Στην εποχή του ήταν ένα θαυμαστό επίτευγμα της τεχνολογίας, της παράδοσης, της ανθρώπινης εφευρετικότητας- το γεφύρι της Πλάκας υπήρξε το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Για σχεδόν ενάμιση αιώνα «στεφάνωνε» τον Άραχθο ποταμό, υποστηρίζοντας τη ζωή και την επικοινωνία των ανθρώπων από τις αντίπερα όχθες του. Σε έναν τραχύ, δύσβατο τόπο λειτούργησε ως μοχλός ανάπτυξης και έγινε σύμβολο όλης της περιοχής των Τζουμέρκων.
Ένα κομψοτέχνημα ατόφιας ιστορίας από πέτρα- στην ανατολική πλευρά του υπάρχει ακόμα το κτήριο του τελωνείου από τα χρόνια που η κοίτη του Αράχθου οριοθετούσε τη συνοριακή γραμμή Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και τον Φλεβάρη του 1944 εκεί υπογράφηκε η συμφωνία που θα έθετε τέλος στον ελληνικό εμφύλιο μεταξύ ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ- ο Βελουχιώτης, ο Ζέρβας, ο Καρτάλης και οι σημαντικότεροι καπετάνιοι και οπλαρχηγοί της Αντίστασης συνυπήρξαν εκεί, πρόσκαιρα «αδελφωμένοι».
Το σοκ και η θλίψη όταν στη βαρυχειμωνιά του 2015 το γεφύρι, παραμελημένο, γκρέμισε, έγιναν αισθητά πολύ πέρα από τα ηπειρώτικα βουνά.
Τρεισήμιση χρόνια μετά την κατάρρευση του γεφυριού ο ίδιος αυτός τόπος, ένα (σαν) κινηματογραφικό σκηνικό με το ποτάμι που έρχεται από το ψηλό φαράγγι, μου φαίνεται γυμνός, στερημένος.
Το γεφύρι της Πλάκας ξεχώριζε και σε φωτογραφία αν το έβλεπες- όποιος το αντίκριζε και το περπατούσε, σίγουρα το θυμάται για πάντα. Σήμερα, η απουσία του παραμορφώνει έναν από του φυσικού του όμορφο τόπο.
«Το ΕΜΠ έχει κάνει δύο πανελλαδικές έρευνες, το 2015 και το 2017 και πάνω από το 80% της ελληνικής κοινωνίας ζητά να ξαναστηθεί το γεφύρι», λέει ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Δημήτρης Καλιαμπάκος. «Δεν θα ξεχάσω τη φράση που έλεγαν οι ντόπιοι, από καρδιάς και αυθόρμητα, όχι δηθενιές…- “καλύτερα να έπεφτε το σπίτι μου, όχι το γεφύρι”», μου λεει. Τζουμερκιώτης και ο ίδιος, ο καθηγητής Καλιαμπάκος κινητοποιήθηκε τις αμέσως επόμενες ώρες μετά το «χάλασμα» του γεφυριού και από τότε εργάζεται άοκνα, με μεράκι και πάθος, ως συντονιστής της ομάδας έργου και αντιπρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής του ΕΜΠ που εκπόνησε την μελέτη για την αναστήλωση της γέφυρας.
Αρχικά οι εκτιμήσεις για την αποπεράτωση του φιλόδοξου εγχειρήματος ήταν περισσότερο αισιόδοξες. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με καταγωγή από τα ορεινά της Άρτας, είχε διαβεβαιώσει ότι το γεφύρι σύντομα θα ξαναστηθεί. Όμως, τρία χρόνια μετά το πρώτο ρεπορτάζ της HuffPost Greece, υπάρχουν ακόμα ορατά μονάχα τα απομεινάρια της καταστροφής- τα δύο βάθρα του γεφυριού στην ανατολική και την δυτική όχθη της κοίτης του ποταμού, ακρωτηριασμένα από το διαλυμένο του κυρίως σώμα, σαν πέτρινα κούτσουρα.
«Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο τεχνικό έργο», λέει ο καθηγητής Καλιαμπάκος. «Η γέφυρα της Πλάκας είναι η πιο μεγάλη πέτρινη γέφυρα που αναστηλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Τεχνικά αυτό δεν είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση».
«Θα φτιάξουμε ξανά το γεφύρι που έκτισε το 1866 ο πρωτομάστορας Μπέκας και όχι κάτι που του μοιάζει. Συλλέξαμε όσο δυνατόν περισσότερο υλικό από την πεσμένη γέφυρα και μελετώντας το μπορέσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε ως ένα βαθμό την τεχνική που ακολούθησε ο πρωτομάστορας τότε: μια τοποθέτηση λίθων σε μια κατασκευή, σφίγγει από το ίδιο της το βάρος. Χρησιμοποίησε κάποιου είδους κονίαμα ανάμεσα στους λίθους, αλλά μόνο επικουρικά- η στατική δύναμη της κατασκευής προκύπτει από το δέσιμο της μιας πέτρας με την άλλη.
Μεμονωμένες πέτρες που έχουμε συλλέξει μία προς μία θα χρησιμοποιηθούν στο γεφύρι, όχι όμως στο τόξο του, που είναι το πιο ευαίσθητο κομμάτι. Ποτέ ο πρωτομάστορας δεν θα επέλεγε μια κουρασμένη πέτρα, που έχει πάνω της κονίαμα- θα επιθυμούσε μια φρεσκοκομμένη πέτρα γιατί πίστευε πολύ περισσότερο στην επαφή πέτρας με πέτρα, παρά στο κονίαμα. Και σίγουρα δεν θα έφτιαχνε ποτέ μια γέφυρα με μεγάλα κομμάτια από προηγούμενες τοιχοποιϊες, όπως αυτά που έχουν απομείνει στην περίπτωση της Πλάκας».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!