Το φατριαστικό πνεύμα δεν έλειψε μετά την απελευθέρωση, ιδίως την περίοδο της Βαυαροκρατίας, όταν κάποιοι Μεγάλοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης ή κατάντησαν «διακονιαρέοι», όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, ή σύρθηκαν στις φυλακές, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Μακρυγιάννης, οι Δεληγιανναίοι, οι Νοταραίοι, ο Σισίνης κ.ά.
Είχαν ωστόσο προηγηθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα η καταδίκη του Καραϊσκάκη ως «εχτρού του λαού» και η άγρια δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη.
Συνταραχτικό είναι και το τέλος του ατρόμητου, του γενναίου ήρωα της Κλείσοβας και της Άμπλιανης Κίτσου Τζαβέλα.
Να θυμηθούμε λοιπόν εν συντομία μερικούς απ’ τους πολλούς αδικημένους ήρωες της Εθνικής Παλιγγενεσίας, με λίγα λόγια για τη δράση, την αδικία και την απαξίωση που υπέστη ο καθένας.
Ας είναι αυτό το ΑΦΙΕΡΩΜΑ μια ταπεινή θύμηση ΜΝΗΜΗΣ και ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ σε όλους τους αδικημένους ΗΡΩΕΣ, που, ενώ τους έπρεπε αμάραντο ΣΤΕΦΑΝΙ ΔΑΦΝΗΣ, εμείς τους «φορέσαμε» αγκάθινο.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Εις θάνατον επί εσχάτη προδοσία
Στα απομνημονεύματά του, που τα υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη και φέρουν τον τίτλο “Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836”, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει ένα περιστατικό που με έμμεσο τρόπο εκφράζει το πνεύμα της Επανάστασης του 1821:
«Οταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί».
Ο Κολοκοτρώνης έδωσε διαταγή να κόψουν τον πλάτανο.
Η Τριπολιτσά αλώθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 και οι εξαγριωμένοι νικητές σφάγιασαν 30.000 άμαχους Τούρκους και Εβραίους. Ηταν η πρώτη χρονιά του Αγώνα και στην Πελοπόννησο οι Έλληνες σημείωναν μόνο νίκες. Είχε προηγηθεί η νίκη στο Βαλτέτσι στις 14 Μαΐου και η συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, περίπου δύο μήνες αργότερα.
Ο Κολοκοτρώνης είχε συμπληρώσει τα 51 του χρόνια, αρκετά για να τον χαρακτηρίσουν «γέρο» με τα δεδομένα της εποχής. Αλλά η μεγάλη αυτή μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, δώδεκα χρόνια αργότερα, θα φυλακιζόταν στη χώρα για την απελευθέρωση της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του.
Το 1833, όταν ήταν 63 ετών, έχοντας έλθει σε σύγκρουση με το καθεστώς της Αντιβασιλείας —και μολονότι ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Όθωνα—, θα τον συνελάμβαναν, θα τον φυλάκιζαν στις φυλακές του Ναυπλίου για δεύτερη φορά και θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία.
Δύο χρόνια αργότερα ο Όθωνας, μόλις ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τα ηνία του κράτους, τον απελευθέρωσε και τον έκανε στρατηγό.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα είχε συμβεί αν η Αντιβασιλεία τολμούσε να εκτελέσει την ποινή…
Γιάννης Μακρυγιάννης: Ο Στρατηγός στο εδώλιο
Όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης ανακάλυπτε και έπειτα από επίπονη προσπάθεια κατάφερνε να αποκρυπτογραφήσει τα ορνιθοσκαλίσματα του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη και να εκδώσει τα Απομνημονεύματά του το 1907, ίσως και να μη φανταζόταν την επίδραση που θα είχαν όχι μόνον ως ιστορικά ντοκουμέντα αλλά και ως λογοτεχνικά κείμενα.
Ακόμη και σήμερα εκφράζουν πειστικότερα από οποιοδήποτε άλλο κείμενο το πνεύμα και τους σκοπούς του ‘21 και κυρίως την ψυχή και το φρόνημα των αγωνιστών που αφιέρωσαν τη Ζωή τους στη μεγάλη υπόθεση.
Ο άνθρωπος που έμαθε γράμματα στα 33 του χρόνια, για να αφηγηθεί τα του βίου του, διέθετε αδούλωτο φρόνημα και αδιαπραγμάτευτες δημοκρατικές πεποιθήσεις. Ηταν αγνός, παθιασμένος και ανιδιοτελής. Το αποδεικνύει ο βίος του, από το 1820 όταν έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας ως το 1864 που πέθανε στα 67 του χρόνια.
Η διαδρομή του ήταν η διαδρομή του αγωνιστή που ούτε τα αξιώματα ούτε η δόξα τον ενδιέφεραν.
Το 1822 ακολουθεί τον Ανδρούτσο και τον Γκούρα ως μικροκαπετάνιος, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να διακρίνει αμέσως τη φιλαργυρία και την πλεονεξία του Γκούρα.
