Πανεπιστήμια και ΤΕΙ κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες ελέω υπουργείου Παιδείας. Και οι ταχύτητες δεν αφορούν το ακαδημαϊκό σκέλος αλλά τα ποσοτικά δεδομένα που διαμορφώνονται από τις αποφάσεις του υπουργείου για τον αριθμό των εισακτέων κάθε ακαδημαϊκή χρονιά σε συνδυασμό με τον αριθμό των καθηγητών που έχει κάθε ίδρυμα. Εστω κι αν η εικόνα δεν είναι ομοιογενής, τα περιφερειακά ιδρύματα επιβαρύνονται περισσότερο από τα κεντρικά, παρόλο που λόγω των μετεγγραφών τα περιφερειακά «χάνουν» φοιτητές προς τα κεντρικά. Για το θέμα των μετεγγραφών το υπουργείο Παιδείας μελετά βελτιωτικές αλλαγές από την επόμενη χρονιά.
Ειδικότερα, η μελέτη της Δάφνης Μανουσάκη, επίκουρης καθηγήτριας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, η οποία αξιοποίησε τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (στοιχεία έναρξης του ακαδημαϊκού έτους 2014-2015) και το ΦΕΚ με τα αντίστοιχα τμήματα, δείχνει ότι οι αναλογίες φοιτητών/διδασκόντων είναι χειρότερες στα περιφερειακά τμήματα. Η κ. Μανουσάκη συνέκρινε τμήματα του ίδιου αντικειμένου αφού προηγουμένως τα ομαδοποίησε. Από τις 54 ομαδοποιήσεις, οι 16 περιέχουν μόνο τμήματα σε κεντρικά ΑΕΙ (π.χ. μόνο τμήματα του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ) ή μόνο τμήματα στην περιφέρεια και 38 ομαδοποιήσεις περιέχουν τουλάχιστον ένα τμήμα σε κεντρικό ΑΕΙ και τουλάχιστον ένα τμήμα σε περιφερειακό ΑΕΙ. Από τη μελέτη προκύπτουν ενδεικτικά τα εξής για τις αναλογίες πρωτοετών φοιτητών για ένα καθηγητή:
• Μεταξύ των ιατρικών σχολών, την καλύτερη αναλογία έχει η Ιατρική Αθηνών (0,36:1), και ακολουθεί η Ιατρική Θεσσαλονίκης (0,5:1). Στον αντίποδα τη μεγαλύτερη αναλογία (1,58) έχει η Ιατρική Πατρών.
• Στις Νομικές, η αναλογία της Αθηνών είναι 5,68, του ΑΠΘ 5,75 και της Νομικής Θράκης 7,09.
• Στα τμήματα Οικονομικών Επιστημών την καλύτερη αναλογία έχει το τμήμα του ΕΚΠΑ (9,95) και τη μεγαλύτερη το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (25,78).
Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι παρά τον μεγάλο αριθμό μετεγγραφών από τα περιφερειακά προς τα κεντρικά ΑΕΙ, τα κεντρικά εξακολουθούν να έχουν περισσότερους διδάσκοντες σε σχέση με τα περιφερειακά συγγενή τμήματα – δεδομένο που αντικειμενικά ευνοεί την επίτευξη καλύτερων ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων. Επίσης, σύμφωνα με την κ. Μανουσάκη, ο μικρός αριθμός καθηγητών στα περιφερειακά ΑΕΙ κάνει το εκπαιδευτικό έργο ιδιαίτερα δύσκολο και αποτυπώνεται στα πολύ χαμηλά ποσοστά αποφοίτησης. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος. Καθηγητές των κεντρικών ΑΕΙ, όπως στην Αθήνα, συμφωνούν ότι ο αριθμός των διδασκόντων στα κεντρικά ιδρύματα είναι μεγαλύτερος, ωστόσο θέτουν το ζήτημα των υποδομών, π.χ. εργαστήρια και αίθουσες, που λόγω των μετεγγραφών δεν επαρκούν. Ολοι συναινούν ότι χρειάζονται επιπλέον διορισμοί καθηγητών.
«Δύσκολη ισορροπία»
Για το θέμα των μετεγγραφών ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, σε συνάντηση που είχε με την ηγεσία της ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών ΠΟΣΔΕΠ ανέφερε ότι «το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, και γίνεται σοβαρότερο λόγω των νέων καταστάσεων, οικονομικών, κοινωνικών. Από την άλλη μεριά, η έγνοια όλων είναι η ποιοτική παροχή εκπαίδευσης. Πάρα πολλές φορές τα τμήματα είναι επιβαρυμένα με έναν τρόπο που δεν λειτουργεί θετικά. Είπαμε να δούμε αλλαγές την ερχόμενη χρονιά -δεν λέω ηρωικές κουβέντες, θα αλλάξουμε τον νόμο κ.λπ.-, σε συνεννόηση με τα κόμματα. Σίγουρα δεν μπορούν να καταργηθούν οι μετεγγραφές, σίγουρα όμως πρέπει να προστατευθούν και τα ιδρύματα. Είναι μια ισορροπία δύσκολη, κάποια λύση θα βρούμε». Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ, Στάθης Ευσταθόπουλος, τόνισε πως «αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει μια κοινωνική πίεση για ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά βέβαια δεν μπορεί να καταλήγει αυτό τελικά εις βάρος της εκπαίδευσης και των πανεπιστημίων. Γιατί, τελικά, εκεί καταλήγει. Οταν βλέπεις ότι ένα τμήμα ξεκινάει με 100 άτομα και βρίσκεται με 220 λόγω των μετεγγραφών, τελικά καταλήγει εις βάρος των παιδιών και εις βάρος της εκπαίδευσης. Αυτό πρέπει να σταματήσει».