Μεγάλη οικολογική καταστροφή προκλήθηκε από την πυρκαγιά που έκαιγε επί τρεις ημέρες στην Ανατολική Αττική. Εκτιμάται ότι η φωτιά κατέκαψε πάνω από 15.000 στρέμματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών για να αποκατασταθούν πλήρως οι καμένες εκτάσεις θα χρειαστούν ίσως και 30 χρόνια. Ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτης Φάμελλος, τόνισε σήμερα ότι οι καμένες περιοχές κηρύσσονται άμεσα αναδασωτέες.
Καλύτερη είναι από σήμερα το πρωί η κατάσταση στο μεγάλο μέτωπο της πυρκαγιάς. Η Πυροσβεστική βρίσκεται σε επιφυλακή για αναζωπυρώσεις. Aυτή την ώρα δεν υπάρχουν ενεργά μέτωπα, η πυρκαγιά έχει μόνο μικροεστίες διαχειρίσιμες σε όλη την περίμετρό της, ενώ στη χαράδρα μέσα από την οποία κατευθυνόταν προς την Εθνική Οδό, έχουν ήδη κατεβεί πεζοί πυροσβέστες και μηχανήματα και σε σημαντικό βαθμό την έχουν οριοθετήσει. Παράλληλα γίνονται εναέριες ρίψεις.
Ως και τρεις δεκαετίες για την αποκατάσταση
Έως και τρεις δεκαετίες θα απαιτηθούν για να αποκατασταθεί το τραύμα που άφησαν στις καμένες περιοχές οι πυρκαγιές, τονίζουν οι ειδικοί υπογραμμίζοντας τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν τόσο στην ισορροπία της φύσης όσο και στην υγεία του ανθρώπου.
«Το δάσος είναι ένας φυσικός προστατευτικός μανδύας για την υγεία του ανθρώπου. Εάν ανατρέξετε στις μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, θα δείτε ότι υπάρχουν θάνατοι που οφείλονται στα αιωρούμενα μικροσωματίδια. Και δεν εννοούμε την κάπνα, αλλά ρύπους που απορροφούνται από τα δέντρα» δηλώνει ο δασολόγος – περιβαλλοντολόγος Γρηγόρης Βάρρας, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο.
«Είναι βέβαιο ότι το μικροκλίμα της περιοχής θα αλλάξει και μαζί του θα αλλάξει και η φυσική ισορροπία. Χωρίς τα χελιδόνια, τα κοτσύφια και τα σπουργίτια, αυτούς τους θηρευτές των εντόμων, κουνούπια και άλλα ενοχλητικά έντομα δεν θα έχουν κανέναν φυσικό περιορισμό» σημειώνει από την πλευρά του ο Μιχάλης Πετράκης, περιβαλλοντολόγος και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι ένα δέντρο αναπτύσσεται σε τουλάχιστον δέκα χρόνια, ενώ για τη συνολική αποκατάσταση του οικοσυστήματος ο χρόνος που απαιτείται μπορεί να φτάσει ακόμη και τα τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ θα έχει στερηθεί η περιοχή τη φυσική της προστασία από τις βροχοπτώσεις με αποτέλεσμα να αυξάνεται κατακόρυφα ο κίνδυνος των καταστροφικών πλημμυρών.
«Υπάρχουν μέτρα πρόληψης που θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί ώστε να περιοριστεί ή ακόμη και αποτραπεί η καταστροφή» αναφέρει ο Γρηγόρης Βάρρας και προσθέτει: «Οι υδατοδεξαμενές, για παράδειγμα, δεν έχουν σημαντικό κόστος. Είναι απαραίτητο να κάνουμε κλειστά υδρονομικά συστήματα». Σημειώνει ακόμη ότι στα διάφορα δασονομικά μέτρα περιλαμβάνονται και οι κλαδεύσεις, ώστε τα κλαδιά των δέντρων να μην έρχονται σε επαφή με τα ξερά χόρτα.