Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΑΡΔΑΣ – Λέκτορας του Παν/μίου Μακεδονίας
Είναι γεγονός, ότι, πέραν της ιστορικής σηµαντικότητας αυτών καθ’ εαυτών των γεγονότων της πολεµικής περιόδου 1940-1941, που είχαν για τους Έλληνες, ενυπάρχει ιδιαίτερη σηµασιολογική διάσταση, όχι µόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα χαρακτηριστικά και το νόηµα της περιόδου αυτής, καθώς επίσης και να τεκµηριωθεί, ιστορικά και αντικειµενικά, η θετική συµβολή του ελληνικού αγώνα στην εξέλιξη του Δεύτερου Παγκόσµιου Πολέµου.
Ο ι συνθήκες, που είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918), υπήρξαν, ως ένα βαθμό, οι αιτίες που προκάλεσαν τη νέα παγκόσμια σύρραξη (1939-1945). Μετά την επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία (1922) και την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος σ’ αυτήν, η Ιαπωνία επιτίθεται εναντίον της κινέζικης επαρχίας της Μαντζουρίας και της ίδιας της Κίνας (1931). Είναι γνωστό, ότι το έτος 1933 η Γερμανία του Χίτλερ και η Ιαπωνία εγκαταλείπουν την Κοινωνία των Εθνών και δύο χρόνια αργότερα, έγινε εισβολή των Ιταλών στην Αβησσυνία, ενώ το έτος 1936 η Γερμανία και η Ιταλία βοηθούν το στρατηγό Φράνκο, ο οποίος έδινε μάχη εναντίον της δημοκρατικής ισπανικής κυβέρνησης. Ο Χίτλερ, παρά τη ρητή απαγόρευση της συνθήκης των Βερσαλλιών, κατέλαβε, το έτος 1936, τη Ρηνανία και τον ίδιο χρόνο σχηματίστηκε ο άξονας «Βερολίνου-Ρώμης-Τόκυο». Το επόμενο έτος (1938), ο Χίτλερ ενσωματώνει βίαια την Αυστρία στη Γερμανία και καταλαμβάνει την περιοχή των Σουδιτών.
Τον Απρίλιο του έτους 1939, ο Μπενίτο Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία και την 23 Αυγούστου ο Χίτλερ υπέγραψε δεκάχρονο σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Γερμανίας και της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Λίγο αρχύτερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία, από την οποία απαιτούσε το λιμάνι και το διάδρομο του Ντάντσιχ. Η ενέργεια αυτή υπήρξε η αφορμή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Δύο μέρες μετά, την 3η Σεπτεμβρίου 1939 η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο εναναντίον της Γερμανίας. Από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Αξονας είχε συνεχείς επιτυχίες. Κατέλαβε τα Βαλκάνια (πλην της Ελλάδας), τη Δανία, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Την 22η Ιουνίου 1940, υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και η Γαλλία διαιρέθηκε σε κατεχόμενη και σε μη κατεχόμενη1. Το καλοκαίρι του 1940, η Ιταλία, η οποία είχε εισέλθει στον πόλεμο μετά την κατάρρευση του γαλλικού μετώπου, με συνεχείς προκλήσεις προετοίμαζε το έδαφος για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Έτσι, την 15η Αυγούστου του έτους 1940, ιταλικό υποβρύχιο τορπιλίζει το ελληνικό αντιτορπιλικό Έλλη στο λιμάνι της Τήνου (2).
