Η αστάθεια του φορολογικού συστήματος είναι ίσως το σημαντικότερο αντικίνητρο για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα. Είναι πιθανόν ο καθοριστικός λόγος που οι επενδυτές αποχωρούν, μεγάλες εταιρείες μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό, ενώ άλλες οδηγούνται στη διακοπή εργασιών.
Και δυστυχώς, η αστάθεια αυτή κοστίζει. Οχι μόνο στις επιχειρήσεις αλλά και στο Δημόσιο καθώς, με μαθηματική ακρίβεια, η κατάσταση αυτή οδηγεί στη διόγκωση της φοροδιαφυγής και στον περιορισμό της φορολογικής συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα να μειώνονται και τα έσοδα του προϋπολογισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι σε διάστημα 50 μηνών σε 4 από τους βασικότερους νόμους που εφαρμόστηκαν το 2014 (κώδικας φορολογίας εισοδήματος, κώδικας φορολογικών διαδικασιών, ΕΝΦΙΑ, ΕΛΠ) η κυβέρνηση προχώρησε με 82 άλλους νόμους στη μεταβολή τους, προσθέτοντας ή καταργώντας ταυτόχρονα διάφορες διατάξεις. Δηλαδή, περίπου δύο φορές τον μήνα τροποποιείτο κάποιος από τους παραπάνω νόμους. Σύμφωνα με έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, στις ΗΠΑ από την ίδρυσή τους έχουν ψηφιστεί 10 φορολογικά νομοσχέδια, ενώ στην Ελλάδα από το 1975 έχουν ψηφιστεί 250.
Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας, «η φορολογική αβεβαιότητα είναι μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ανόητες σπατάλες που κάνει το κράτος. Είναι κόστος για τις επιχειρήσεις, όπως και οι πραγματικοί φόροι, αλλά δεν αποτελεί έσοδο για το κράτος, αφού δεν εισπράττει χρήματα για να κάνει νοσοκομεία και σχολεία. Πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ ανέδειξε την ένταση με την οποία η φορολογική αβεβαιότητα εκδιώκει από μια χώρα κυρίως τις ποιοτικές επενδύσεις. Διατηρώντας την αβεβαιότητα αυτή το κράτος διώχνει από τη χώρα μας τις οργανωμένες επιχειρήσεις, την ώρα που «για να γίνουμε Ευρώπη» χρειαζόμαστε 15.000 νέες μεσαίες και 1.000 μεγάλες οργανωμένες παραγωγικές επιχειρήσεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι θέσεις του διευθύνοντος συμβούλου της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, Δημήτρη Παπαλεξόπουλου, ο οποίος υπογραμμίζει επίσης ότι η υπερφορολόγηση και η φοροδιαφυγή αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις: «Το ασταθές φορολογικό καθεστώς αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις. Θα αξιολογούσα, όμως, ως κεφαλαιώδους σημασίας την υπερφορολόγηση της εργασίας. Οι συντελεστές φόρου και εισφορών στην εργασία συν τον φόρο εισοδήματος για ένα μισθωτό των 2.000 ευρώ τον μήνα δημιουργούν μια ψαλίδα εκτός πραγματικότητας. Και αυτό σε μια κοινωνία με υψηλή παραβατικότητα όπου η εισφοροδιαφυγή και η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά, προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους. Οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας οδηγούν σε έξαρση της φοροδιαφυγής καθώς πολλοί αισθάνονται ότι φοροδιαφεύγουν δικαιολογημένα. Το ότι δεν έχουμε σταθερό φορολογικό πλαίσιο είναι σοβαρό πρόβλημα, αλλά η υπερφορολόγηση και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο».
Βασικό ζητούμενο για όλες τις επιχειρήσεις είναι η φορολογική σταθερότητα υποστηρίζει και ο αντιπρόεδρος της εταιρείας Παπαστράτος, Ιάκωβος Καργαρώτος. «Ενα από τα βασικά στοιχεία που εξετάζει ένας επενδυτής σε μια χώρα είναι το φορολογικό περιβάλλον. Δεν αναφέρομαι μόνο στο ύψος των φόρων, αλλά και στο πόσο σταθεροί αυτοί είναι. Από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη επιχείρηση, η φορολογική σταθερότητα αποτελεί βασικό ζητούμενο, καθώς επιτρέπει τον ασφαλή και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Στη δική μας προσπάθεια για να φέρουμε την επένδυση των 300 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε» τονίζει ο κ. Καργαρώτος. Ωστόσο, η μεγάλη πολυεθνική εταιρεία πήρε την απόφαση να επενδύσει στην Ελλάδα, επειδή η χώρα μας “διαθέτει” σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η στρατηγική της θέση, το υψηλό επίπεδο των ανθρώπων της, και φυσικά, στη δική μας περίπτωση, η τοπική παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας καπνών».
Ενα ασταθές φορολογικό σύστημα, αποθαρρύνει τους επενδυτές σημειώνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΕΛΙΝΟΪΛ Γιάννης Αληγιζάκης. «Στόχος», όπως αναφέρει, «κάθε επενδυτικής κίνησης είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας και η κερδοφορία της επιχείρησης. Στοιχείο που επηρεάζει την απόδοση της επένδυσης είναι το ισχύον φορολογικό καθεστώς, τόσο στην εκτίμηση των ποσοτικών μεγεθών όσο και στην οικονομική επιβάρυνση από φόρους, της οικονομικής μονάδας. Ενα καθεστώς φορολογικής αστάθειας και αβεβαιότητας, συνήθως επιδρά αρνητικά στη σχετική απόφαση και οδηγεί τελικά στη μη υλοποίηση της επένδυσης», τονίζει.
Και αν το ζητούμενο τα τελευταία χρόνια είναι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, όπως φαίνεται το ελληνικό φορολογικό σύστημα δεν το επιτρέπει. Και δεν το επιτρέπει, καθώς οι συνέπειες της πολυνομίας αλλά και της κακονομίας είναι δραματικές. Σύμφωνα με τον κ. Φέσσα, η φορολογική αβεβαιότητα «ακυρώνει τις προϋποθέσεις μεγέθυνσης της ελληνικής επιχείρησης, στερώντας έτσι τη δυνατότητα απασχόλησης στους νέους επιστήμονες και στο δημιουργικό ταλέντο. Ετσι και αυτοί, μαζί με τις ποιοτικές άμεσες ξένες επενδύσεις, αποφεύγουν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ την Ελλάδα, όπως καταγράφει για άλλη μία φορά το WEF στην ετήσια έρευνά του».
Συγκεκριμένα, στην έκθεση για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ 137 χωρών ως προς το εάν η φορολογία αποτελεί κίνητρο για επενδύσεις.