Αυτήν την ημέρα στα χωριά κυρίως, τα σπίτια ασπρίζονται με ασβέστη οι αυλές, βάφονται οι γλάστρες κόκκινες και φυτεύονται διάφορα λουλούδια. Σε κάποιες περιοχές, οι πιστοί συνήθιζαν να τρέφονται μόνο με ψωμί και νερό έως τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, που λάμβαναν από την εκκλησία την Θεία Κοινωνία.
Την Μεγάλη Δευτέρα κυριαρχούν δύο γεγονότα:
Η ζωή του Ιωσήφ του 11ου γιού του Πατριάρχη Ιακώβ, του ονομαζόμενου Παγκάλου, δηλαδή του ωραίου στο σώμα και τη ψυχή. Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του και
Το περιστατικό της άκαρπης συκιάς που ξέρανε ο Χριστός (Ματθ. 21, 18-22) και συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν άκαρποι από καλά έργα.
Η ιστορία του Ιωσήφ είναι η εξής: Ο Ιωσήφ πουλήθηκε ως σκλάβος καθώς η ενάρετη ζωή του, «ενοχλούσε» τα μεγαλύτερα αδέρφια του.
Ως σκλάβος λοιπόν, έφτασε στην Αίγυπτο. Εκεί αγοράστηκε από τον Πεντεφρή, ένα αυλικό του Φαραώ. Μην υποκύπτοντας όμως, στις ερωτικές επιθυμίες της γυναίκας του Πεντεφρή, συκοφαντήθηκε από την ίδια και φυλακίστηκε. Από την φυλακή βγήκε, όταν ερμήνεψε ένα όνειρο του Φαραώ, και μέσω αυτής της ερμηνείας έσωσε τους κατοίκους της Αιγύπτου από λιμό.
Στν λειτουργία της Μεγάλης Δευτέρας περιλαμβάνεται και η ιστορία της «Καταραθείσης και Ξηρανθείσης Συκής». Ο Χριστός περπατώντας στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, την επομένη ημέρα της εισόδου του, είδε μια εύρωστη συκιά με παχύ φύλλωμα. Την πλησίασε με σκοπό να κόψει ένα σύκο. Η συκιά όμως δεν είχε καθόλου καρπούς. Τότε ο Ιησούς είπε απευθυνόμενος στο δέντρο: «Μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα και εξηράνθη παραχρήμα η συκή» (Ματθ.21:19). Η συκιά την ίδια στιγμή ξεράθηκε. Γι’ αυτό λέγεται «Καταραθείσα», δηλαδή καταραμένη και «Ξηρανθείσα», δηλαδή ξεραμένη.
Η υμνογραφία αναφέρεται σήμερα στα δύο παραπάνω θέματα, αλλά και επί πλέον στο θέμα της πορείας του Κυρίου προς το Πάθος. Από το τροπάριο: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…» οι ακολουθίες της Μ. Δευτέρας έως Τετάρτης λέγονται και «Ακολουθίες του Νυμφίου».
Ἀπολυτίκιον
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.