Με επιτυχία στέφθηκε η πρώτη έκδοση ελληνικού ομολόγου μετά το 2014, καθώς υπήρξε επαρκές ενδιαφέρον από επενδυτές ώστε να συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού σε αποδεκτά επίπεδα, περίπου ίδια με αυτά της προ τριετίας έκδοσης 5ετούς τίτλου. Πρόκειται ωστόσο για το πρώτο βήμα, καθώς η διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές παραμένει στοίχημα για την κυβέρνηση, που έσπευσε διά του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου να προαναγγείλει και άλλες εκδόσεις στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, το ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογο 5ετούς διάρκειας και άντλησε 3 δισ. ευρώ. Το 1,5 δισ. προήλθε από επενδυτές, οι οποίοι αντάλλαξαν το ομόλογο που λήγει τον Απρίλιο του 2019 με το νέο, και το υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ από επενδυτές που αγόρασαν απευθείας τον νέο τίτλο.
Η απόδοση, δηλαδή το κόστος δανεισμού από τη συγκεκριμένη έκδοση, διαμορφώθηκε στο 4,625%. Ωστόσο, το πραγματικό κόστος είναι υψηλότερο, στα επίπεδα του 4,9%, σύμφωνα με υπολογισμούς στελεχών της αγοράς, καθώς η ανταλλαγή του ομολόγου του 2019 έγινε σε τιμή 102,6. Δηλαδή, οι κάτοχοί του πληρώθηκαν από το Δημόσιο 102,6 ευρώ για κάθε 100 ευρώ ομολόγου που έδωσαν πίσω για να πάρουν το νέο.
Η έκδοση αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την πρώτη να υποστηρίζει ότι το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από την αντίστοιχη έκδοση του 2014 και τη δεύτερη να αντιτείνει ότι με ευθύνη της κυβέρνησης η Ελλάδα δανείστηκε ακριβά, ενώ το κόστος χρήματος στην Ευρωζώνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Πέρα από την αντιπαράθεση, πάντως, τα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
1. Η έκδοση ήταν επιτυχής, δεδομένης της κατάστασης της χώρας. Επετεύχθη μια έξοδος στις αγορές, ενώ βρίσκονται ακόμη σε ισχύ περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τα ελληνικά ομόλογα είναι αποκλεισμένα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς τη συμμετοχή του ΔΝΤ και ως προς τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
2. Η χθεσινή έκδοση καλύφθηκε κατά το ήμισυ από ανταλλαγή ομολόγων. Δηλαδή συμμετείχαν ομολογιούχοι που είχαν ήδη ελληνικό ρίσκο. Ηταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να δεχθούν –με το κατάλληλο επιτόκιο– να διατηρήσουν στα χαρτοφυλάκιά τους το ρίσκο αυτό για επιπλέον τρία χρόνια. Το νέο χρήμα ήταν μόνο 1,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, οι προσφορές γι’ αυτό το κομμάτι της έκδοσης ήταν πάνω από 6 δισ. ευρώ, γεγονός που δείχνει ότι υπήρχε πράγματι ισχυρό ενδιαφέρον από νέους επενδυτές.
3. Η σύγκριση μεταξύ δύο εκδόσεων που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές συνθήκες είναι δύσκολη και όχι απαραιτήτως ορθή. Η απόδοση, το κόστος δανεισμού της χθεσινής έκδοσης είναι ελαφρώς χαμηλότερο από την αντίστοιχη του 2014. Αν ωστόσο συγκρίνει κανείς τη διαφορά απόδοσης (spread) με το γερμανικό 5ετές ομόλογο, τότε και σήμερα, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι χθες η Ελλάδα δανείστηκε ακριβότερα. Το spread με την απόδοση της έκδοσης του 2015 ήταν 437 μονάδες βάσης (4,37%), ενώ με τη χθεσινή ήταν πάνω από 500 μονάδες. Με άλλα λόγια, το κόστος δανεισμού είναι λίγο χαμηλότερο από αυτό του 2014, αλλά είναι υψηλό δεδομένων των συνθηκών στην Ευρωζώνη το 2017. Τα ελληνικά ομόλογα, αποκλεισμένα από το QE λόγω των όσων συνέβησαν το 2015, δεν ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά στη μείωση της απόδοσης. Είναι ενδεικτικό ότι οι 5ετείς τίτλοι της Πορτογαλίας, της Κύπρου ή της Ισπανίας έχουν απόδοση περίπου 0%.
