Στις 25 Μαρτίου 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά επισήμως, με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821.
Ο Παναγιώτης Σούτσος ήταν ο πρώτος που πρότεινε το 1834 την καθιέρωση εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου, αναφέροντας ότι ήταν η μέρα γενίκευσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας, σε υπόμνημα το οποίο ο Ιωάννης Κωλέττης υπέβαλε στον Όθωνα ως πρόταση σχεδίου νόμου.
Το έγγραφο του Κωλέττη, τότε Υπ. Εσωτερικών, έχει ημερομηνία 22 Ιαν./2 Φεβρ. 1835 και προτείνει στον Βασιλέα τη θέσπιση εορτασμών με πανελλήνιους αγώνες παρόμοιους με αυτούς της αρχαίας Ελλάδας. Η εισήγησή του είναι σε γαλλική γλώσσα με γερμανική περίληψη.
Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική εορτή της χώρας μας στις 15 Μαρτίου 1838, με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, που εκτελούσε παράλληλα και τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού εκείνη την περίοδο. Η πρόταση του Γραμματέα της Επικρατείας (Υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Παιδείας, Γεωργίου Γλαράκη (ηγετικού στελέχους του κόμματος των Ναπαίων ή Ρωσικού Κόμματος), έγινε αμέσως δεκτή από τον Όθωνα.
Στο βασιλικό διάταγμα αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«…Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου είναι λαμπρά και καθ’ αυτήν εις πάντα Έλληνα δια την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του περί της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν εθνικής εορτής».
Ο πρώτος εορτασμός της εθνικής επετείου έγινε λίγες ημέρες αργότερα, σύμφωνα με το πρόγραμμα που κυκλοφόρησε στις 18 Μαρτίου. Οι 21 κανονιοβολισμοί το σούρουπο της παραμονής ήταν το προανάκρουσμα. Με την ανατολή του ήλιου ρίφθηκαν εκ νέου 21 κανονιοβολισμοί, ενώ μία μπάντα, που γυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας, υπενθύμιζε στους κατοίκους της πρωτεύουσας τη μεγάλη ημέρα.
Στις 8 το πρωί, στρατιωτικά τμήματα παρατάχθηκαν στους δρόμους μεταξύ των Ανακτόρων (σημερινό κτίριο της Βουλής) και της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης (επί της οδού Αιόλου), όπου θα τελούνταν η επίσημη δοξολογία.
Όλοι ξεκίνησαν για τη δοξολογία κάτοικοι της πόλης και χιλιάδες χωρικών, με κατάλευκες φουστανέλες, ασημένιες φέρμελες και σελάχια με καλογυαλισμένες πιστόλες. Κρατούσαν μικρές σημαίες και κλωνάρια δάφνης και τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια.
Μία ώρα αργότερα, ο Όθωνας και η Αμαλία, ντυμένοι με παραδοσιακές ενδυμασίες, έφθασαν με άμαξα στον καθεδρικό ναό της Αθήνας, επευφημούμενοι από το πλήθος, που είχε συρρεύσει από κάθε γωνιά της Αττικής. Στη δοξολογία παρέστησαν οι αρχές της πόλης, εκπρόσωποι των συντεχνιών και μέλη του διπλωματικού σώματος. Το τέλος της δοξολογίας σήμαναν 21 κανονιοβολισμοί και οι βασιλείς υπό τις συνεχείς επευφημίες του πλήθους πήραν το δρόμο της επιστροφής για το παλάτι.
Το ραντεβού του κόσμου δόθηκε στην Πλατεία του Παλατιού (σήμερα η ευρύτερη περιοχή της πλατείας Συντάγματος), όπου ο Δήμος Αθηναίων είχε στήσει ένα τρόπαιο και γύρω του στήθηκε ένα τρικούβερτο γλέντι μέχρι πρωίας, όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Παντού ακούγονταν πολεμικά άσματα και θούρια, ενώ από τον Πειραιά χαιρετούσαν τα βασιλικά πλοία ρίχνοντας τους δικούς τους κανονιοβολισμούς.
Μέσα στη χαρά και τον ενθουσιασμό ένα «σπαρτιάτικο» επεισόδιο συγκίνησε τον κόσμο. Ενώ τα παλικάρια χόρευαν χειροπιαστά, μια γυναίκα ηλικιωμένη, η Δέσποινα Λέκκα, η «Λέκκαινα» όπως την αποκαλούσαν, με κάτασπρα μαλλιά θέλησε να σύρει πρώτη το χορό, έσπασε τον κύκλο και φώναξε στους χορευτές:
«Σταματήσατε, παιδιά μου, εις εμέ ανήκει ν’ αρχίσω τον χορό, διότι εις αυτό το έδαφος πρόσφερα δύο ανδρείους αδελφούς και τον μοναχόν υιό μου».
Της επετράπη να σύρει το χορό, παρότι γυναίκα, «και με δάκρυα στα όμματα συνεχόρευε και συναγάλλετο με τους Έλληνας» (προφανώς ήταν Αρβανίτισσα). Το συμβάν αυτό έδειχνε τη χαρά των Ελλήνων που πανηγύριζαν την ελευθερία τους και την αυταπάρνηση με την οποία θυσιάστηκαν στο βωμό της πατρίδας.
Η εικόνα αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στην παραβρισκόμενη γερμανίδα Γιούλια φον Νόρντενπφλιχτ (κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας), η οποία δεν δίστασε να την παρομοιάσει με αρχαία Σπαρτιάτισσα.
Όλη την ημέρα η Αθήνα ήταν ένα πανηγύρι, σύμφωνα με τον Τύπο. Το βράδυ φωταγωγήθηκαν με φανούς η Ακρόπολη, τα δημόσια κτήρια, αλλά και πολλά σπίτια. Μεγάλη εντύπωση στους Αθηναίους έκανε ο σχηματισμός ενός μεγάλου φωτεινού σταυρού σε μια πλευρά του Λυκαβηττού.
Ο ενθουσιασμός συνεπήρε ακόμη και το βασιλικό ζεύγος που βγήκε να περπατήσει στους δρόμους της πόλης. Εκεί με έκπληξη είδαν ότι οι κάτοικοι είχαν φροντίσει να φωτίσουν όλα τα σοκάκια και τα σπίτια με λαδοφάναρα.
Έτσι έκλεισε ο πρώτος επίσημος εορτασμός της 25ης Μαρτίου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!