Ο Ναζισμός του Χίτλερ για πολλά χρόνια, πριν από την κήρυξη του πολέμου, ετοίμαζε κατάλληλα, ψυχολογικά και υλικά, το Γερμανικό λαό, για την ανάγκη της επιβολής πάνω σ’ όλο τον κόσμο της «νέας τάξης πραγμάτων». Η Γερμανία και η Ιταλία, στις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ζητούσαν αποικιακή επέκταση. Το αληθινό όμως όνειρο της Γερμανίας ήταν η επέκταση στην Ανατολή, δηλαδή στην Ουκρανία και τη σημερινή Ρωσία. Είναι γεγονός, ότι η Αγγλία και η Γαλλία ενθάρρυναν το παραπάνω όνειρο των γερμανο-ιταλών, τρέφοντας τη μάταιη ελπίδα πως μ’ αυτό τον τρόπο θα σώσουν τις δικές τους κτήσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η τότε Σοβιετική Ενωση αντιτίθενται, για διαφορετικούς λόγους, στο φασισμό και το ναζισμό. Με το μέρος του ελευθέρου κόσμου βρίσκονται και οι αναπτυσσόμενες, τότε, δημοκρατίες της Ινδίας και της Ανατολής και μερικές από τις βρετανικές κτήσεις (3). Πριν ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν αντικείμενο των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Γερμανίας και της Ιταλίας. Οι αρχηγοί του ιταλικού φασισμού φοβόνταν πως η Γερμανία θα επέβαλε αδιαίρετη κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο, ζημιώνοντας έτσι την Ιταλία, που θεωρούσε τις βαλκανικές χώρες σφαίρα των δικών της συμφερόντων.
Ο Μουσολίνι και οι στενοί συνεργάτες του αποφάσισαν να προλάβουν τα γεγονότα και να καταλάβουν την Ελλάδα. Στην Ελλάδα η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ιωάννη Μεταξά. Οικονομικά το καθεστώς στηριζόταν στην Αγγλία, αλλά ιδεολογικά συγγένευε με τα φασιστικά κράτη —τη Γερμανία και την Ιταλία. Η διπλή φύση της ελληνικής αντίδρασης βρήκε την έκφρασή της στην πολιτική της «ουδετερότητας» που εξυπηρετούσε εξίσου τα συμφέροντα και των οπαδών της πολιτικής του Μονάχου και των επιδρομέων (4).
Η εξέλιξη των γεγονότων και των διαφόρων ιταλικών ενεργειών (κατάληψη Αλβανίας, τορπιλισμός της Έλλης κ.λπ.), μέχρι το τέλος του θέρους του 1940, έπειθαν ολοένα και περισσότερο τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ότι ο πόλεμος βρισκόταν «προ των πυλών». Οι διπλωματικές πληροφορίες ήταν σαφείς και όριζαν μάλιστα και ημερομηνίες. Την 25η Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς έκανε την ακόλουθη αποκαλυπτική δήλωση: «Αι υπάρχουσαι πληροφορίαι είναι, ότι εις μίαν απο τας τρεις ερχομένας ημέρας θα μας επιτεθή η Ιταλία. Απεφασίσαμεν ν’ αντιστώμεν».
Η πρώτη παρατήρηση στο ζήτημα αυτό, που υπήρξε και οδυνηρή διαπίστωση της στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής, είναι ότι το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης από την ξηρά δεν είχε απασχολήσει ως τότε το Γενικό Επιτελείο. Ως ένα βαθμό, η παράλειψη αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, αφού ως τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα πραγματοποίησης παρόμοιας επίθεσης από την Ιταλία. Εκείνο όμως που προκάλεσε δικαιολογημένες επικρίσεις κατά του Γενικού Επιτελείου και φυσικά της κυβέρνησης ήταν η παραμέληση κάθε πολεμικής προετοιμασίας για παρόμοιο ενδεχόμενο, ακόμη και η εκπόνηση ενός πολεμικού σχεδίου, που να καλύπτει τον κίνδυνο αυτό. Ο αρχηγός του Γ.Ε.Σ. αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος θα επιρρίψει, μεταπολεμικά, την ευθύνη για τις παραλείψεις αυτές στην κυβέρνηση, που είχε στρέψει την πολεμική προπαρασκευή της χώρας αποκλειστικά σχεδόν στα βουλγαρικά σύνορα. Την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός Πρεσβευτής Grazzi έδινε το περίεργο εκείνο τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας (5). Η Ιταλία ζητούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση σαν εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελ\άδας και σαν εγγύηση για την ασφάλεια της Ιταλίας το δικαίωμα να καταλάβει με τις ένοπλες δυνάμεις της, για τη διάρκεια της τότε ρήξης με την Αγγλία, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλία ζητεί από την Ελληνική Κυβέρνηση να μην εναντιωθεί στην παραπάνω κατάληψη και να μη παρεμποδίσει την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων, που προορίζονταν να την πραγματοποιήσουν.
