Δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΣΔΕΛ με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα», την επιστημονική διεύθυνση της οποίας είχε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία και χρηματοδότηση του ΟΣΔΕΛ, στο πλαίσιο του πολιτιστικού και κοινωνικού του προγράμματος, το οποίο αποτελεί μέρος της αποστολής του. Πρωταρχικός στόχος της έρευνας, που διενεργήθηκε από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2022, είναι η καταγραφή και η ερμηνεία του συστήματος των παραγόντων που καθορίζουν την αναγνωστική συμπεριφορά, αλλά και η επικαιροποίηση της γνώσης που διαθέτουμε μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που πραγματοποιείται 12 χρόνια μετά την αντίστοιχη έρευνα του ΕΚΕΒΙ και η οποία αποτυπώνει την κατάσταση, όπως ακριβώς αυτή διαμορφώθηκε μετά την οικονομική και την υγειονομική κρίση που μεσολάβησαν, αλλάζοντας άρδην το εκδοτικό τοπίο. Την ποσοτική έρευνα ανέλαβε ο Στράτος Φαναράς και η Metron Analysis, η οποία είχε πραγματοποιήσει και την έρευνα του ΕΚΕΒΙ το 2010.
Επιπρόσθετα, η έρευνα δεν περιορίστηκε στην καταγραφή των ποσοτικών στοιχείων, αλλά αναζήτησε απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, όπως πώς καταλήγει κάποιος να είναι συστηματικός ή μέτριος αναγνώστης, για ποιους λόγους τελικά κάποιος ή κάποια δεν γίνεται αναγνώστης ή αναγνώστρια.
Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν και τεκμηριώνουν την αιτιώδη σχέση της ανάγνωσης με την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη. Επίσης, η μελέτη συνοδεύεται από συμπεράσματα, προτάσεις και ένα επίμετρο για το μεγάλο ζήτημα που αναδεικνύεται από την έρευνα, το γεγονός ότι οι αναγνωστικές ανισότητες παράγουν κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες.
Βασικά συμπεράσματα της έρευνας
- Ο πληθυσμός τριχοτομείται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και εντατικούς αναγνώστες. Το μέσο πλήθος βιβλίων που έχουν διαβαστεί από τον γενικό πληθυσμό είναι τα 5 βιβλία (διάμεσος: μόλις 2 βιβλία).
- Η έλλειψη χρόνου είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν διαβάζουν βιβλία οι περισσότεροι πολίτες. Για τους μη αναγνώστες είναι η μη ελκυστικότητα του διαβάσματος. Περισσότερος ελεύθερος χρόνος θα χρειαζόταν για να αυξήσουν οι αναγνώστες τις ώρες ανάγνωσης.
- Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% τα βιβλία που διαβάστηκαν ήταν έντυπης μορφής, ebook διάβασαν κυρίως άνδρες νεαρής ηλικίας.
- Η λογοτεχνία βρίσκεται στην πρώτη θέση των αναγνωστικών προτιμήσεων, ακολουθούν η ιστορία και η αστυνομική λογοτεχνία -διαφοροποιήσεις εντοπίζονται ανάλογα με το φύλο των ερωτώμενων.
- Με την ανάγνωση των βιβλίων επιδιώκεται τόσο η πληροφόρηση και η απόλαυση της τέχνης του λόγου όσο και η φυγή από την καθημερινότητα. Κάποιοι αναγνώστες διαβάζουν βιβλία την περίοδο των διακοπών ή των αργιών (ιδιαίτερα οι νέοι) και άλλοι όποτε βρουν την ευκαιρία (ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας).
- Σημαντικός παράγοντας στην αγορά ενός βιβλίου είναι η διάδοσή του από στόμα σε στόμα, χωρίς να παύει η ανάγκη να το πιάσει ο αναγνώστης στα χέρια του πηγαίνοντας στα βιβλιοπωλεία -σημαντικός ο ρόλος του διαδικτύου, ιδιαίτερα για τους νέους αναγνώστες.
- Όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο των ερωτώμενων τόσο αυξάνονται οι τιμές στον δείκτη ανάγνωσης βιβλίων. Ειδικότερα, οι ερωτώμενοι ανώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου έχουν μέση τιμή στον δείκτη 8,1 έναντι 3,5 των ερωτώμενων κατώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
- Όσο υψηλότερου επιπέδου είναι τα επαγγέλματα του πατέρα, της μητέρας, του πατρογονικού και του μητρογονικού παππού των ερωτώμενων τόσο υψηλότερος είναι ο δείκτης ανάγνωσης βιβλίων.
- Όσο αυξάνονται τα βιβλία που υπάρχουν στο νοικοκυριό ή που υπήρχαν στην παιδική βιβλιοθήκη των ερωτώμενων τόσο αυξάνεται και ο δείκτης ανάγνωσης κατά το τελευταίο έτος.
- Αν παραμένουν μέσα στον χρόνο ανισότητες και διαφοροποιήσεις στην αναγνωστική συμπεριφορά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μη ορατές συνθήκες πρόσβασης στην ανάγνωση και η διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης παραμένουν ακόμα άνισα κατανεμημένες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
- Οι προσπάθειες ενίσχυσης της φιλαναγνωσίας, όσο παράλληλα δεν δημιουργούνται εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που θα επέτρεπαν, δίνοντάς της «ένα θεμέλιο και μία σημασία», τη γέννηση και την ενεργοποίηση της ζητούμενης συστηματικής πρακτικής της ανάγνωσης, καταδικάζονται σε συγκυριακή επιτυχία.
