθιακού Κόλπου και της δυτικής Κρήτης, για να εξαναγκάσει τη χώρα μας να αντιδράσει και να δώσει την ευκαιρία να της κηρύξει τον πόλεμο.
Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας της Ιταλίας ήταν ο τορπιλισμός του πολεμικού μας πλοίου, της “ΕΛΛΗΣ”, στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου 1940. Το γεγονός αυτό ήταν μια πράξη που φανέρωνε ότι η χώρα μας βρισκόταν ήδη στα πρόθυρα του πολέμου.
Η Ελληνική Κυβέρνηση προσπαθούσε να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από την Ιταλία ως πρόκληση για κήρυξη πολέμου, πράγμα που δεν το επιθυμούσε η χώρα μας.
Εν τω μεταξύ, η Ιταλία τον Απρίλιο του 1939 επιτέθηκε και κατέλαβε την Αλβανία, στην οποία μετέφερε εννέα πανίσχυρες και ετοιμοπόλεμες Μεραρχίες του στρατού της εξοπλισμένες με τα πλέον σύγχρονα όπλα της εποχής. Οι Μεραρχίες αυτές μαζί με τις άλλες βοηθητικές μονάδες που τις πλαισίωναν, αποτελούσαν μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, η οποία ξεπερνούσε τις 100 χιλιάδες άνδρες.
Η Ιταλία από θέσεως ισχύος ασκούσε αφόρητες διπλωματικές πιέσεις στη χώρα μας, προσπαθώντας να την εξωθήσει σε ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν προκλήσεις και να δώσουν την αφορμή για πόλεμο. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία επιτίθεται ξαφνικά κατά της Πολωνίας, την οποία τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν μέσα σε είκοσι ημέρες. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος διήρκεσε επτά έτη και αιματοκύλησε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, που έβλεπε ότι δύσκολα θα μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο, προσπαθούσε με λεπτές ενέργειες και αποφάσεις της να ενισχύσει, όσο ήταν δυνατόν, την άμυνά της.
Έτσι, στην ελληνοαλβανική μεθόριο, από όπου προερχόταν ο κίνδυνος, το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε ενισχύσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας Πεζικού του Ελληνικού Στρατού. Η Ελληνική άμυνα τις παραμονές του πολέμου του 1940 είχε την εξής διάταξη στην περιοχή αυτή:
Από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους ως το όρος Σμόλικας είχε αναπτυγμένες τις δυνάμεις της η 8η Μεραρχία, της οποίας διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος. Από εκεί και πάνω, ως τις Πρέσπες ήταν αναπτυγμένες οι δυνάμεις του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Δ.Μ.), που το διοικούσε ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας.
Φθάσαμε στις 27 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Κυριακή. Ο καιρός είναι βροχερός. Η βροχή πέφτει βαριά και ασταμάτητα.
Στα Γιάννενα ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Κατσιμήτρος βρίσκεται στο γραφείο του. Έχει απλωμένους τους χάρτες της περιοχής και συνεργάζεται με τους Επιτελείς Αξιωματικούς της Μεραρχίας.
Και ενώ ο Στρατηγός βρίσκεται στο γραφείο του και έχει τους χάρτες απλωμένους, τους οποίους μελετά με κάθε λεπτομέρεια, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας ακόμη Αξιωματικός. Ήταν ο Αρχηγός του Πυροβολικού της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Μαυρογιάννης. Ερχόταν από τα σύνορα, όπου είχε επισκεφθεί τα προχωρημένα φυλάκια της μεθορίου. Ανέφερε στον Στρατηγό τις εντυπώσεις του από τη μεθόριο. Από όσα του είπε φαινόταν ότι η νύχτα εκείνη ήταν κρίσιμη για την έναρξη του πολέμου.
Ο Μέραρχος και οι Επιτελείς του έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είχε φθάσει η ώρα του πολέμου. Αυτό ο Κατσιμήτρος το ανακοίνωσε αμέσως τηλεφωνικά στο ΓΕΣ, στην Αθήνα, λέγοντας: «Η προσωπική μου γνώμη είναι πως αύριο το πρωί, ή μπορεί και τη νύχτα απόψε, θα έχουμε ιταλική επίθεση». Και πρόσθεσε: «Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την Πατρίδα, σύμφωνα με τις διαταγές και τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου».
– «Θα τα αναφέρω, Στρατηγέ μου», είπε ο δέκτης του τηλεφωνήματος.
– «Μπορώ να βεβαιώσω τον κύριο Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, και το τονίζω ιδιαιτέρως, ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν το Καλπάκι, χωρίς να έχω το ανάστημα του Στρατηγού Πεταίν, που είπε για το Βερντέν ότι οι Γερμανοί δεν θα περάσουν και δεν πέρασαν».