Ο Πρωθυπουργός αρχίζει τότε με τον Grazzi μία δραματική συζήτηση. Επιδίωκε να κερδίσει καιρό, να αποσπάσει δηλαδή μια προθεσμία ολίγων -έστω- ωρών, τις οποίες θα χρησιμοποιούσε για να θέσει σε πλήρη συναγερμό τις ένοπλες δυνάμεις; Ή, μήπως έτρεφε και την τελευταία αυτή στιγμή κάποιες έσχατες ελπίδες διευθέτησης του ζητήματος;
Η αοριστία των ιταλικών απαιτήσεων δικαιολογούσε κάπως μια υιοθέτηση τέτοιας πιθανότητας.
Αλλά, καθώς ο Ιταλός πρεσβευτής δεν έδειξε καμία διάθεση να προχωρήσει σε συζητήσεις, ο Ελληνας Πρωθυπουργός κατάλαβε, ότι δεν απέμενε τίποτα να κάνει παρά να αποδεχθεί το αναπόδραστο γεγονός του πολέμου και να επαναλάβει τη φράση που είχε πει στην πρώτη στιγμή, που διάβασε το τελεσίγραφο: «Alors, c’ est la guerre», δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση: «Πολύ καλά, λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Ο Grazzi απαντά στον Πρωθυπουργό: «Ασφαλώς όχι, γιατί πιστεύω, ότι θα παράσχετε τις διευκολύνσεις τις οποίες ζητάει η κυβέρνησή μου». Και τότε ο Ελληνας Πρωθυπουργός δεν δέχεται τη συλλογιστική του Ιταλού πρεσβευτή. Αυτό είναι και το θρυλικό «ΟΧΙ». Απο τη στιγμή εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο. Την 5:30 πρωινή της 28ης Οκτωβρίου του 1940 άρχισε η ιταλική επίθεση στα ελληνο-αλβανικά σύνορα και ο πόλεμος για την Ελλάδα είναι πια ένα γεγονός (6).
Π ολλά ελέχθησαν και γράφθηκαν από τους εγκωμιαστές του Μεταξά, αλλά και από τους επικριτές του. Λένε οι επικριτές του: «σαν αρνιόταν να κάνει πόλεμο, το καθεστώς του θα γκρεμιζόταν την ίδια ώρα. Θα τον ανέτρεπε αμέσως ο βασιλεύς Γεώργιος, ο οποίος ήταν αμετάκλητα αποφασισμένος να προχωρήσει προς την πολεμική αναμέτρηση, είτε γιατί αυτό ήταν και η βαθύτερη επιθυμία της Μεγάλης Βρετανίας, είτε και επειδή γνώριζε ότι ο Μουσολίνι δεν επρόκειτο να του φεισθεί, αλλά θα τον ανέτρεπε από το θρόνο.
Φυσικά και ο Μεταξάς από τον ίδιο φόβο θα έπρεπε να κατέχεται. Ο Ντούτσε δεν θα τον άφηνε στην εξουσία. Θα επέβαλλε μια άλλη κυβέρνηση, της αρεσκείας του. Οπωσδήποτε η απόφαση, που είχε λάβει ο τότε Πρωθυπουργός και την οποία ενέκριναν ο Βασιλεύς και το Υπουργικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα της πατριωτικής πνοής, που θα πρέπει να την υπαγόρευσε, υπήρξε μια απόφάση αφάνταστα παράτολμη, αφού ήταν δεδομένη η συντριπτική υπεροχή της Ιταλίας.