- Μόνο αν επιμηκυνθεί η ανάπτυξη της αναγνωστικής ευχέρειας και ικανότητας εντός του πλαισίου της θεσμικής εκπαίδευσης, μπορεί να σπάσει, έστω σε έναν βαθμό, ο φαύλος κύκλος της αναπαραγωγής της πολιτισμικής αποστέρησης ως προς την ανάγνωση, που βιώνουν τα πιο ενδεή κοινωνικά στρώματα.
- Οι επενδύσεις σε προγράμματα ανάπτυξης της αναγνωστικής πρακτικής, καθώς και σε ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα έχει ως αποστολή τη διασφάλιση των αποτελεσμάτων αυτών των προγραμμάτων, μπορούν να αποβούν πολύ πιο αποτελεσματικές, υπό τον όρο ότι θα συνοδευτούν από ανάλογες επενδύσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο θεσμός εκείνος που δύναται να παράγει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χρήστες αυτών των προγραμμάτων και αυτών των υποδομών.
- Η διάδοση της ανάγνωσης δεν θα γίνει ποτέ μια μηχανική απόρροια της προσφοράς της, οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε είδους, καθώς προϋποθέτει μια άσκηση η όποια προϋποθέτει, με τη σειρά της, μια ισχυρή και επίμονη επιθυμία πρακτικής.
Προτάσεις – προοπτικές
- Για να είναι ρεαλιστικές, οι προσπάθειες εκδημοκρατισμού της ανάγνωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο κοινωνιολογικές παρατηρήσεις: α) πως η αναγνωστική ευχέρεια δεν είναι ισάξια κατανεμημένη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, β) πως υπάρχουν κοινωνικές ομάδες των οποίων η κουλτούρα όχι απλώς προσανατολίζεται σε διαφορετικές αξίες από εκείνες που προϋποθέτει και συνεπάγεται η συστηματική αναγνωστική πρακτική, αλλά και απαξιώνει ρητά την ανάγνωση βιβλίων.
- Μια πολιτισμική πολιτική που αγνοεί την πρώτη παρατήρηση, όχι απλώς είναι αναποτελεσματική −καθώς έχει εξαρχής το μειονέκτημα ότι δεν λαμβάνει υπόψη της εκείνους που είτε παρανοούν είτε δεν κατανοούν ό,τι διαβάζουν. Μια πολιτισμική πολιτική που αποσκοπεί στη διάδοση της ανάγνωσης ως δραστηριότητας του ελεύθερου χρόνου ή στη διάχυση της «λόγιας» ή «νόμιμης» κουλτούρας που αγνοεί τη δεύτερη προηγηθείσα παρατήρηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς δεν κατανοεί πως, για να μπορέσει μια κοινωνική ομάδα ή ένα άτομο να υιοθετήσει μια πρακτική, όπως την πρακτική της ανάγνωσης, θα πρέπει η πρακτική αυτή να νοηματοδοτείται από την κουλτούρα της.
- Κάθε πολιτική διάχυσης της ανάγνωσης οφείλει να αντιμετωπίζει και το ζήτημα της σχέσης που διατηρούν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες με τους χώρους ανάγνωσης και τους τρόπους χρήσης του βιβλίου μέσα σε αυτούς.
- Οι υπεύθυνοι αυτών των πολιτικών είναι απαραίτητο, όταν επεξεργάζονται μορφές διάθεσης και τρόπους πρόσβασης στα βιβλία, να γνωρίζουν τη μορφή, το είδος και την ικανότητα των νοητικών σχημάτων κατανόησης του κόσμου που διαθέτουν τα άτομα που δεν διαβάζουν ή διαβάζουν λίγο, δηλαδή, το κοινό που θέλουν να μάθει να μην επιλέγει αναγκαστικά ή τυχαία ένα βιβλίο.
- Μια αποτελεσματική πολιτική διάδοσης της ανάγνωσης δεν μπορεί παρά να έχει μόνο μία αρχή: δεν υπάρχουν ακατάλληλα βιβλία, δεν υπάρχουν άχρηστες και απρόσφορες αναγνώσεις, ακόμα και αυτές του πρώτου επιπέδου.
- Μια αποτελεσματική στρατηγική της ανάγνωσης που στοχεύει να εντάξει με τρόπο μόνιμο και ισχυρό την αναγνωστική πρακτική στη λαϊκή κουλτούρα οφείλει να έχει συνείδηση: α) πως στόχος της δεν πρέπει να αποτελεί η από-πολιτισμικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, όπως, με τρόπο περισσότερο ασύνειδο, προωθούν οι φορείς που διαμορφώνουν τον κόσμο του βιβλίου, αλλά η ένταξη του βιβλίου στην κουλτούρα ως αντικείμενο οικείο και ενεργό, και β) πως η υιοθέτηση μιας τέτοιας στόχευσης και κυρίως η επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής συνδέονται με έναν ριζικό μετασχηματισμό της πολιτισμικής και ιδεολογικής λειτουργίας της ανάγνωσης και του βιβλίου στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών.