Α. Θρηνητικό συναξάρι
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Του Φώτη Κόντογλου
Eτούτος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ήταν ένας άνθρωπος βασανισμένος και πικραμένος, μέχρι που εσκοτώθη και δεν ευρέθη το μνήμα του.
Ήλθεν εις τον κόσμον εις καιρόν φουρτουνιασμένον, δια να γίνει βασιλιάς απάνω εις ένα έθνος κατακουρασμένο, πτωχό, κτυπημένο από Ανατολή και Δύση. Και εσήκωσε, επάνω του τα κρίματα του λαού του.
Τριμμένη και παλιά ήταν η χλαμύδα του η βασιλική, ταπεινωμένο το σκήπτρον του, θλιμμένο το πρόσωπό του. Ο πλέον ηγαπημένος του λαού, φρόνιμος, ανδρείος, θαρραλέος μετά ταπεινώσεως, πράος, ευσεβέστατος, με θεοσέβειαν και με υπομονήν, επερνούσεν την ζωήν του με στενοχώριες και πολέμους. Ωσάν καλόγερος ήταν, ωσάν ασκητής ενήστευε. Τη νύχτα εγονάτιζε και επαρακαλούσεν τον Χριστόν να τον βοηθήσει.
Εκάθισε εις τον αρχαίον θρόνον των Ρωμαίων 1125 χρόνια ύστερα από τον πρώτο βασιλέα της Χριστιανοσύνης, τον συνονόματόν του Κωνσταντίνον.
Το βασίλειόν του ήταν πτωχόν και το έζωναν από παντού σκληρές περιστάσεις. Όλα τα εθυσίαζεν δια την ηγαπημένην Πόλιν. Δι’ αυτόν η Κωνσταντινούπολη δεν ήτο μοναχά η δοξασμένη πόλις, όπου εβασίλευσε χιλίους χρόνους επάνω εις την οικουμένη, αλλά και η σεβασμία κιβωτός της Χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας όπου εφύλαξε μέσα εις τα μυστικά αμπάρια της τα δόγματα και κάθε λογής αγιασμένη τέχνη και σοφία.
Και αφού τα έδωσε όλα γι’ αυτήν, τελευταίον πλέον έδωσε και την ζωήν του, 29 Μαΐου 1453, το πρωί βγαίνοντας ο ήλιος, συμπληρώνοντας μόλις χρόνους τεσσαράκοντα εννέα…
Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθήτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάιος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο Μάιος.
Εμαράνθη το άνθος της καρδιάς μας. Μεγάλη εβδομάδα εγίνηκεν όλη η ζωή μας. Τα σπίτια μας ωσάν ερημοκκλήσια, τα παλληκάρια μας είναι καταπικραμένα… Εχάσαμεν το στήριγμά μας, την κολόναν της Αγια-Σοφιάς, τον πατέρα μας και τον αδελφόν μας, τον κλειδοκράτορα της καρδιάς μας.
Αυτό το στόμα ποτέ δεν επρόσταξεν, αλλά ολοένα επαρακαλούσεν και τα μάτια του ετρέχανε ωσάν βρύσες: «Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής. Οφείλομεν να προτιμήσωμεν τον θάνατον μάλλον, πρώτον υπέρ της πίστεως, δεύτερον υπέρ της πατρίδος».
Ποιός έχει μαρμαρένιαν καρδιάν δια να μη κλαύση; Όπου πας κι όπου σταθείς βλέπεις παλαιά θεμέλια, μνημούρια και κόκκαλα. Εις τα γκρεμισμένα κάστρα κείτονται ακόμα ένα σωρό βαριά κανόνια. Αίμα και δάκρυα τρέφουνε τα χορτάρια της γης κι ένας βουβός θρήνος ανεβαίνει από τα αμέτρητα κιβούρια. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκεται και το κιβούρι του Κωνσταντίνου, ένας λάκκος χορταριασμένος ταπεινός ωσάν κι εκείνον. Ποιός άλλος άνθρωπος εθρηνήθηκε και εμοιρολογήθηκε πεντακόσια χρόνια και θα μοιρολογιέται εις τον αιώνα;
Στήσε το αυτί σου και θα ακούσεις τα βουνά, τη θάλασσα, τα πουλιά, τους ανθρώπους, τα δένδρα, από την Μαύρη θάλασσα έως την Αττάλειαν και από το Μπαλκάνι έως την Κύπρο να λέγουν τούτο το πικρό τραγούδι:
«Ω βασιλεύ παμφρόνιμε… τέτοια ημέρα μελανή να μη είχεν ανατείλει!».
