Μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων δημοσιεύει για πρώτη φορά έναν χάρτη σεισμικού κινδύνου για όλη την Ευρώπη, στην οποία συμμετείχε και η Ελβετική Υπηρεσία Σεισμικής Παρατήρησης που εδρεύει στη Ζυρίχη. Σύμφωνα με μελέτες, τον 20ο αιώνα είχαμε πάνω από 200.000 θύματα στην Ευρώπη, ενώ το κόστος των ζημιών που προκάλεσαν οι σεισμοί ξεπέρασε τα 250 δισεκατομμύρια ευρώ. Με αφορμή λοιπόν αυτό, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι απαιτούνται πλέον ολοκληρωμένες αναλύσεις όσον αφορά τον σεισμικό κίνδυνο, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος των επιπτώσεων ενός καταστροφικού σεισμού, αφού μέχρι σήμερα είναι αδύνατον οι σεισμοί να προβλεφθούν με ακρίβεια.
Από το 2013 υπήρχε ένα μοντέλο προσομοίωσης για τον σεισμικό κίνδυνο το οποίο μπορούσε να εκτιμήσει που θα υπήρχε η πιθανότητα να συμβεί ένα μεγάλο σεισμικό γεγονός, ποια θα ήταν η δυναμική του φαινομένου και τι επιπτώσεις θα μπορούσε να είχε τόσο στους ανθρώπους όσο και στο περιβάλλον. Μια διεθνής λοιπόν ομάδα σεισμολόγων, γεωλόγων και μηχανικών δημιούργησε ένα νέο μοντέλο σεισμικού κινδύνου που αφορά πλέον όλη την Ευρώπη και το οποίο επισημαίνει τα προληπτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, ελαχιστοποιώντας σημαντικά τις επιπτώσεις ενός ισχυρού έως καταστροφικού σεισμού στα κτίρια.
Αναβάθμιση του μοντέλου εκτίμησης σεισμικού κινδύνου
Το αναβαθμισμένο μοντέλο αναλύει έναν τεράστιο όγκο δεδομένων σε όλη την Ευρώπη και παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη αποτελεσματικών προληπτικών μέτρων για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών, με θέσπιση οικοδομικών κανονισμών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, προκειμένου να υπάρχουν οι ελάχιστες καταστροφές και τα λιγότερα θύματα από έναν μεγάλο σεισμό, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στα δεδομένα του μοντέλου, για να ενημερώνονται έγκαιρα οι κάτοικοι των περιοχών που ζουν σε χώρες οι οποίες είναι ιδιαίτερα σεισμογενείς.
Το μοντέλο σεισμικού κινδύνου ουσιαστικά βασίζεται σε παλαιότερες σεισμούς, αναλύοντας την γεωλογία του εδάφους και την κίνηση των τεκτονικών πλακών σε όλη την Ευρώπη. Σε σύγκριση λοιπόν με το μοντέλο προσομοίωσης του 2013, το νέο μοντέλο επιτρέπει μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση του σεισμικού κινδύνου σε όλη την Ευρώπη. Με βάση λοιπόν την ανάλυση των δεδομένων, οι χώρες που βρίσκονται σε υψηλό σεισμικό κίνδυνο είναι η Τουρκία, η Ελλάδα, η Αλβανία, η Ιταλία και η Ρουμανία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε χώρες που η εκτίμηση είναι χαμηλού ή μέτριου σεισμικού κινδύνου, δεν μπορεί να συμβεί ένα καταστροφικό σεισμικό γεγονός ανά πάσα στιγμή. Ως εκ τούτου η στατικότητα των κτιρίων είναι το βασικό μέτρο που πρέπει να ληφθεί για την καλύτερη προστασία των κατοίκων.
Τα παλιότερα κτίρια καθορίζουν τις συνέπειες ενός σεισμού
Το ανανεωμένο μοντέλο εκτίμησης σεισμικού κινδύνου περιγράφει τις συνέπειες που έχει ένας μεγάλος σεισμός τόσο στον πληθυσμό μια χώρας ή μίας περιοχής, όσο και στην οικονομία της. Για να προσδιοριστεί λοιπόν αυτός ο κίνδυνος, οι ερευνητές θα πρέπει να έχουν τα δεδομένα του υπεδάφους, την πυκνότητα των κτιρίων σε μια πόλη, τον πληθυσμό καθώς και την στατικότητα των κτιρίων.
Ο σεισμικός κίνδυνος είναι πάντα ιδιαίτερα υψηλός ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα που βρίσκονται πάνω σε ένα μεγάλο ρήγμα και σε περιοχές που η κατασκευή των κτιρίων έγινε πριν από το 1980. Παρότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν νέοι κανόνες στην κατασκευή και την αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων, εντούτοις ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολλά παλιά κτίρια που δεν αντέχουν ένα μεγάλο σεισμικό γεγονός, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να μην προστατεύονται επαρκώς. Ο υψηλότερος λοιπόν σεισμικός κίνδυνος εντοπίζεται σε αστικές περιοχές οι οποίες έχουν και βεβαρυμένο ιστορικό καταστροφικών σεισμών. Αυτές είναι η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη στην Τουρκία, η Κατάνια και η Νάπολη στην Ιταλία, το Βουκουρέστι στην Ρουμανία και η Αθήνα στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, η Τουρκία, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ελλάδα αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 80% των οικονομικών ζημιών από τους σεισμούς, αφού το κόστος αγγίζει τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ κατά μέσο όρο στην Ευρώπη κάθε χρόνο.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!