Μία γενναιόδωρη δόση, που μπορεί να φτάσει τα 9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με πηγή των θεσμών, και κάποιες ελαφρώς βελτιωμένες δηλώσεις για μελλοντική ελάφρυνση του χρέους, είναι τα μόνα «γλυκαντικά» στα οποία μπορεί πλέον να προσβλέπει η κυβέρνηση Τσίπρα, ενόψει του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Μια τολμηρή απόφαση για το χρέος, που θα επέτρεπε στον πρωθυπουργό να βάλει γραβάτα, έχει ήδη φανεί ότι είναι «too good, to be true». To ΔΝΤ δεν αναμένεται να δώσει πιστοποιητικό βιωσιμότητας στο χρέος μας, προχωρώντας σε χρηματοδοτική συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα. Τα «γλυκαντικά» ίσως να μην εξασφαλίσουν ούτε την ένταξη στο QE, που αποτελούσε μέχρι χθες το πετράδι του στέμματος του κυβερνητικού αφηγήματος. Ετσι, ακόμη και το τελευταίο οχυρό, η επιστροφή στις αγορές, δείχνει αδύναμο, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον.
Το κυβερνητικό αφήγημα πρέπει να αλλάξει, υποστηρίζουν στον ESM, λέγοντας ότι το βάρος πρέπει να μεταφερθεί από το QE στις μεταρρυθμίσεις. Φορολογικός εκσυγχρονισμός και ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων μπορεί να αποδειχθούν πιο πειστικά για τις αγορές απ’ ό,τι το QE, αναφέρουν οι πηγές του, απηχώντας και τις απόψεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Οι αγορές θέλουν να κλείσει η αξιολόγηση, να υπάρχει σαφήνεια ότι μπορούν να πληρωθούν οι υποχρεώσεις του Ιουλίου και σαφήνεια ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που έχει αναλάβει σε βάθος χρόνου», υποστηρίζουν. Είναι μια διαφορετική εκδοχή από την «καθαρή λύση» του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Η ιδέα δεν είναι λανθασμένη, αναγνωρίζουν πηγές της αγοράς ομολόγων στην Αθήνα, αλλά προσθέτουν ότι «για να πουλήσεις Ελλάδα, χρειάζεται χρόνος». Αρα, η επιστροφή στις αγορές καθυστερεί. Αλλωστε, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει να κάνει θαύματα με τις μεταρρυθμίσεις και να πουλήσει έτσι ένα equity story.
Οι θεσμοί υπόσχονται, πάντως, «στήριξη» για την επιστροφή της χώρας στις αγορές, όταν θα έρθει η ώρα, ενώ οι προσπάθειες για το QE δεν έχουν εγκαταλειφθεί.
Η επιδίωξη της ελληνικής πλευράς –και όχι μόνο– είναι να γίνουν δύο βελτιώσεις στο σχέδιο συμπερασμάτων των υπουργών Οικονομικών: Η προβλεπόμενη παράταση της μέσης σταθμισμένης διάρκειας κατά «0 έως 15 χρόνια» να γίνει «έως 15 χρόνια», σβήνοντας το αστείο «0» και να απαλειφθεί η φράση ότι η μη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ οφείλεται στις αμφιβολίες του για τη βιωσιμότητα του χρέους. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ίσως εξεταστεί και το ενδεχόμενο να φτάσει η παράταση τα 17,5 χρόνια. Αλλες λύσεις εξετάζονται ακόμη, όπως η παροχή κάποιας μορφής εγγύησης.
Η κυβέρνηση Τσίπρα θα χρειαστεί όμως και κάτι ακόμη κι αυτό θα είναι πιθανώς μια μεγάλη δόση, ίσως 9 δισ. ευρώ, που θα καλύπτει την περίοδο έως και μετά τις γερμανικές εκλογές και η οποία θα εκταμιευθεί –φυσικά– σε υποδόσεις για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του Ιουλίου, αλλά και για εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Η κατάρρευση του κυβερνητικού αφηγήματος έχει οδηγήσει επιτελικά της στελέχη στην απεγνωσμένη αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, που περιλαμβάνουν, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, την έξοδο του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με μια πηγή, είναι αυτή που υπέβαλε το αίτημα συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και θεωρητικά θα μπορούσε να το αποσύρει, ασκώντας πίεση, με αυτό τον τρόπο, στη Γερμανία, για να εξασφαλίσει κάποια καλύτερα ανταλλάγματα στο επίπεδο του χρέους ή του QE.
Πάντως, οι πηγές δεν πιθανολογούν ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει να στήσει σκηνικό κρίσης με την Ευρώπη και τη Γερμανία ειδικότερα για το θέμα αυτό. Αλλες αναλύσεις αναφέρουν ότι η απομάκρυνση του ΔΝΤ δεν είναι υποχρεωτικό να έχει το χαρακτήρα ρήξης, αλλά μπορεί να προκύψει εκ των πραγμάτων, αφού το Ταμείο δεν θα συμμετέχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα. Το Eurasia Group ανέφερε την Παρασκευή ότι η παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά «προσποίηση» ενόψει γερμανικών εκλογών και ότι το Ταμείο δεν θα επιστρέψει πραγματικά ξανά.