Β. «Ήσουν και συ εκεί, γιαγιά;»
Της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου
Πώς να γράψη ο,τιδήποτε κανείς τέτοια ημέρα και να μη θυμηθή; Τρίτη ήταν όταν μετά από 58 ημέρες πολιορκίας από τους Τούρκους, εάλω η Πόλις.
Η Κωνσταντινούπολις δεν ήταν μόνο η πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που κατέρρεε, αλλά και η πύλη για την είσοδο των Τούρκων στην Ευρώπη.
Την ιστορία της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως άκουσα για πρώτη φορά από τη γιαγιά μου. Η άφήγησή της δεν είχε μεγάλη σχέση με την επιστημονική ακρίβεια του Ιστορικού γεγονότος. Στο σενάριο της γιαγιάς όμως περνούσαν, σαν να είχαν γίνει μόλις χθες, οι εικόνες από τα τείχη, από το λαό που προσευχόταν στην Αγιά Σοφιά, από τον αυτοκράτορα που μαχόταν απεγνωσμένα για να σταματήση τον καταχτητή, από τους νεκρούς και τους τραυματίες, από τον τρόμο που σκόρπιζαν τα βλήματα της μπομπάρδας των Τούρκων, από το μακελλειό που επακολούθησε, όταν η Πόλη υπέκυψε στον εχθρό.
Όλη αυτή την περιγραφή η γιαγιά συμπλήρωνε με μύθους. Ανέφερε το μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, που μιά ημέρα θα αναστηθή για να εισέλθη θριαμβευτής στην Πόλη ή της γριάς που τηγάνιζε τα ψάρια, που μόλις μπήκαν οι Τούρκοι πήδηξαν από το τηγάνι και έπεσαν στη λίμνη και έτσι εξηγείται γιατί τα χρυσόψαρα είναι κόκκινα από το ένα μέρος, το τηγανισμένο και άσπρα από το άλλο, το ατηγάνιστο!
Η γιαγιά μου πίστευε εξ ίσου στην αλήθεια των μύθων όπως και στο ιστορικό γεγονός. Η αφήγησή της ήταν τόσο πειστική και ζωντανή, ώστε την είχα ρωτήσει:
– Ήσουν και συ εκεί, γιαγιά;
Ας μη σπεύση κανείς να συμπεράνη ότι ήμουν παιδί με νοητική υστέρηση για να κάνω παρόμοιες ερωτήσεις.
Απλώς, όταν άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία της Αλώσεως, δεν είχα ακόμη συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας μου. Έκτοτε βέβαια… συμπλήρωσα τις γνώσεις μου για το ιστορικό γεγονός, ωστόσο οι εικόνες που παραμένουν ίδιες στη φαντασία μου, είναι εκείνες που μου είχε δημιουργήσει η αφήγηση της γιαγιάς, η οποία δεν τις είχε διαβάσει σε κανένα βιβλίο. Απλώς τις επαναλάμβανε ακριβώς όπως της είχε επαναλάβει και η δική της γιαγιά, που τις είχε ακούσει από άλλη πρόγονο. Και έτσι φθάνουμε στην πηγή από όπου ξεκίνησε η ιστορία, δηλαδή από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα της Αλώσεως, από κάποιο πρόσωπο το οποίο την είχε ζήσει, επειδή ήταν και αυτό εκεί. Άσχετα με το τι γράφουν τα βιβλία η ιστορία της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μεταδίδεται και από στόμα σε στόμα και συγκινεί κάθε Ελληνική ψυχή.
Έχω ακούσει πολλούς «Έλληνες να λένε, ότι δεν θέλουν να επισκεφθούν ποτέ την Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν θα αντέξουν να βλέπουν ότι ανήκει στους Τούρκους η Βασιλεύουσα. Μιλούν σαν η Άλωση να έγινε, μόλις χθες και ας έχουν περάσει 563 χρόνια από τότε! Δεν μπορούμε «ακόμη να το χωνέψουμε! Αλλά και όποιος Έλληνας επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη, νοιώθει σφίξιμο στην καρδιά του καθώς αντικρύζει τα τείχη της Πόλεως, τις βυζαντινές Εκκλησίες με πρώτη την Αγία Σοφία και όλα τα άλλα μνημεία του βυζαντινού πολιτισμού και μεγαλείου.
Νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο εκείνη την αποφράδα ημέρα της Τρίτης 29ης Μαΐου του 1453 είμαστε όλοι οι Έλληνες εκεί, ζήσαμε την Άλωση, πονέσαμε, δακρύσαμε και εξακολουθούμε να πονάμε και να δακρύζουμε τέτοια ημέρα…