Στην Πελοπόννησο ακολουθεί τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, αλλά ο νεανικός ιδεαλισμός του υφίσταται βαρύ πλήγμα από τις ίντριγκες και τη συνωμοτική και φατριαστική συμπεριφορά κατ’ εξοχήν του Μαυροκορδάτου.
Πολεμάει εναντίον του Ιμπραήμ και τραυματίζεται σοβαρά. Στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή τραυματίζεται ξανά. Αργότερα, βλέποντας καθημερινά, τον καιρό της Αντιβασιλείας και του Οθωνα, τους αγωνιστές όχι μόνο να έχουν τεθεί στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά και να λοιδορούνται συχνά, πρωταγωνιστεί μαζί με τον Καλλέργη στην έξωση του Οθωνα.
Χάρη σε αυτόν η Ελλάδα αποκτά το πρώτο της Σύνταγμα ως ελεύθερο κράτος το 1844. Οι βασιλικοί δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Το 1852, στα 55 του χρόνια, τον κατηγόρησαν για συνωμοσία, τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση.
Δύο χρόνια αργότερα τον αποφυλάκισε ο τότε πρωθυπουργός και παλαιός συναγωνιστής του Δημήτριος Καλλέργης.
Ο Μακρυγιάνvns πέθανε το 1864. Στα γεράματά του υπέστη κρίση θρησκοληψίας και προσευχόταν μόνος σε μια σπηλιά κοντά στο σπίτι του. Εκείνη την εποχή έγραψε και το παραληρηματικό “Οράματα και θάματα”, όπου αποδεικνύεται ότι ο μεγάλος αγωνιστής είχε περάσει στην άλλη όχθη και δεν ήταν πλέον «του κόσμου τούτου».
Νικηταράς: Ο Τουρκοφάγος στη φυλακή
Ο Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης, όπως υπέγραφε ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της καταστροφής της στρατιάς του Δράμαλη, μετά την απελευθέρωση γνώρισε τη φυλακή και την ταπείνωση, θύμα της πολιτικής οξύτητας και των παθών της εποχής.
Οπαδός του ρωσόφιλου κόμματος, κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε προκειμένου να ανατραπεί ο Όθωνας και να αντικατασταθεί από κάποιον Ρώσο πρίγκιπα.
Πολλοί από τους περιπατητές που περνούν σήμερα μπροστά από την προτομή του στο Πεδίον του Άρεως ίσως και να μη γνωρίζουν ότι ο φοβερός και τρομερός Νικηταράς συνελήφθη το 1839, όταν ήταν 55 ετών, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενάμισι έτους. Την ποινή του εξέτισε στις φυλακές Αίγινας.
Μετά την απελευθέρωσή του έζησε άλλα οκτώ χρόνια μισότυφλος και πάμπτωχος με μια πενιχρή σύνταξη, ως το 1849 που πέθανε στον Πειραιά.
Γεώργιος Καραϊσκάκης: Ο “εχθρός της πατρίδος”
«Πού πας παλληκάρι ωραίο σαν μύθος». Είναι από τους ωραιότερους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου στο νεανικό του τραγούδι Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Ευθύς, αθυρόστομος, άφοβος μπροστά στον εχθρό αλλά και στην πολιτική εξουσία, ο «γιός της καλόγριας», ο απαράμιλλος στρατιωτικός που ζούσε σαν απλός στρατιώτης και καλούσε τους στρατιώτες του με τα μικρά τους ονόματα να ριχτούν μαζί του στη μάχη, είχε το «προνόμιο» στις 30 Μαρτίου 1824 να κηρυχθεί από τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση ms Ελλάδος», δηλαδή τον Μαυροκορδάτο και τους αχυρανθρώπους του, «εχθρός της πατρίδας».
Ο Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε ότι είχε στείλει γράμμα στον Ομέρ Βρυώνη, στο οποίο του υποσχόταν ότι «θα του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Ο ήρωας έφτασε στο σημείο, προκειμένου να λήξει το ζήτημα, να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τον Μαυροκορδάτο, αλλά ο φιλόδοξος διπλωμάτης, που ήθελε να πάρει στα χέρια του όλη την εξουσία, πολιτική και στραπωπκή, δεν τη δέχθηκε.
Ο Καραϊσκάκης έπασχε από προχωρημένη φυματίωση. Τόσο ήταν το μίσος του Μαυροκορδάτου, που έγραψε πως η «κακιά αρρώστια» του Καραϊσκάκη ήταν περίπου απόφαση του Θεού να απαλλάξει το έθνος από τον «γιό της καλόγριας».
Όμως, ο αρχιστράτηγος από τη Ρούμελη —και αδιαφιλονίκητα ο κορυφαίος μαζί με τον Κολοκοτρώνη σε ζητήματα τακτικής και κλεφτοπολέμου— δεν ήταν από εκείνους που το βάζουν κάτω. Κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η κυβέρνηση του αναγνώρισε τα δικαιώματά του.