Αν μπορούσαμε, με τη φαντασία μας, να ξαναγυρίσουμε στο τρομερό πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, θα βλέπαμε, ότι το έθνος και η ηγεσία του έκαναν ένα πήδημα στο κενό, όπου η καταστροφή ήταν, μοιραία, σχεδόν προκαθορισμένη.
Είναι άλλο ζήτημα αν και με την αποδοχή του ιταλικού τελεσιγράφου, θα έφθανε η Ελλάδα και πάλι, από διαφορετικό δρόμο, σε αντίστοιχες συμφορές -αυτές που έζησε η χώρα από την τριπλή κατοχή: Ιταλική-Γερμανική-Βουλγαρική. Και μεταξύ των δύο δεινών, δικαίως επροτίμησε η τότε ηγεσία τον έσχατο κίνδυνο της πολεμικής αναμέτρησης με την Ιταλική «αυτοκρατορία», που οπωσδήποτε έσωζε και την τιμή του Έθνους.
Πώς δέχθηκε ο Ελληνικός λαός το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου; Ή μάλλον πώς εκφράσθηκε και πώς υλοποιήθηκε το ΟΧΙ στις ψυχές του Ελληνικού λαού; Το αντιϊταλικό μένος των Ελλήνων ήταν δεδομένο. Βαθύς πατριωτικός παλμός δονούσε τα πλήθη των Ελλήνων. Και αυτοί ακόμη, που δήλωναν τις τρεις πρώτες μέρες του πολέμου, όχι η «Ελλάς δεν πολεμά δια την νίκην. Πολεμά δια την δόξαν και δια την τιμήν της» ή ότι «θα ρίχνονταν μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων», ξαφνιάστηκαν από τα νικηφόρα αποτελέσματα του αμυντικού πολέμου στην αρχή, του επιθετικού κατόπιν, που έκαναν οι έλληνες στρατιώτες, ενθαρρυνόμενοι και από την αντίστοιχη μαχητική ορμή μόνιμων αξιωματικών και όλων σχεδόν των εφέδρων.
O ελληνικός πληθυσμός ομόψυχος συμμετείχε στον παλλαϊκό συναγερμό.
’Οταν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ακούσθηκαν οι σειρήνες του πολέμου, οι έλληνες δεν έδειξαν κανένα σημείο αγωνίας, ούτε ηττοπάθειας. Συνέβη μάλιστα το αντίθετο. Όταν άρχισαν οι έλληνες να ξεχύνονται στους δρόμους, αμέσως από την πρώτη ώρα παρουσιάσθηκαν εκδηλώσεις, που φανέρωναν, ότι ο λαός ήταν κιόλας αποφασισμένος να πολεμήσει χωρίς να αναλογισθεί το μέγεθος του κινδύνου, ούτε τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου.
Η επιστράτευση και η πολεμική «έγερση» της 28ης Οκτωβρίου 1940, ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο, σε παλλαϊκό ενθουσιασμό. Και φυσικά, τα κύματα του ενθουσιασμού αυτού έσβησαν αυτομάτως και κάθε εχθρότητα κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι, στρατευμένοι ή πολίτες, που θυμόνταν, ότι αυτοί που τους καλούσαν να πολεμήσουν το φασίστα επιδρομέα, ήσαν οι ίδιοι, που είχαν επιβάλει στη χώρα το δικό τους αυταρχικό καθεστώς.
Σ το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού δεν υπήρχε καμία διάκριση σε φασίστες-δεξιούς-κεντρώους-σοσιαλιστές-κομμουνιστές. Τα πολιτικά πάθη εκτονώθηκαν δια μιας, προ του κινδύνου που απειλούσε την πατρίδα. Ο πόλεμος του 1940-1941 αποτέλεσε το θρίαμβο της πατριωτικής και της αντιφασιστικής πίστης του ελληνικού λαού. Χωρίς επαρκή εφοδιασμό, χωρίς σύγχρονο πολεμικό υλικό, με μια κυβέρνηση ιδεολογικά ομοούσια των ναζί και των φασιστών, οι έλληνες πολίτες κινητοποιήθηκαν με θαυμαστούς ρυθμούς τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και πραγμάτωσαν αυτό που αποκλήθηκε θαύμα της Αλβανίας, την απόκρουση δηλαδή του επιδρομέα και κατόπιν την καταδίωξή του μέσα στο εχθρικό έδαφος.