Στην άλλη άκρη του σύρματος, η φωνή του Συνταγματάρχου, που έπαιρνε το μήνυμα, κόμπιασε από συγκίνηση.
– «Εύχομαι καλή επιτυχία, Στρατηγέ μου».
Στη συνέχεια, ο Κατσιμήτρος συμπλήρωσε με βάση τα νέα δεδομένα τις διαταγές του στους άνδρες της Μεραρχίας.
Στο μεταξύ, τηλεφωνικές αναφορές από τα φυλάκια της μεθορίου ανέφεραν ότι μεγάλος θόρυβος από τη μετακίνηση μηχανικών μέσων ακουγόταν από το Αλβανικό μέρος.
Ο Μέραρχος πρόσταξε τους Αξιωματικούς του Επιτελείου του, που δεν βρίσκονταν σε επιφυλακή, να πάνε για ξεκούραση στα σπίτια τους. Ύστερα, αυτός πήρε για μια ακόμη φορά το τηλέφωνο και επικοινώνησε με τα φυλάκια προκαλύψεως. Έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, να προσέξουν οι φρουροί ιδιαίτερα να μην τους ξαφνιάσουν οι Ιταλοί και έχουμε καμιά υφαρπαγή φυλακίου. Αφού άκουσε όσα του ανέφεραν οι φρουροί των μεθοριακών φυλακίων, ανέβηκε στο πάνω πάτωμα της κατοικίας του. Έβαλε την τηλεφωνική συσκευή δίπλα του και κουρασμένος καθώς ήταν, έπεσε να κοιμηθεί.
Θα ήταν, η ώρα τέσσερις παρά τέταρτο, πριν από τα χαράματα, όταν το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει.
Ο Κατσιμήτρος δεν το άκουσε. Κοιμόταν με σιδερένια αταραξία. Το τηλέφωνο επέμενε να κουδουνίζει σαν βιαστικό και αλαφιασμένο. Τότε, πετάχτηκε από τον ύπνο το κοριτσάκι του Μεράρχου, κατέβηκε από το κρεβάτι του, έτρεξε και πήρε το ακουστικό. Το τηλεφώνημα προερχόταν από την Αθήνα, από το Γενικό
Επιτελείο, και με μια φωνή ανυπόμονη έλεγε:
– «Ξυπνήστε αμέσως το Στρατηγό»!!
Ο Μέραρχος ξύπνησε. Στο τηλέφωνο τού είπαν ότι ο Πρεσβευτής της Ιταλίας είχε επιδώσει πριν από λίγο τελεσίγραφο στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, ότι ο Πρόεδρος απέρριψε το τελεσίγραφο και ότι στις 6 η ώρα θα άρχιζε η επίθεση των Ιταλών.
Ο Μέραρχος βεβαίωσε τον Επιτελή Αξιωματικό, όπως και το προηγούμενο βράδυ, ότι: «Η Μεραρχία θα κάμει το καθήκον της, όπως επιβάλλει η εθνική τιμή, και με τον τρόπο που αυτή ξέρει».
Η φωνή από την Αθήνα απάντησε και πάλι:
– «Στρατηγέ μου, καλή επιτυχία»!
Ο Κατσιμήτρος κατέβηκε στο Γραφείο του.
Λίγη ώρα αργότερα το Επιτελείο της Μεραρχίας έφευγε βιαστικά, μέσα στη νύχτα και στη βροχή, για να εγκατασταθεί σε σκηνές, στον πρώτο πολεμικό σταθμό Διοικήσεως, λίγο πριν από το Καλπάκι. Από εκεί ο Κατσιμήτρος διηύθυνε τη μάχη που έδιναν οι δυνάμεις της Μεραρχίας του κατά των Ιταλών εισβολέων.
Και οι Ιταλοί δεν πέρασαν το Καλπάκι!
ΣΗΜ. Για τη σύνθεση αυτού του άρθρου χρησιμοποιήθηκε το βιβλίο του Αγγέλου Τερζάκη «Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941», Αθήνα 1964.
Σύντομο βιογραφικό του Χαραλ. Κατσιμήτρου
Ο Αγραφιώτης Αξιωματικός Χαράλ. Κατσιμήτρος γεννήθηκε το 1886 στον Κλειτσό Ευρυτανίας και πέθανε το 1962 στην Αθήνα. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) και στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941). Θεωρείται ο Μέραρχος της Νίκης. Προτομές του υπάρχουν στη γενέτειρά του, στα Γιάννενα, στο Καλπάκι και στο Δήμο Παπάγου (ΑΘήνα).