Ο δεύτερος μήνας του έτους, με διάρκεια 28 ημέρες για τα κοινά έτη και 29 ημέρες για τα δίσεκτα. Αρχικά ήταν ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου.
Η προσθήκη μιας επί πλέον ημέρας των δίσεκτων ετών ξεκίνησε το 44 π.Χ. όταν ο Ιούλιος Καίσαρ άλλαξε το ρωμαϊκό ημερολόγιο με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια. Ο Σωσιγένης, βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα της αστρονομίας Ίππαρχου (ο οποίος έναν αιώνα νωρίτερα είχε προσδιορίσει ότι το ηλιακό ή τροπικό έτος έχει διάρκεια ίση με 365,242 ημέρες), θέσπισε ένα ημερολόγιο του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθεταν ακόμη μία ημέρα, μετά την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται ακόμη και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Η παρανόηση του λαού ότι τα δίσεκτα έτη είναι «γρουσούζικα» («κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι» όπως λέει το δημοτικό τραγούδι) ίσως να προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ετυμολογίας και της ορθογραφίας του πρώτου συνθετικού της λέξης «δίσεκτο». Δηλαδή αντί του σωστού «δις» (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται λανθασμένα το αχώριστο προθεματικό μόριο «δυς» που έχει την έννοια της δυστυχίας, «της δυσκολίας, της κακής καταστάσεως ή του απευκταίου αποτελέσματος». Αρχικά, πάντως, ο Φεβρουάριος είχε 29 ημέρες στα κοινά και 30 ημέρες στα δίσεκτα έτη, το 4 π.Χ. όμως ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος που αφαίρεσε μία ημέρα, την οποία πρόσθεσε στο μήνα Αύγουστο που έφερε το όνομά του.
Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό ρήμα februare (εξαγνίζω, καθαίρω), λόγω των τελετών εξαγνισμού και καθαρμού που τελούνταν στη Ρώμη (Februa και Feralia), από τις οποίες προέρχονται οι μεταγενέστερες γιορτές των Απόκρεω και οι εκδηλώσεις του Καρνάβαλου.
Λαογραφία
Παρ’ όλα αυτά ο Φεβρουάριος με τις ανθισμένες αμυγδαλιές είναι επίσης και προπομπός της άνοιξης, όπως μας λέει και η παροιμία: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Και μαζί με την οργιάζουσα φύση έρχονται και οι οργιαστικές τελετουργίες της Αποκριάς. Όπως αναφέρει ο Χριστόφορος Μηλιώνης:
«Κύριο χαρακτηριστικό των εορτών αυτών είναι η μεταμφίεση (μασκαράδες, καρναβάλια), το γλέντι, οι βωμολοχίες και τα σκώμματα, που σκοπό έχουν να ξυπνήσουν τις δυνάμεις της γονιμότητας. Αρχίζουν με το Τριώδιο, κορυφώνονται τις Αποκριές (την Κυριακή της Κρεοφάγου και, κυρίως, της Τυρινής) και τερματίζονται την Καθαρή Δευτέρα, με έξοδο στο ύπαιθρο, με φαγοπότι και “σαρακοστιανά” (λαγάνες, δηλαδή άζυμα, παστά ψάρια, ταραμά, τουρσιά, φρέσκα κρεμμυδάκια και σκόρδα), με χορούς και χαρταετούς».
Η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν με πυροβολισμούς και με ταμπούρλα και γινόταν ιδιαίτερα αισθητή την Τσικνοπέμπτη. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης,
«την Τσικνοπέμπτη, σφάζονται σε πολλά μέρη τα χοιρινά, κυρίως στη νότια Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά. Το Σάββατο όμως της ίδιας εβδομάδας, καθώς και τα δύο επόμενα Σάββατα, της Τυρινής και εκείνο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, των Αγίων Θεοδώρων, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των πεθαμένων. Στα Ψυχοσάββατα αυτά φαίνεται ότι συνεχίζεται αρχαία συνήθεια, αν λάβουμε υπόψη ότι στα Ανθεστήρια, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα την ίδια περίπου εποχή που σήμερα είναι οι Αποκριές, η τρίτη ημέρα, οι Χύτροι, ήταν ημέρα των ψυχών, με προσφορές πανσπερμίας στους νεκρούς και σπονδές από νερό πάνω στους τάφους».