Δύο χρόνια αργότερα, και αφού το Μεσολόγγι είχε πέσει, διέλυσε τα στρατεύματα των Τούρκων στην Αράχοβα.
Σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1827 στο Φάληρο. Tις τελευταίες του λέξεις τιs απηύθυνε στον στρατηγό Μακρυγιάννη: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Λένε πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατό του κάθισε σταυροπόδι κι άρχισε να μοιρολογεί σαν γυναίκα.
Οδυσσέας Ανδρούτσος: Έγκλημα στην Ακρόπολη
Ουδέποτε αυτός που αντιμετώπισε νικηφόρα τη φοβερή στρατιά του Ομέρ Βρυώνη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821 θα φανταζόταν ότι τέσσερα χρόνια αργότερα, στις αρχές του καλοκαιριού του 1825, θα τον δολοφονούσαν στην Ακρόπολη κατ’ εντολήν του πάλαι ποτέ πρωτοπαλίκαρού του Γιάννη Γκούρα.
Ο Ανδρούτσος ήταν θύμα του εμφυλίου πολέμου, μία από τις αιτίες του οποίου ήταν η σύγκρουση κάποιων οπλαρχηγών με τους κοτζαμπάσηδες. Τότε διέπραξε ένα τεράστιο σφάλμα: επιχείρησε να έλθει σε συνεννόηση με τους Τούρκους.
Αντιλαμβανόμεvos τι είχε κάνει, αποφάσισε να παραδοθεί —και, όπως υπέθεσε— στον πλέον κατάλληλο: το πρωτοπαλλήκαρό του, τον Γκούρα.
Ο Γκούρας λέγεται ότι έλαβε μέρος και στα άγρια βασανιστήρια στα οποία υπέβαλαν τον Ανδρούτσο προτού τον δολοφονήσουν. Το περιστατικό ήταν από τα πλέον άγρια του εμφυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στις διάφορες φατρίες των οπλαρχηγών και τις πολιτικής ηγεσίας της εποχής. Και όχι μόνον από τα αγριότερα, αλλά και χαρακτηριστικά της ανανδρίας, που είχε σε κάποιες περιπτώσεις, αντικαταστήσει την παλληκαριά και τον ενθουσιασμό των πρώτων χρόνων της Επανάστασης.
Οι δολοφόνοι, μετά το έγκλημα, πέταξαν το πτώμα του ήρωα στα βράχια της Ακρόπολης, για να φανεί ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε ενώ επιχειρούσε να δραπετεύσει. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε 73 ολόκληρα χρόνια αργότερα, όταν τα πραγματικά περιστατικά δημοσιεύθηκαν από τον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη στην εφημερίδα Καιροί, όπως του τα είχε αφηγηθεί ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Καλαντζής, που ήταν σκοπός εκείνο το βράδυ.
Κίτσος Τζαβέλας: Πώς τελείωσε ο ήρωας
Πέθανε από το φαρμάκι του μετά το άθλιο τέλος της εκστρατείας στην Ήπειρο, κατά το 1845, και μετά την καταστροφή του Πέτα. Όλα τα βάρη τα ρίξανε στον Κίτσο (γέροντα πια, όχι τον Κίτσο τον παλιό της Άμπλιανης και του Μεσολογγίου). Ακόμα τον κατηγορήσανε πως έφαγε τα χρήματα του Αγώνα. Φτάσανε να τον υποπτευθούνε και προδότη.
Ο υπουργός των Στρατιωτικών Δημ. Καλλέργης, της νέας κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, που ήρθε το 1854 να διαλύσει το πατριωτικό κίνημα και να τα ξαναφτιάξει με την Ευρώπη, του παράγγειλε να μην έρθει στην πρωτεύουσα, αλλά να μείνει στη Ναύπαχτο, στο σπίτι του.
Ο ίδιος ο καλόπιστος Βασιλέας Όθωνας ρώτησε το γραμματικό του Τζαβέλα, τον κυρ Αντρέα Σκουπίτσα, αν πίστευε πως αληθινά ο Κίτσος πρόδωσε. Ο Α. Σκουπίτσας αντίκρουσε την κατηγορία. Τότε ο Όθωνας είπε σοβαρός:
— Έχετε δίκαιον, τοιαύτη είναι και η γνώμη η δική μου.
Ο Κίτσος Τζαβέλας έπειτα το ‘ριξε στο ρακί για να λησμονήσει τις λύπες του. Οι εχτροί του, σκληροί, τονέ λέγανε μ’ αυτό το παρατσούκλι: «Ο Κιτσο-Παγούρας».
Πέθανε το 1855.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ (Προφ. παράδοση απ’ τον Α. Σκουπίτσα)
Το επετειακό αφιέρωμα δημοσιεύτηκε στα “Φιλολογικά Μετέωρα” της εφημερίδας “Τα Μετέωρα” στις 23 Μαρτίου 2012.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!