Σοβαρό πρόβλημα χρηματοδότησης αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί σε όλη τη χώρα, καθώς σταδιακά τα κονδύλια που εισρέουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του προγράμματος «Εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής» (ΕΣΠΑ) μειώνονται σταδιακά έως την πλήρη… εξαφάνισή τους μετά το 2020.
«Το ελληνικό κράτος όταν λήξει το πρόγραμμα θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη να καλύψει ένα πολύ μεγάλο κόστος κάθε χρόνο, το οποίο αδυνατούν να εξυπηρετήσουν οι δήμοι, αλλιώς όλες αυτές οι δομές θα βρεθούν στον αέρα», τονίζει στην «Κ» ο κ. Θεόδωρος Γκοτσόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ), που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αντίστοιχα, οι αιτήσεις για φιλοξενία παιδιών μέσω ΕΣΠΑ αυξάνονται κάθε χρόνο. Χαρακτηριστικά, το 2011-2012 τα ωφελούμενα παιδιά ήταν 48.360 και το 2018-2019 127.632. Περισσότερα παιδιά, βέβαια, σημαίνει και ανάγκη μεγαλύτερων κονδυλίων. Το 2011-12 ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος (κοινοτική και εθνική συμμετοχή) ήταν 171.312.187 εκατ. ευρώ και το 2018-19 έφτασε τα 234.060.464 εκατ. ευρώ.
«Κάθε χρόνο από τον δήμο μάς λένε: Όσοι δικαιούστε ΕΣΠΑ να το διεκδικήσετε γιατί με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουμε χρήματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει ο σταθμός της περιοχής σας», λέει στην «Κ» η Κική Β., που ο γιος της πηγαίνει τα δύο τελευταία χρόνια σε παιδικό σταθμό του Δήμου Αθηναίων. Για κάθε νήπιο ο παιδικός σταθμός λαμβάνει 2.375 ευρώ ετησίως (συμπεριλαμβάνεται η σίτιση) και για κάθε βρέφος 2.945 ευρώ (συμπεριλαμβάνεται η σίτιση) μέσω του προγράμματος. Όσοι λόγω «υψηλών» εισοδημάτων (άνω των 27.000 ευρώ ετησίως για μητέρες που έχουν έως δύο παιδιά και με όριο τις 36.000 ευρώ για πέντε παιδιά) δεν εντάσσονται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ΕΣΠΑ τυπικά καταβάλλουν τροφεία στον δήμο.
Στην πράξη κανένας δήμος δεν έχει επιβάλει ποσό άνω των 70 ευρώ τον μήνα ως κόστος για τη φιλοξενία παιδιού σε βρεφονηπιακό σταθμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο δήμος για κάθε εκτός ΕΣΠΑ παιδί δεν εισπράττει πάνω από 700 ευρώ τον χρόνο στην καλύτερη περίπτωση. «Γι’ αυτά τα παιδιά οι δήμοι στην πραγματικότητα μπαίνουν μέσα», επισημαίνει ο κ. Γκοτσόπουλος, «αλλά καλύπτουν τη διαφορά μέσω εκείνων που λαμβάνουν ΕΣΠΑ». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μέσω αυτού του προγράμματος επιδοτούνται με έναν τρόπο και οι ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί, καθώς 35% των δομών που συμμετέχουν είναι ιδιωτικοί.
Ακόμα και σήμερα, όμως, παρά την «επιδότηση» των βρεφονηπιακών σταθμών, οι παροχές που προσφέρονται από δήμο σε δήμο διαφέρουν πολύ. Μεγάλο πρόβλημα δημιουργείται από τις ελλείψεις παιδαγωγικού προσωπικού, που καλύπτονται με προγράμματα μέσω ΟΑΕΔ εφόσον δεν γίνονται μόνιμες προσλήψεις.
