Ύστερα από μία περίοδο τεσσάρων ετών με capital controls, όπως ακριβώς και η Αργεντινή το 2011 – 2015, η Ελλάδα βγαίνει την 1η Σεπτεμβρίου από το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών, μετά την υπερψήφιση της σχετικής τροπολογίας που κατέθεσε χθες στη Βουλή η κυβέρνηση.
Με την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, η ελληνική Οικονομία βγάζει από πάνω της το στίγμα του περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εγκαταλείπει ένα club χωρών, μεταξύ των οποίων η Κύπρος, η Αργεντινή, η Ισλανδία, η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία, η Μαλαισία, ο Ισημερινός και το Μεξικό, οι οποίες βίωσαν επίσης την περιθωριοποίηση από τις διεθνείς αγορές.
Η κατάργηση των capital controls που διήρκεσαν για 50 ολόκληρους μήνες, από τις 28 Ιουνίου του 2015 όταν επιβλήθηκαν, μέχρι τη νομοθετική απόφαση της 26ης Αυγούστου 2019 για την άρση τους, ανοίγει τώρα ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική Οικονομία, με καταλύτη την αλλαγή ψυχολογίας για τους επενδυτές, αλλά και τους καταθέτες.
Σηματοδοτεί την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα και θα συμβάλλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης, στην προσέλκυση επενδύσεων και στη δημιουργία των συνθηκών για την πιστοληπτική αναβάθμιση της ελληνικής Οικονομίας. Πρόκειται για την αρχή ενός δρόμου στον οποίο η ελληνική Οικονομία θα βαδίσει με καλύτερους οιωνούς, αλλά και με σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να κερδηθούν και ευκαιρίες που πρέπει να αξιοποιηθούν από την κυβέρνηση.
Ο μονόδρομος της σταθερής ανάπτυξης που προβάλλει εφεξής ως στόχος και μοναδική επιλογή για τη χώρα, έρχεται ύστερα από μία τετραετούς διάρκειας “παράκαμψη”, την οποία η προηγούμενη κυβέρνηση και προσωπικά ο πρώην πρωθυπουργός, Α. Τσίπρας, θεωρούσε παρένθεση που θα έκλεινε το αργότερο μέχρι το τέλος του 2016.
Τα capital controls επιβλήθηκαν μετά το διάγγελμα Τσίπρα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος αναφορικά με τη συμφωνία με τους εταίρους, το βράδυ της Παρασκευής 26 Ιουνίου 2015. Είχαν προηγηθεί μήνες αβεβαιότητας, με την Ελλάδα να βρίσκεται εκτός προγράμματος προσαρμογής, με τον κίνδυνο του Grexit προ των πυλών και εκροές καταθέσεων 45 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2015.
Προκειμένου να σταματήσει η αιμορραγία των καταθέσεων, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επιβλήθηκαν τα capital controls, το βράδυ της Κυριακής 28 Ιουνίου 2015, με ισχύ από τη Δευτέρα 29 Ιουνίου. Οι τράπεζες έκλεισαν και παρέμειναν κλειστές μέχρι τις 20 Ιουλίου (και το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμεινε κλειστό ως τις 3 Αυγούστου), με τους καταθέτες να αποσύρουν εντός του σαββατοκύριακου 27 – 28 Ιουνίου καταθέσεις 1 δισ. ευρώ και να αδειάζουν από μετρητά το 50% των 5.000 ΑΤΜ της χώρας.
Οι τράπεζες προσέφυγαν για την άντληση ρευστότητας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τον δανεισμό τους από τον Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) να προσεγγίζει στο διάστημα των επομένων μηνών τα 90 δισ. ευρώ.
Τον πρώτο καιρό από την επιβολή των capital controls, το όριο για τις ημερήσιες αναλήψεις μετρητών είχε τεθεί στα 60 ευρώ και πρακτικά στα 50, αφού αυτό το ποσό έδινε η πλειοψηφία των ΑΤΜ. Παράλληλα, δεν επιτρεπόταν καμίας μορφής μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, ενώ οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές έπρεπε να λάβουν την έγκριση της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών της ΤτΕ.
Σταδιακά, μετά τη συμφωνία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα και των Ευρωπαίων εταίρων για τη συνέχεια του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί χαλάρωσαν και επιτράπηκε η σωρευτική ανάληψη 420 ευρώ εβδομαδιαίως, όπως επίσης και η μεταφορά 2.000 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο και ανά ταξίδι στο εξωτερικό. Τον Σεπτέμβριο του 2015 επιτράπηκε η ανάληψη έως και του 10% των κεφαλαίων που θα εισάγονταν στη χώρα από το εξωτερικό, έγινε μερική άρση των capital controls για τις τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια εξωτερικού, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους καταργήθηκαν οι περιορισμοί στις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Στην επόμενη φάση χαλάρωσης των περιορισμών, στις αρχές του 2016, επιτράπηκε η μερική αποπληρωμή δανείων και η πρόωρη εξόφληση δανείου προς τις τράπεζες, εφόσον τα χρήματα προέρχονταν από το εξωτερικό ή η αποπληρωμή γινόταν στο πλαίσιο αγοραπωλησίας του ακινήτου. Επιτράπηκε επίσης το άνοιγμα λογαριασμών για την καταβολή προνοιακών κυρίως επιδομάτων, διπλασιάστηκε το όριο για τη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό χωρίς δικαιολογητικά (από τα 500 στα 1.000 ευρώ), ενώ οι επιχειρήσεις μπορούσαν να στείλουν στο εξωτερικό έως 20.000 ευρώ (από 10.000 ευρώ) την ημέρα ανά πελάτη.