Αυτό ήταν ακριβώς το χειροπιαστό και ουσιαστικό ΟΧΙ του λαού. Εκείνο το ΟΧΙ, που γράφθηκε και σφραγίστηκε με αίμα, με πείνες, με ορφάνιες, με βασανισμούς, με κομμένα πόδια και χέρια (7).
Π οια ήταν τα χαρακτηριστικά του αγώνα του 1940-1941. Κατ΄ αρχήν η καθολικότητα της συμμετοχής στην αντιφασιστική μάχη όλου του ελληνικού πληθυσμού, αδιάκριτα από κοινωνικές ή πολιτικές τοποθετήσεις. Μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας οι πολιτικοί κρατούμενοι σε διάφορα στρατόπεδα πειθαρχημένης διαβίωσης των νησιών του Αιγαίου έσπευσαν με κοινά υπομνήματά τους, να δηλώσουν ότι, λησμονώντας τις πολιτικές τους διαφορές, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα εθελοντικά και να πολεμήσουν τον επιδρομέα.
Το έθνος έδωσε τη μάχη ενωμένο και στα πρόσω και στα μετόπισθεν και οι οπλίτες και ο άμαχος πληθυσμός. Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι, επαναλήφθηκε το φαινόμενο των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913. Έδωσε το έθνος τη μάχη «υπέρ βωμών και εστιών». Και από την άποψη αυτή οι έξοχες εκείνες σελίδες της νεότερης ιστορίας θυμίζουν τα Μηδικά. Γιατί και τότε οι Ελληνες στο Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές αμύνονταν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους.
Τέλος, τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι, στον πόλεμο του 1940-1941 μαχόταν η νέα Ελλάδα που δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Αυτό το τελευταίο αποδείκνυε την πλήρη αφομοίωση των προσφύγων με τους γηγενείς, αλλά και τη θαυμαστή συνέχεια και ενότητα της ελληνικής φυλής.
Ποια όμως είναι η βαθύτερη σημασία και ποιος ο αντίκτυπος που είχε ο πόλεμος του 1940-1941 στον υπόλοιπο κόσμο; Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, που εκφράσθηκε με το θανάσιμο αγώνα μιας μικρής και φτωχής χώρας και ενός λαού, που πολεμούσε για την τιμή και την αξιοπρέπειά του, φώτισε τον κόσμο. Με δέος έβλεπαν και παραδειγματίζονταν όλοι οι κάτοικοι της γης, από τον αγώνα των Ελλήνων για τις βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου και για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που απειλούνταν σε ένα κόσμο, που φαινόταν να υπερισχύουν η ωμή και απροκάλυπτη βία, η αυθαιρεσία, ο καιροσκοπισμός, η υστεροβουλία και η απεμπόληση όλων εκείνων των δικαιωμάτων, που για την ε- ξασφάλισή τους ο κόσμος είχε πληρώσει ακριβό τίμημα για πολλές γενεές.
Το ελληνικό παράδειγμα έδινε θάρρος στoυς χειμαζόμενους λαούς, που είχαν χάσει την ελευθερία τους, καθώς και σε εκείνους που πολεμούσαν να την κρατήσουν (8).
Ο πόλεμoςτoυ 1940-1941 έχει και ευρύτερη ιστορική σημασία. Επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του. Ποιές ήταν όμως οι συγκεκριμένες πρακτικές και άμεσες συνέπειες του πολέμου αυτού; Η στάση της Ελλάδας και οι πρώτες επιτυχίες της μετέβαλαν την ατμόσφαιρα του πολέμου και είχαν επίδραση ανυπολόγιστης αξίας στο ηθικό των λαθών. Η διάψευση του θρύλου για το αήττητο του Άξονα και η μεταβολή έτσι στις εκτιμήσεις με την εξέλιξη του πολέμου είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στο διπλωματικό πεδίο.