«Η Μαργαρίτα ξεκίνησε να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό με πολλή χαρά. Όμως λίγες ημέρες αργότερα άρχισε να δυσανασχετεί και τελικά στύλωσε τα πόδια: “Δεν ξαναπάω” μου είπε. “Δεν μπορούν να με αναγκάσουν να πηγαίνω στην τουαλέτα όταν δεν θέλω” επέμενε. Θορυβήθηκα και πήγα στον παιδικό σταθμό. Όταν είπα στην παιδαγωγό τι συνέβη, με κοίταξε σαν να ήμουν από άλλο πλανήτη: Φυσικά όλα τα παιδιά πριν μπούμε στις τάξεις πηγαίνουν στην τουαλέτα ώστε να μη χρειαστεί να ξαναβγούν μετά, μου είπε. Μα είναι μόνο τριών χρόνων, αντιγύρισα, και αν δεν καταφέρει να κρατηθεί; Η απάντηση ήταν αποστομωτική: Και τι θέλετε να κάνω, είμαι μόνη μου με 23 τρίχρονα, πώς θα τα αφήσω για να συνοδεύσω ένα στην τουαλέτα. Κάντε υπομονή σε μερικές εβδομάδες θα έρθει και άλλη, με καθησύχασε», διηγείται στην «Κ» η Ζαχαρούλα, μητέρα της μικρής.
Το «πρόσωπο αναφοράς»
Όπως εξηγούν οι υπεύθυνοι αντιδήμαρχοι, προσλαμβάνονται άτομα για κάποιους μήνες μέσω προγραμμάτων ΟΑΕΔ, οπότε μπορεί να σημειωθεί έλλειψη προσωπικού για λίγες ημέρες. Όμως και η συνεχής εναλλαγή προσώπων δεν ενδείκνυται παιδαγωγικά. «Ένα μικρό παιδί που μόλις αποχωρίστηκε το σπίτι και τη μαμά του, χρειάζεται “πρόσωπο αναφοράς” για να αισθανθεί ασφάλεια και να προσαρμοστεί», τονίζει η Ελευθερία Κ., μητέρα ενός τετράχρονου αγοριού.
Ο γιος της ξεκίνησε πέρυσι τον Σεπτέμβριο να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. «Ξαφνικά τον Ιανουάριο με την καινούργια χρονιά πήγαμε στο σχολείο και η παιδαγωγός είχε αλλάξει. Μετά δύο μήνες έφυγε και αυτή και ήρθε άλλη. Ήταν πολύ δύσκολα», εξηγεί. «Έτσι και αλλιώς και όταν υπάρχει επαρκές προσωπικό, κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Φέτος έχουμε δύο δασκάλες για 27 παιδιά 3-4 ετών», τονίζει. Όσο για την εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, την οποία στηρίζει το πρόγραμμα, εναπόκειται αρκετά στην τύχη. Το ωράριο των δημοτικών βρεφονηπιακών σταθμών τυπικά είναι από τις 7 π.μ. έως τις 4 μ.μ. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις οι οικογένειες πρέπει να πάρουν τα παιδιά στη 1.30 μ.μ. και να βρουν άλλη λύση έως ότου επιστρέψουν από τη δουλειά.
«Στον παιδικό σταθμό υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός κρεβατιών και πρέπει να προλάβεις να κλείσεις θέση για μεσημεριανό ύπνο εάν θέλεις να μείνει το παιδί σου έως τις τέσσερις», λέει η Ελευθερία. Και αν δεν θέλει να κοιμηθεί; «Αυτό δεν γίνεται. Υπάρχει φύλαξη μόνο για τους κοιμισμένους έως τις τέσσερις, γιατί υπάρχει μόνο μία δασκάλα. Ή κοιμάται ή το παίρνεις», απαντά.
Ο κ. Γκοτσόπουλος τονίζει πως, εφόσον το πρόγραμμα είναι συγχρηματοδοτούμενο, οι δήμοι έχουν τη δυνατότητα να ανανεώσουν τις συμβάσεις των εργαζομένων όποτε θέλουν. Για τους εργαζομένους, όμως, που πληρώνει ο ίδιος ο δήμος, τα πράγματα είναι διαφορετικά και δεν μπορούν να γίνουν προσλήψεις. Την ίδια στιγμή, με διάταξη που πέρασε πέρυσι μειώθηκε στις 6,5 ώρες το ωράριο των παιδαγωγών στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλα κενά, που δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν. Οπότε «κρατάμε μόνο τους κοιμισμένους».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!