Στις 6 Μαρτίου του 1994 έσβησε το άστρο της Μελίνας Μερκούρη. Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από τον θάνατό της και η ετυμηγορία μοιάζει να είναι ομόφωνη: δεν έχει βρεθεί καμία να την αντικαταστήσει. Το μαρτυρά κάθε αναφορά στο μικρό όνομά της και κάθε ανάμνηση που την συνοδεύει.
Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη.
Η πολιτική έρρεε στο αίμα της, από τον παππού της Σπύρο Μερκούρη, δήμαρχο Αθηναίων, ως τον πατέρα της Σταμάτη. Ο παππούς της ήταν εκείνος που της εμφύσησε την αγάπη για την Αθήνα, για την Ελλάδα, αλλά και για τους ανθρώπους ανεξαρτήτως βαλαντίου ή χαρτοφυλακίου. Η Μελίνα υπήρξε μια μεγαλοαστή που γεννήθηκε στην οδό Τσακάλωφ 26 τον Οκτώβρη του 1920 και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της συνομιλούσε ακόμη και με τον τελευταίο αποσυνάγωγο ως ίση προς ίσο.
Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.
Το 1965 παντρεύτηκε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).
Η Μελίνα Μερκούρη πάλεψε σκληρά για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Έκανε αντιδικτατορικό αγώνα περιοδεύοντας σε χώρες της Ευρώπης για να ενημερώσει τον κόσμο για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Το πραξικόπημα την είχε βρει στο Μπρόντγουεϊ, όπου έπαιζε το «Ιλια Ντάρλινγκ». Οι δηλώσεις της στα αμερικανικά ΜΜΕ είχαν αποτέλεσμα να της αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια και να δεσμευτεί η περιουσία της, αλλά τότε ειπώθηκε και το δικό της αλησμόνητο: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα». Ο Παττακός «γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας γύρισε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε. Εκλέχθηκε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1981 και ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε ως το τέλος της πρώτης οκταετίας των κυβερνήσεων Παπανδρέου.
Όραμά της ήταν μέχρι το θάνατό της η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει το θέατρο στην επαρχία, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».
Για τους ανθρώπους που την έζησαν από κοντά, το κενό που άφησε πίσω της είναι δυσαναπλήρωτο. Γιατί αυτή η σταρ διεθνούς ακτινοβολίας, η λαμπερή ηθοποιός, η μαχητική πολιτικός ήταν μια γυναίκα που κατακτούσε όσους την γνώριζαν. «Δεν μπορεί να μην είχε κάποιο ελάττωμα…» εύλογα δυσπιστείς. «Και το ελάττωμά της, η Μελίνα πάλι χάρισμα το έκανε» λέει η κολλητή της φίλη Άλκη Ζέη.
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε, η Ελλάδα έχει αλλάξει, οι πραγματικότητες και οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές (αν και τα Γλυπτά του Παρθενώνα εξακολουθούν να είναι στην κορυφή της επικαιρότητας), η μνήμη της ωστόσο παραμένει πιο ζωντανή από ποτέ και η αύρα της εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από την Ελλάδα του 2014.