Από τον Ιούλιο του 2016, το όριο των αναλήψεων μετρητών διαμορφώθηκε στα 840 ευρώ ανά δεκαπενθήμερο (από 420 ευρώ την εβδομάδα) και αυξήθηκε στο 30% από 10%, το ποσό που μπορούσε να “σηκώσει” κάποιος από χρήματα με προέλευση από το εξωτερικό. Η πρόωρη εξόφληση κατέστη δυνατή για το σύνολο δανείου, ενώ για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε στις 30.000 από 20.000 ευρώ, το όριο των ημερήσιων συναλλαγών με το εξωτερικό ανά πελάτη.
Τον Αύγουστο του 2017, το όριο αναλήψεων μετρητών αυξήθηκε στα 1.800 ευρώ, το όριο για τη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό χωρίς δικαιολογητικά στα 2.000 από 1.000 ευρώ, ενώ το δικαίωμα ανάληψης από χρήματα προέλευσης εξωτερικού αυξήθηκε στο 50% αυτών.
Η δυνατότητα ανάληψης για το σύνολο των κεφαλαίων με προέλευση από το εξωτερικό επιτράπηκε τον Νοέμβριο του 2017, όπως επίσης και το άνοιγμα λογαριασμών από φυσικά πρόσωπα.
Περαιτέρω αύξηση των αναλήψεων μετρητών επήλθε τον Φεβρουάριο του 2018, με το όριο αναλήψεων να ορίζεται στα 2.800 ευρώ μηνιαίως.
Το όριο αυτό ανέβηκε στα 5.000 ευρώ τον Ιούνιο του 2018, ενώ ανήλθε στα 4.000 από 2.000 ευρώ το όριο για τη μεταφορά ποσών στο εξωτερικό.
Η τελευταία δραστική χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών έγινε την 1η Οκτωβρίου 2018, οπότε καταργήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων στο εσωτερικό και επιτράπηκαν οι αναλήψεις χωρίς περιορισμό ποσού.
Αναφορικά με τις μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό, επιτράπηκε:
– Η μεταφορά κεφαλαίων από λογαριασμούς που τηρούνται σε αλλοδαπή τράπεζα σε λογαριασμό που τηρείται σε τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα.
– Η μεταφορά μετρητών εκτός Ελλάδος για ποσό έως 10.000 ευρώ ( ή ισόποσο σε ξένο νόμισμα), ανά φυσικό πρόσωπο και ανά ταξίδι στο εξωτερικό.
– Η μεταφορά στο εξωτερικό κερδών και μερισμάτων από επενδύσεις στην Ελλάδα, εφόσον τα κεφάλαια για την επένδυση στην Ελλάδα έχουν μεταφερθεί από την αλλοδαπή με έμβασμα σε λογαριασμό του επενδυτή/δικαιούχου που τηρείται σε τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα.
– Η αποδοχή και εκτέλεση εντολών μεταφοράς κεφαλαίων προς το εξωτερικό από τράπεζες μέχρι του ποσού των 4.000 ευρώ, ανά κωδικό πελάτη (Customer ID) και ανά ημερολογιακό δίμηνο.
– Οι συναλλαγές νομικών προσώπων ή επιτηδευματιών προς το εξωτερικό στο πλαίσιο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, μέχρι τις 100.000 ευρώ η καθεμία, ανά ημέρα, ανά πελάτη και κατόπιν προσκόμισης των σχετικών τιμολογίων και λοιπών παραστατικών και δικαιολογητικών.
– Οι συναλλαγές φυσικών προσώπων για σοβαρούς λόγους υγείας ή εξαιρετικούς κοινωνικούς λόγους και αφορούν εκτέλεση πληρωμών προς το εξωτερικό ή ανάληψη μετρητών, επιτράπηκαν με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών στην τράπεζα και με μηνιαίο όριο 2.000 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο.
– Η πίστωση ποσών από το εξωτερικό στον τραπεζικό λογαριασμό του πελάτη επιτράπηκε να μπορούν να μεταφερθούν εκ νέου στο εξωτερικό στο σύνολό τους. Επίσης, επιτράπηκε η ανάληψή τους σε μετρητά.
– Επιτράπηκε επίσης, η μεταφορά κεφαλαίων εκτός Ελλάδος από τραπεζικό ίδρυμα για αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων.
Με το εύρος χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών την 1η Οκτωβρίου 2018, στην πράξη απέμενε μόνο ένας περιορισμός: η αλλαγή θεματοφυλακής τίτλων (στην πράξη η μεταφορά τίτλων στο εξωτερικό).
Σημειώνεται ότι το κόστος των capital controls για την ελληνική Οικονομία πλήρωσαν οι επιχειρήσεις (και δη οι μικρομεσαίες που βίωσαν πολλαπλασιαστικά τα λουκέτα) που είδαν τη ρευστότητά τους να μειώνεται, τις εμπορικές τους συναλλαγές να γίνονται σε μικρότερη κλίμακα, με αυξημένο κόστος, γραφειοκρατία και δυσπιστία από τους εμπορικούς εταίρους.
Απόρροια των capital controls ήταν οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών που πλήρωσαν οι Έλληνες φορολογούμενοι, καθώς και η απαξίωση των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Μοναδική θετική παρενέργεια των κεφαλαιακών περιορισμών ήταν η μεγάλη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με κατακόρυφη αύξηση στη χρήση του “πλαστικού” χρήματος και στην εγκατάσταση POS στις επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι η αξία των συναλλαγών με κάρτες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε από 5% το 2015 σε 12,1% το 2017 (από τα 8,9 δισ. ευρώ στα 21,5 δισ. ευρώ), προσεγγίζοντας το μέσο όρο της Ευρωζώνης (14,8%).
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!