Σημαντική μείωση κατά 40,2 δισ. ευρώ, ή κατά 38% στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) των τραπεζών ως το τέλος του 2019 προβλέπει το σχέδιο της ΤτΕ, με βάση τους επιχειρησιακούς στόχους που υπέβαλαν οι εγχώριες τράπεζες (συστημικές και μη), τόσο στην κεντρική τράπεζα όσο και στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων των τραπεζών, το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί το 2018 και 2019, καθώς αναμένουν ότι θα συνεχιστεί η συσσώρευση νέων δανείων σε καθυστέρηση, τουλάχιστον έως το τέλος του 2017.
Σύμφωνα με τους στόχους ο δείκτης ΜΕΑ εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 θα υποχωρήσει στο 34% (του συνολικού χαρτοφυλακίου) από 51% που είναι σήμερα και προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί έως και τον Μάρτιο του 2017.
Το σχέδιο για μείωση 40,2 δισ. στα «κόκκινα» δάνεια έως το 2019
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν στην κρίση του 2008 με συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ύψους μόλις 14,5 δισ. ευρώ ή 5,5% επί των συνολικών ανοιγμάτων. Στο τέλος Ιουνίου 2016 το ποσό των ΜΕΑ είχε εκτοξευτεί στα 106,9 δισ. ευρώ ή 50,5% των συνολικών ανοιγμάτων (στα 108,4 δισ. ευρώ εάν συμπεριληφθούν σε αυτά τα εκτός ισολογισμού στοιχεία ύψους 1,5 δισ. ευρώ περίπου).
Με βάση τις εκτιμήσεις, περίπου το 29% του υπολοίπου των κόκκινων δανείων τον Ιούνιο 2016 θα επέλθει σε κατάσταση τακτικής εξυπηρέτησης, κυρίως μέσω επιτυχών ρυθμίσεων. Εντούτοις, η εν λόγω μείωση αντισταθμίζεται από τις συνεχείς ροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (συνολικά 28% του υπολοίπου των ΜΕΑ Ιουνίου 2016).
Επιπρόσθετα, οι εισπράξεις και οι ρευστοποιήσεις θα συμβάλουν κατά 16% στη μείωση του υπολοίπου, ενώ οι μεταβιβάσεις και οι διαγραφές κατά 7% και 14% αντίστοιχα. Ετσι η συνολική μείωση του υπολοίπου των καθυστερήσεων θα φτάσει το 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40,2 δισ. ευρώ στα 66,7 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019, από τα 106,9 δισ. ευρώ που ήταν φέτος τον Σεπτέμβριο.
Στην ντιρεκτίβα της ΤτΕ, περιλαμβάνονται σειρά προτάσεων για το πώς θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι στόχοι. Συστήνει στις τράπεζες, μακροχρόνιες ρυθμίσεις δανείων, ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων -μέσω πλειστηριασμών- και μεταβιβάσεις των δανείων σε εταιρείες διαχείρισης καθυστερούμενων οφειλών.
Τα χαρτοφυλάκια
• Στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο τα καθυστερούμενα δάνεια ήταν στο τέλος Σεπτεμβρίου 27,6 δισ. ευρώ (το 42% του χαρτοφυλακίου στεγαστικών) και θα πρέπει να μειωθούν στα 19,7 δισ. ευρώ (στο 32%) στο τέλος του 2019. Αντίστοιχα τα «κόκκινα» στεγαστικά από τα 20,9 δισ. ευρώ του Σεπτεμβρίου φέτος θα πρέπει να μειωθούν σε 12,9 δισ. ευρώ.
• Στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αντιστοιχούν στο 64% και είναι ύψους 15,2 δισ. ευρώ, ποσό που θα πρέπει να υποχωρήσει στα 6,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Αντίστοιχα τα «κόκκινα» καταναλωτικά από τα 12,2 δισ. ευρώ (52% του χαρτοφυλακίου) που ήταν φέτος τον Σεπτέμβριο θα πρέπει να μειωθούν στα 4,6 δισ. ευρώ ή στο 25%.
• Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πρέπει να μειωθούν στα 40,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, στο 35% του χαρτοφυλακίου, από τα 64,3 δισ. ευρώ -53% του χαρτοφυλακίου- που ήταν τον Σεπτέμβριο φέτος. Αντίστοιχα τα «κόκκινα» επιχειρηματικά θα πρέπει να περιοριστούν στο 19% του χαρτοφυλακίου ή στα 22,7 δισ. ευρώ, από 45 δισ. ευρώ (37%) που ήταν τον Σεπτέμβριο.
Στα 106,9 δισ.
Στο τέλος Ιουνίου 2016 το ποσό των ΜΕΑ είχε εκτοξευτεί στα 106,9 δισ. ευρώ ή 50,5% των συνολικών ανοιγμάτων (στα 108,4 δισ. ευρώ εάν συμπεριληφθούν σε αυτά τα εκτός ισολογισμού στοιχεία ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ).
Ο στόχος
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40,2 δισ. ευρώ στα 66,7 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019, από τα 106,9 δισ. ευρώ που ήταν φέτος τον Σεπτέμβριο.
Καταναλωτικό
Στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αντιστοιχούν στο 64% και είναι ύψους 15,2 δισ. ευρώ, ποσό που θα πρέπει να υποχωρήσει στα 6,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Κάλυψη στα τραπεζικά στελέχη
Η ΤτΕ αναφέρει ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι «κρίσιμη τόσο από μικροπροληπτική όσο και από μακροπροληπτική σκοπιά, καθώς, πέρα από τη βελτίωση της οικονομικής ευρωστίας των τραπεζών, θα επιτρέψει την απελευθέρωση κεφαλαίων προς χρηματοδότηση των περισσότερο παραγωγικών κλάδων της οικονομίας και θα συμβάλει γενικότερα στην ανάπτυξη». Όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο Γ. Στουρνάρας «η επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους είναι υψίστης σημασίας για τη δημιουργία συνθηκών μεταστροφής της οικονομίας προς εξαγωγικούς κλάδους και την αποτελεσματικότητα της κατανομής των πόρων». Στην έκθεση σημειώνεται ότι ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη μια σειρά από πρωτοβουλίες, με στόχο να αρθούν τα εμπόδια για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και να ενισχυθούν οι τράπεζες στην προσπάθειά τους για τη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού τους, δηλαδή να έχουν τα τραπεζικά στελέχη που «τρέχουν» τις αναδιαρθρώσεις «κόκκινων» δανείων νομική κάλυψη. Οι στόχοι μείωσης χαρακτηρίζονται ως «φιλόδοξοι αλλά και ρεαλιστικοί». Οι τράπεζες θα ελέγχονται ανά τρίμηνο το 2017 και ετησίως το 2018 και 2019, ενώ για τη στοχοθεσία λήφθηκαν υπόψη τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου, της οργάνωσης και της ικανότητας κάθε τράπεζας. Κάθε τρίμηνο οι τράπεζες θα ενημερώνουν την ΤτΕ για τους παράγοντες που διαμορφώνουν τα ΜΕΑ και τους λόγους για τυχόν απόκλιση των υφιστάμενων μεγεθών σε σχέση με τους στόχους. Η ΤτΕ, σε συνεργασία με τον SSM θα αξιολογεί τα στοιχεία και τις αναλύσεις των τραπεζών, και στην περίπτωση που κάποια τράπεζα βρεθεί εκτός στόχων -σε συνεργασία με τον SSM- θα ζητά, εφόσον αυτό κριθεί σκόπιμο, επιπρόσθετα διορθωτικά μέτρα.