Σε μια Ελλάδα που «βουλιάζει» μετά από οκτώ και πλέον χρόνια μνημονίων, ο διαβρωτικός ρόλος της οικονομικής κρίσης απειλεί όλο και περισσότερο τον πληθυσμό καθώς γηράσκει επικίνδυνα και «αιμορραγεί» τόσο πνευματικά, όσο και εργασιακά.
Αν και σήμερα, 10 Φεβρουαρίου, να τιμάται η Παγκόσμια Ημέρα του Γάμου με την οικογένεια να αποτελεί τον πυλώνα της κοινωνίας, το μέλλον αυτής στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά ευοίωνο προδιαγράφεται.
H έμπνευση της ιδέας για τον εορτασμό του γάμου έχει τις ρίζες της στο Μπατόν Ρουζ της Λουϊζιάνας το 1981, όταν ένα ζευγάρι πρότεινε στο Δήμαρχο, τον Κυβερνήτη και τον τοπικό Επίσκοπο, να κηρύξουν την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ως Ημέρα του Γάμου.
Μια ιδέα που… άρεσε και από το 1983 απέκτησε την αυτοτέλειά της, με αποτέλεσμα να γιορτάζεται τη δεύτερη Κυριακή του Φεβρουαρίου, κυρίως στην Αμερική.
Το 1993 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ ευλόγησε μάλιστα την Παγκόσμια Ημέρα του Γάμου, η οποία παραμένει στην αφάνεια, την ίδια ώρα που η προϋπάρχουσα τάση μείωσης των γεννήσεων στην Ελλάδα επιδεινώθηκε σοβαρά μετά την οικονομική κρίση και την υπαγωγή της χώρας στο μνημονιακό μηχανισμό, καθώς το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων και εισερχόμενης/εξερχόμενης μετανάστευσης οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού.
Δυσοίωνα τα στατιστικά στοιχεία
Τα στατιστικά στοιχεία και οι προοπτικές μελέτες για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από δυσοίωνα έως και αρκετά ανησυχητικά.
«Η Ελλάδα γνωρίζει μία πρωτοφανή δημογραφική κρίση η οποία θα οδηγήσει τον πληθυσμό της στα επόμενα τριάντα χρόνια σε ιστορικά χαμηλά νούμερα, της τάξεως των 6.5 έως 8 εκατομμυρίων Ελλήνων» σύμφωνα με μελέτες της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat.
Η γήρανση του πληθυσμού, οι μειωμένες κρατικές δαπάνες λόγω μνημονίων, το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας, η δυσκολία των γυναικών που ζουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές να λαμβάνουν ολοκληρωμένες μαιευτικές και γυναικολογικές υπηρεσίες και η οικονομική μετανάστευση των νέων (το γνωστό “brain drain”) συγκαταλέγονται μεταξύ των αιτιών που συνέβαλλαν τόσο στην αύξηση της υπογεννητικότητας όσο και στην αντιστροφή του θετικού ισοζυγίου γεννήσεων και θανάτων από το 1960 μέχρι το 2010.
Επιπλέον, μέσω της χρήσης συγκριτικών δεδομένων από 14 χώρες, αναδείχθηκε η θετική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη γεννήσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, υπολογίζοντας ότι κάθε αύξηση του δείκτη γεννήσεων κατά 1% οδηγεί σε κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2.4%, ένα πραγματικά εντυπωσιακό στοιχείο για τη χώρα μας.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι η άμεση σχέση του προβληματικού συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος με την υπογεννητικότητα, καθώς η οικονομικά ενεργή βάση που μειώνεται συνεχώς καλείται να συντηρήσει τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1960-2015 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και των νέων της χώρας μειώθηκε κατά 15% περίπου, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 τετραπλασιάστηκε.
Και κάπως έτσι, τα συστηματικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής μετασχηματίζουν τη σύνθεση της ηλικιακής πυραμίδας.
Η σημαντικότερη, δε, αλλαγή θα είναι ίσως η μεγάλη μετάβαση προς έναν κατά πολύ γηραιότερο πληθυσμό, κάτι που είναι ήδη εμφανές σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος στην Ελλάδα, είναι 1,26 και σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1. Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν μάλιστα τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9) στην Ε.Ε., μετά τη Γερμανία (8,4) και την Πορτογαλία (8,5).
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!