Ένα από τα ισχυρότερα διαβατήρια διαθέτει η Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύει και την όψιμη ζήτηση για την απόκτηση ακινήτων στη χώρα, καθώς μέσω αυτών και τη σχετική άδεια παραμονής που χορηγείται στο πλαίσιο του προγράμματος «χρυσή βίζα», οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διεκδικήσουν μετά πέντε έτη και το δικαίωμα στη λήψη της ελληνικής υπηκοότητας και συνεπώς και του σχετικού διαβατηρίου.
Στην τελευταία έκδοση της παγκόσμιας λίστας με τα ισχυρότερα διαβατήρια, η Henley Global τοποθετεί την Ελλάδα στην έβδομη θέση της σχετικής κατάταξης, μαζί με τη Μάλτα και την Αυστραλία. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα προσφέρει στον κάτοχο του διαβατηρίου της την ελεύθερη μετάβαση (χωρίς δηλαδή την ανάγκη έκδοσης βίζας) σε 183 χώρες και ενώ η Ιαπωνία, που βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας, προσφέρει πρόσβαση σε 190 χώρες.
Από τις χώρες όπου «τρέχουν» προγράμματα προσέλκυσης ξένων επενδυτών, με αντάλλαγμα τη χορήγηση άδειας παραμονής (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η Μάλτα και η Κύπρος και ιθαγένειας), της Ελλάδας προηγούνται η Ισπανία και η Πορτογαλία, όπου όμως το ελάχιστο ύψος της απαιτούμενης επένδυσης ανέρχεται σε 500.000 ευρώ, έναντι μόλις 250.000 ευρώ στη δική μας περίπτωση.
Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επιχειρηματολογία στελεχών της αγοράς ακινήτων που κάνουν λόγο για ανάγκη περαιτέρω επέκτασης του προγράμματος «χρυσή βίζα», ώστε να χορηγεί όχι μόνο άδεια παραμονής, αλλά και υπηκοότητα, δηλαδή το ελληνικό διαβατήριο, σε όσους επενδυτές το επιθυμούν, ή έστω σε κάποιο ανώτατο αριθμό κατ’ έτος, όπως έπραξε πρόσφατα η Κύπρος, υπό το βάρος των πιέσεων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Υπενθυμίζεται ότι μέχρι το τέλος του 2017 η Κύπρος είχε προσελκύσει πάνω από 4 δισ. ευρώ ξένων επενδύσεων σε διάστημα τριών ετών, μόνο από το πρόγραμμα χορήγησης «χρυσή βίζα», το οποίο είχε δύο σκέλη, αφενός μεν την έκδοση άδειας παραμονής με επένδυση 300.000 ευρώ, ή τη χορήγηση του κυπριακού διαβατηρίου εφόσον ο ενδιαφερόμενος κατέθετε το ποσό των 2 εκατ. ευρώ.
Πρόσφατα τέθηκε πλαφόν έκδοσης 700 διαβατηρίων κατ’ έτος, αριθμός που θεωρείται βέβαιο ότι θα καλύπτεται ούτως ή άλλως, με βάση την υφιστάμενη ζήτηση, κάτι που μεταφράζεται σε έσοδα ύψους 1,4 δισ. ευρώ ετησίως.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όσοι ευαγγελίζονται τη χορήγηση διαβατηρίου στους αγοραστές ακινήτων, συμπληρώνουν ότι τυχόν αντιδράσεις θα μπορούσαν να προληφθούν, εφόσον μια τέτοια κίνηση συνοδευόταν από αυστηρούς ελέγχους τόσο της προέλευσης των χρημάτων a priori, όσο και των ίδιων των προσώπων (π.χ. αν έχουν ποινικό μητρώο, αν εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς κ.τ.λ.), ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα χρησιμοποιείται η χώρα ως πύλη εισόδου «μαύρου» χρήματος.
Πάντως, είναι βέβαιο ότι η πρακτική σύνδεσης της χορήγησης άδειας παραμονής ή υπηκοότητας με την υλοποίηση επενδύσεων δεν πρόκειται να ανακοπεί, το αντίθετο μάλιστα. Ολο και περισσότερες χώρες εκπονούν τέτοια προγράμματα, καθώς η ζήτηση από κατοίκους χωρών εκτός Ε.Ε. ή έστω της Συνθήκης Σένγκεν όλο και μεγαλώνει. Μόνο στη Ρωσία υπολογίζεται ότι την τελευταία διετία έχει αυξηθεί ο αριθμός των επενδυτών, που αποκτούν ακίνητα εκτός Ρωσίας, με στόχο τη λήψη άδειας παραμονής. Σύμφωνα με την ίδια τη Henley & Partners, όλο και περισσότερα φυσικά πρόσωπα επιθυμούν να έχουν και ένα δεύτερο διαβατήριο πέραν της χώρας καταγωγής τους, ώστε να έχουν πολλαπλάσιες επαγγελματικές και οικονομικές ευκαιρίες σε παγκόσμιο επίπεδο, ή ακόμα και την επιλογή ενός διαφορετικού τρόπου ζωής. Αυτό αφορά ακόμα περισσότερο τους «έχοντες», οι οποίοι είναι πλέον πολύ πιο κοσμοπολίτες σε σχέση με παλιότερα, διαθέτοντας περιουσιακά στοιχεία και ακίνητα σε περισσότερες χώρες, ακόμα και πολλαπλές υπηκοότητες.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!