Στις 11 Σεπτεμβρίου 1987 έφυγε από τη ζωή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπήρξε πνευματική και πολιτική προσωπικότητα, που σημάδεψε τον 20ο αιώνα στη χώρα μας. Διατέλεσε πρωθυπουργός για σύντομο χρονικό διάστημα (συνολικά σαράντα ημέρες σε δύο περιόδους), ενώ κορυφαία πνευματική του κατάθεση θεωρείται η πολύτομη, αλλά ημιτελής «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος».
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου 1902 και ήταν γιος του φαρμακοποιού Κανέλλου Κανελλόπουλου και της Αμαλίας Γούναρη, αδελφής του πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη. Από μικρό παιδί έδειξε τις πνευματικές του ανησυχίες. Σε ηλικία 12 ετών γοητεύτηκε από τη φιλοσοφία και σε ηλικία 14 ετών διάβαζε Νίτσε από το πρωτότυπο και μετέφραζε έργα γάλλων ποιητών. Τα μαθήματα του σχολείου ελάχιστα συγκινούσαν τον νεαρό Αχαιό, που με δυσκολία περνούσε τις τάξεις.
Το 1919 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα για ένα χρόνο και συνέχισε τις σπουδές του στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στη Γερμανία. Παράλληλα με τα νομικά, παρακολούθησε μαθήματα κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας και το 1923 ανακηρύχτηκε διδάκτορας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1925 έγινε μέλος της «Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών» με πρόταση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενώ την ίδια χρονιά δημοσίευσε την πρώτη του κοινωνιολογική μελέτη. Το 1926 μπήκε στην πολιτική. Διορίστηκε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη. Τον Αύγουστο του 1927 παραιτήθηκε και δύο χρόνια αργότερα εκλέχτηκε υφηγητής της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1932 ανέλαβε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, αλλά παραιτήθηκε για να διεκδικήσει την έδρα της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκλέχτηκε το 1934 και έγινε ο πρώτος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Ιδρύματος. Την ίδια χρονιά ανέλαβε πρόεδρος του νεοσύστατου ΙΚΑ και υπό την εποπτεία του συντάχτηκαν οι πρώτοι κανονισμοί των συντάξεων και του κλάδου ασφαλίσεων.
Το 1935 δημοσίευσε μια σειρά άρθρων στην «Ακρόπολη» κατά της βασιλείας, γεγονός που του στοίχισε την έδρα του στο Πανεπιστήμιο και τη θέση του στο ΙΚΑ. Οι απολύσεις δεν τον πτόησαν και τον ίδιο χρόνο νυμφεύθηκε τη Θεανώ (Νίτσα) Πουλικάκου. Στις εκλογές του 1936 συγκρότησε πολιτικό σχηματισμό με την ονομασία «Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα» και διακηρυγμένο στόχο την υπέρβαση του Διχασμού μεταξύ Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών. Δεν εκλέχτηκε ούτε βουλευτής.
Κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κύθνο, τη Θάσο και την Κάρυστο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 τηλεγράφησε στον Ιωάννη Μεταξά και του ζήτησε να πολεμήσει ως εθελοντής στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Υπηρέτησε στη 19η Μεραρχία και έφθασε ως το Πόγραδετς.
Στην Κατοχή συνέβαλε στην ίδρυση της αντιστασιακή οργάνωσης ΠΕΑΝ και τον Δεκέμβριο του 1941 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», που αποτέλεσε το έργο της ζωής του. Καταζητούμενος από τους Γερμανούς διέφυγε με καΐκι από τη Ραφήνα (31 Μαρτίου 1942) και διαμέσου Τουρκίας βρέθηκε στο Κάιρο. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η έντονη πολιτική δράση του.
Στις 2 Μαΐου 1942 ανέλαβε αντιπρόεδρος στην εξόριστη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού. Παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1943, έπειτα από την πρώτη ανταρσία στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Το 1944 συμμετείχε στο ενωτικό συνέδριο του Λιβάνου (17 – 20 Μαΐου) και τον Ιούνιο ανέλαβε υπουργός Ανασυγκροτήσεως και προσωρινά Οικονομικών στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεώργιου Παπανδρέου.
Στις 27 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος της κυβέρνησης και μετέβηκε στην Πελοπόννησο για να εξομαλύνει την κατάσταση που ήταν έκρυθμη με τις συγκρούσεις ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας, μετά τα γεγονότα της Πηγάδας του Μελιγαλά (12 Σεπτεμβρίου). Στις 24 Οκτωβρίου ορκίστηκε Υπουργός Ναυτικών και προσωρινά Παιδείας στην κυβέρνηση Παπανδρέου, ενώ μετά την παραίτηση του «εαμικού» Αλέξανδρου Σβώλου ανέλαβε και το Υπουργείο Οικονομικών. Παραιτήθηκε μαζί με την κυβέρνηση Παπανδρέου στις 4 Ιανουαρίου 1945 και από τη 1 έως τις 22 Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου άσκησε την πρωθυπουργία.
Στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής (Αχαΐας) με το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα σε συνασπισμό με τα κόμματα του Γεώργιου Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου. Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε διάφορα Υπουργεία στις διαδοχικές κυβερνήσεις του Εμφυλίου Πολέμου. Στην ιστορία έμειναν δύο ρήσεις του από εκείνη την περίοδο. Υποδεχόμενος τον αμερικανό στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ, του είπε, παρουσιάζοντας το στρατιωτικό άγημα: «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας», ενώ αποκάλεσε το κολαστήριο της Μακρονήσου «Νέο Παρθενώνα». Πολύ αργότερα έκανε την αυτοκριτική του και αποδοκίμασε αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Μετά τον Εμφύλιο παρέμεινε στο χώρο του Κέντρου και μετείχε ως αντιπρόεδρος και Υπουργός Εθνικής Αμύνης στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου το 1950. Τον επόμενο χρόνο προσχώρησε στη Δεξιά, όπως και πολλοί πολιτικοί του Κέντρου. Στις εκλογές του 1951 εκλέχτηκε βουλευτής Αχαΐας με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, όπως και στις εκλογές του 1952. Ορκίστηκε Υπουργός Εθνικής Αμύνης και τον Σεπτέμβριο του 1954 αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Παπάγου.
Μετά τον θάνατο του Στρατάρχη δεν ακολούθησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην ΕΡΕ, αλλά κατέβηκε ως συνεργαζόμενος με το κόμμα του και εξελέγη βουλευτής Αχαΐας το 1956 και το 1958. Τον Ιανουάριο του 1959 προσχώρησε στην ΕΡΕ και ο Καραμανλής, που ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του Αμαλία, θα τον χρίσει αντιπρόεδρο της Κυβέρνησής του. Με την ιδιότητά του αυτή θα υπογράψει τον Ιούλιο του 1961 τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Τον Νοέμβριο του 1963 διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άσκησε δριμεία αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Παπανδρέου, υιοθετώντας ορισμένες φορές ακραίες συμπεριφορές και εκφράσεις, αναντίστοιχες με το προσωπικό του ύφος. Μετά τα «Ιουλιανά» (1965) στήριξε και τις τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις των «Αποστατών» (Αθανασιάδη – Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου).
Στις 3 Απριλίου 1967 ορκίστηκε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, αλλά δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές τον Μάιο, αλλά πρόλαβαν οι συνταγματάρχες στις 21 Απριλίου και επέβαλαν την επτάχρονη στυγνή δικτατορία τους. Παρά τη βραχύβια παραμονή του στην πρωθυπουργία, αυτός και η κυβέρνησή του είχαν μεγάλες ευθύνες, αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο για τη Δημοκρατία.
Από τις πρώτες μέρες της Δικτατορίας στάθηκε δεινός κατήγορός της, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό από τον Σεπτέμβριο του 1967. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου δήλωσε παρών και συμπαραστάθηκε στους εξεγερμένους φοιτητές. Τέθηκε και πάλι σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μία από τις κορυφαίες αντιδικτατορικές πράξεις υπήρξε η αποχώρησή του από την Ακαδημία Αθηνών, επειδή αρνήθηκε να εορτάζονται ισότιμα η 25η Μαρτίου και η 21η Απριλίου.
Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, έλαβε μέρος στη δραματική σύσκεψη των στρατιωτικών και των πολιτικών (23 Ιουλίου 1974), που οδήγησε στην πτώση της Χούντας και την επάνοδο της Δημοκρατίας