4. Το επιτόκιο είναι πολύ χαμηλότερο από το 6% που υπολογίζει το ΔΝΤ για να κάνει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την Αθήνα ως επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των υπολογισμών του Ταμείου. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί απ’ όσους Ευρωπαίους αρνούνται να συναινέσουν σε ελάφρυνση του χρέους. Ενδεχομένως να υποστηρίξουν ότι δεν χρειάζονται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης, αφού η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτηθεί με ανεκτό κόστος από τις αγορές.
5. Οι προσφορές χθες ήταν 6,5 δισ. ευρώ, ενώ στην έκδοση του 2014 ήταν 12 δισ. ευρώ τουλάχιστον. Ωστόσο κι αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά. Ακόμη κι αν όλα τ’ άλλα ήταν ίδια, οι συνθήκες ρευστότητας τον Απρίλιο κάθε έτους (όταν έγινε η έκδοση του 2014) είναι καλύτερες σε σύγκριση με το τέλος Ιουλίου.
6. Μια επιτυχημένη έκδοση δεν εγγυάται την επιτυχία της επόμενης. Τον Απρίλιο του 2014 έγινε μια έκδοση ομολόγου, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου μια δεύτερη απόπειρα απέτυχε εν μέρει επειδή μια τράπεζα στην Πορτογαλία αντιμετώπιζε προβλήματα. Η διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές δεν έχει εξασφαλιστεί.
«Η σημερινή (σ.σ. χθεσινή) έξοδος στις αγορές δεν είναι το τέλος, είναι μια αρχή. Το συζητήσαμε, ήταν καλή σήμερα η αγορά και ικανοποιητικό το αποτέλεσμα. Από δω και πέρα εμείς είμαστε εστιασμένοι στον Αύγουστο του 2018. Νομίζω επίσης ότι βάλαμε ένα πρώτο λιθαράκι με αυτή την πρώτη διαδικασία εξόδου στις αγορές. Θα υπάρξει και δεύτερη και τρίτη για να μπορέσουμε με αυτοπεποίθηση να πλησιάσουμε τον Αύγουστο του ’18 και να βγούμε από τα μνημόνια με διαφορετικούς όρους και να μπορέσει η κυβέρνησή μας να κάνει τα πράγματα που έχει υποσχεθεί», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Επίσης, με ανεπίσημη ενημέρωση, η κυβέρνηση συγκρίνει τη χθεσινή έκδοση με την προηγούμενη επί κυβέρνησης Σαμαρά, «…το κουπόνι του πενταετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375% ενώ το ύψος της απόδοσης στο 4,625%, σε τιμές σαφώς χαμηλότερες από την προηγούμενη έξοδο της χώρας στις αγορές χρήματος, τον Απρίλιο του 2014, που είχαν διαμορφωθεί στο 4,75% και 4,95% αντίστοιχα. Είναι σημαντικό επίσης ότι από τις πάνω από 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, η πλειοψηφία αφορούσε πραγματικούς επενδυτές παγκόσμιου βεληνεκούς και όχι κερδοσκοπικά funds, γεγονός που αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας».
Η Ν.Δ., από την άλλη, σημείωσε πως «η χώρα, ύστερα από 3 χρόνια, βγήκε και πάλι στις αγορές. Αντλησε συνολικά 3 δισ. ευρώ, όσα και τον Απρίλιο του 2014. Μόνο που τότε όλο το ποσό αφορούσε νέα έκδοση, ενώ σήμερα “νέο χρήμα” είναι περίπου το μισό…».