Στα Ψυχοσάββατα οι ψυχές κάθονται επάνω στα δέντρα και τα βλαστάρια του αμπελιού, γι’ αυτό δεν κόβουν ως τότε βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι καθισμένες επάνω σε αυτά και κλάψουν. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Δημητροκάλλη, «τούτο το κάθισμα των ψυχών πάνω στα δέντρα έχει ρίζες προχριστιανικές, κι έχουμε παραστάσεις αρχαίες, κι ακόμα και χριστιανικές, κι ας μην το ‘χει στις διδαχές του ο χριστιανισμός. Αυτό γιατί αυτές οι δοξασίες είναι πανάρχαιες και οικουμενικές, αποκαλούν μάλιστα των φύλλων του δάσους το θρόισμα, ψυχοθρόισμα, μουρμούρισμα των ψυχών».
Τα έθιμα της Αποκριάς έχουν όμως πολλές προεκτάσεις πέρα από τον ανανεωτικό, γονιμικό και θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Όμως αναφέρει ο Λευτέρης Αλεξάκης, «ιδιαίτερα η τελευταία μεγάλη Αποκριά (της Τυρινής) δίνει την ευκαιρία να αναζωογονηθούν και να ενισχυθούν οι οικογενειακοί και γενικότερα οι συγγενικοί δεσμοί, να εκφραστεί ο σεβασμός των νεοτέρων προς τους ηλικιωμένους, ιδιαίτερα των νυφάδων προς τα πεθερικά, να σμίξουν απομακρυσμένοι συγγενείς και να περάσουν ευχάριστα λίγο πριν από τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής».
Αλλά και η επόμενη ημέρα, η Καθαρά Δευτέρα, παρ’ όλα τα νηστίσιμα φαγητά της, δεν είναι παρά «μία προέκταση της αποκριάτικης περιόδου, με κύρια στοιχεία την αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, τη σάτιρα, που σε κανέναν δεν προκαλούν ενόχληση, αλλά, αντίθετα, όλοι τα επιδιώκουν, για το καλό», όπως αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης. Κι έτσι με γέλιο και τραγούδια και το πέταγμα χαρταετών αποχαιρετούσαν την Αποκριά.
Εορτές
Στο αρχαίο Αττικό ημερολόγιο ο Φεβρουάριος αντιστοιχούσε με το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Γαμηλιώνα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Ανθεστηριώνα. Το διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα:
Θεογάμια, προς τιμή του Δία και της Ήρας.
Ανθεστήρια, προς τιμή του Διονύσου. Την πρώτη μέρα της γιορτής ανοίγονταν τα πιθάρια με το νέο οίνο, ο οποίος αναμειγνυόταν με νερό για να προσφερθεί ο πρώτος «κεκραμένος οίνος», το πρώτο «κρασί».
Στο λαϊκό καλεντάρι ο Φεβρουάριος ονομάζεται κυρίως λόγω της μικρότερης διάρκειάς του:
- Μικρός
- Κουτσός
- Κουτσοφλέβαρος
- Γκουζούκης (ατελής)
- Κούντουρος (κολοβός)
- Κλαδευτής, επειδή θεωρείται μήνας κατάλληλος για το κλάδεμα των δέντρων.
- Φλεβάρης, από τη συσχέτισή του με τις «φλέβες», δηλαδή τα υπόγεια νερά, που αναβλύζουν λόγω των πολλών βροχών.
- Φλιάρης (χλιαρός)
Παροιμία: Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!