Κράτη, που θεωρούνταν βέβαιο, ότι θα μετείχαν στον πόλεμο υπέρ του Αξονα, άρχισαν να εμφανίζουν διστακτικότητα για τη συμμετοχή τους ή και να προβάλλουν άρνηση (π.χ. Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία). Η παράταση του πολέμου μέχρι την άνοιξη του 1941 και η εμπλοκή στον πόλεμο της Γερμανίας (6-4-1941), που είχαv, σαν άμεσο αποτέλεσμα τη δέσμευση ισχυρότατων Ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων, που διαφορετικά θα ήταν δυνατόν να είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, έδωσε τη δυνατότητα στους Βρετανούς να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Αφρική και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, με επιπτώσεις σπουδαιότατες στην εξέλιξη του όλου πολέμου.
Η εμπλοκή της Γερμανίας, ειδικότερα, στον πόλεμο και οι ευρύτερες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, που υποχρεώθηκε να διενεργήσει, ήταν η κυριότερη αιτία για την αναβολή της έναρξης της επίθεσης εναντίον της τότε Σοβιετικής Ενωσης κατά πέντε έως έξι εβδομάδες. Οι συνέπειες της αναβολής αυτής υπήρξαν κρισιμότατες για τους Γερµανούς, καθώς επήλθε ο βαρύτατος ρωσικός χειµώνας, πριν προφθάσουν να επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσµατα. Εκτοτε ο χρόνος εργαζόταν σε βάρος τους, έως την τελική ήττα.
Ιδιαίτερα εδώ πρέπει να εξάρουµε τη µεγάλη σηµασία, που είχε η µάχη της Κρήτης στην προαναφερθείσα καθυστέρηση της Γερµανικής επίθεσης κατά της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Η Κρήτη και η υπόλοιπη Ελλάδα κατάφεραν το πρώτο πλήγµα κατά του Αξονα, όταν οι Ναζιστικές δυνάµεις κατέκλυζαν την Ευρώπη και ο Αγκυλωτός Σταυρός -ανευλαβής αντιγραφή συµβόλου του Μινωικού Πολιτισµού- κατακάλυπτε τα Ευρωπαϊκά Κράτη.
Συµπερασµατικά, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί, ότι χωρίς την ελληνική εποποιία του 1940-1941, ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος θα είχε άλλη τροπή και οπωσδήποτε δεν θα τελείωνε πριν απο την 10η Αυγούστου του 1945 (9).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Wells H.G. Παγκόσµιος Ιστορία, Τόµος Β’, Αθήναι, Εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι – Γ. Ντουντούµης, σελ. 736-746
2. Βακαλόπουλος Α.Ε., Νέα ελληνική ιστορία (1204-1975), Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 389.
3. Νεχρού Παντίτ Γιαβ., Παγκόσµιος Ιστορία, Τ. Β’, Αθήναι, Εκδόσεις «Ο σηµερινός κόσµος», σελ. 1092-1108.
4. Καρτιέ R., Ιστορία του Δεύτερου Παγκόσµιου Πολέµου, Τ. 2, Αθήναι, Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ, 1966, σελ. 171-179.
5. Βουρνάς Τ., Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Τ. Β’, Αθήνα, Εκδόσεις Αφοί Τολίδη, 1977, σελ. 504-515.
6. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΕ’ Αθήνα 1978, σελ. 414-416.
7. Ρούσσος Γ., Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. Έβδοµος, Αθήναι, 1975, σελ. 228-243.
8. Ο. π. 5, σελ. 454-457
9. Μαρκεζίνης Σ.Β., Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος Τ. 12, Αθήναι, Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ, σελ. 187-190.