Eως 15% η αύξηση που μπορεί να γίνει του ποσοστού αναπηρίας σε ασφαλισμένους από 1.1.1993 και μετά που διεκδικούν υψηλότερο ποσοστό. Στους «παλαιούς» ασφαλισμένους όμως, που έχουν έναρξη ασφάλισης 31.12.1992, είναι επιτρεπτό να προσδίδονται στο συνολικό ιατρικό ποσοστό αναπηρίας μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες.
Αντίθετα, όπως τονίζεται σε έγγραφο του ΙΚΑ, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης του ιατρικού ποσοστού αναπηρίας, με ασφαλιστικά κριτήρια σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 15% αυτού. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας εργαστεί μετά τη συνταξιοδότησή του κατά τρόπο μόνιμο και σταθερό (περισσότερο από ένα συνεχές εξάμηνο), το ασφαλιστικό όργανο μπορεί να περιορίσει την ασφαλιστική αναπηρία του (να τον κατατάξει σε χαμηλότερη βαθμίδα αναπηρίας, χωρίς να δεσμεύεται από το ανωτέρω ποσοστό του 15%) ή και να την άρει (με συνέπεια τη διακοπή της συνταξιοδότησης). Αυτό, μπορεί να συμβεί εάν π.χ. διαπιστωθεί ότι ο συνταξιούχος με μερική αναπηρία κερδίζει περισσότερο από το μισό των αποδοχών υγιούς εργαζόμενου, στην εργασία που παρείχε ο συνταξιούχος πριν από την επέλευση της αναπηρίας.
Εξάλλου, ο αρμόδιος Διευθυντής έχει το δικαίωμα περιορισμού του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας στην περίπτωση που η υγειονομική επιτροπή έχει κρίνει ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας μεγαλύτερο από το νόμιμο (ποσοστό μεγαλύτερο από 15% για νέο ασφαλισμένο) επί του συνολικού ιατρικού ποσοστού αναπηρίας. Επίσης, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι εσφαλμένα η υγειονομική επιτροπή προσαύξησε το ποσοστό ιατρικής αναπηρίας νέου ασφαλισμένου με τα κριτήρια που ισχύουν για παλαιούς ασφαλισμένους (π.χ., 17 μονάδες σε νέο ασφαλισμένο), θα πρέπει με υπηρεσιακό σημείωμα να εισάγεται εκ νέου η υπόθεση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή (AYE ή BYE) για να αποφανθεί ορθά με βάση το κριτήριο που ισχύει στην περίπτωση αυτή. Διευκρινίζεται επιπλέον ότι στην περίπτωση που προκύπτει δεκαδικός αριθμός το συνολικό ποσοστό αναπηρίας θα στρογγυλοποιείται, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες στρογγυλοποίησης δεκαδικών αριθμών.
Επίσης, οι Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές του ΙΚΑ, μπορούν να κρίνουν τις αιτήσεις θεραπείας οι οποίες υποβλήθηκαν μέχρι 4.8.2011 ως προς το ζήτημα της χορήγησης προσαύξησης του συνολικού ιατρικού ποσοστού αναπηρίας με ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας, τόσο από τους παλαιούς όσο και από τους νέους ασφαλισμένους. Μετά την ανωτέρω ημερομηνία, η διάταξη εξακολουθεί να ισχύει η κρίση επί των αιτήσεων θεραπείας, μόνο ως προς τους Διευθυντές και τα διοικητικά δικαστήρια (ύστερα από προσφυγή). Σε περίπτωση διαφωνίας, λοιπόν, ως προς την εκτίμηση της ασφαλιστικής αναπηρίας από τον Διευθυντή, οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση της Απόφασης να ασκήσουν προσφυγή απευθείας ενώπιον των αρμόδιων κατά τόπο διοικητικών δικαστηρίων.
Σημειώνεται επίσης ότι: α) Κατά τον προσδιορισμό της βαριάς αναπηρίας, επιτρέπεται να λαμβάνεται υπ’ όψη μόνο το στοιχείο της μόρφωσης του ασφαλισμένου. β) Κατά τον προσδιορισμό της συνήθους αναπηρίας του εδαφίου β’ του ανωτέρω νόμου, η ασφαλιστική κρίση μπορεί να συνεκτιμά το επίπεδο της μόρφωσης του ασφαλισμένου και την επαγγελματική κατηγορία στην οποία ανήκει. γ) Για την εκτίμηση της ασφαλιστικής αναπηρίας στη βαθμίδα της μερικής αναπηρίας λαμβάνονται υπ’ όψη όλα τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, δηλαδή η μόρφωση του ασφαλισμένου, η επαγγελματική κατηγορία στην οποία ανήκει και ο τόπος της εργασίας του (με την έννοια της γεωγραφικής τοποθεσίας).
Ο Διευθυντής, λοιπόν, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις που ισχύουν και σήμερα, εξακολουθεί να ασκεί την ασφαλιστική κρίση με βάση τα ανωτέρω κατά περίπτωση κριτήρια προκειμένου να καθορίσει την τελική βαθμίδα αναπηρίας των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής τους στην ασφάλιση (παλαιοί ή νέοι ασφαλισμένοι).
{loadposition mypos1}