Κατά το τέλος του 1835 έφτασε στην Ελλάδα ο πατέρας του Όθωνα και Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α’. Ήταν γνωστός ο φιλελληνισμός του και η αγάπη του στην ελληνική ιστορία. Στο παλάτι του στην Βαυαρία έβαλε να φιλοτεχνήσουν σκηνές από την ελληνική επανάσταση και έσπευσε στην Ελλάδα για να συναντήσει τον γιο του Όθωνα και να βάλει το θεμέλιο λίθο του πρώτου παλατιού στην Αθήνα. Η διαμάχη της φουστανέλας με τα «φράγκικα» ρούχα.
Ο Λουδοβίκος που ερχόταν πρώτη φορά στην Ελλάδα πίστευε ότι όλοι φορούσαν φουστανέλα και περισσότερο ο γιος του Όθωνας. Στενοχωρήθηκε όταν τον είδε με «φράγκικα» ρούχα ή τη στολή του Βαυαρού Αξιωματικού. Φοβήθηκε ότι χωρίς την τοπική ενδυμασία, ο γιος του δεν έδειχνε τον απαραίτητο σεβασμό προς τους Έλληνες. Δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτός από αυτούς με τα «φράγκικα» ρούχα. Η αλήθεια όμως ήταν, ότι δεν ήταν μονάχα ο Όθωνας που δεν φορούσε φουστανέλα. Βεβαίως οι αγωνιστές, που εκείνη την εποχή ζούσαν στην Αθήνα, είχαν ταυτίσει την ύπαρξή τους με την φουστανέλα.
Υπήρχαν όμως Έλληνες της Αθήνας, όπως ήταν οι Φαναριώτες, που ήταν ενδεδυμένοι με ευρωπαϊκά ρούχα. Πολλοί ακόμα, ειδικά στη νότιο Ελλάδα, φορούσαν «φράγκικα» ρούχα. Κυρίως οι σπουδαγμένοι και όσοι είχαν ζήσει στο εξωτερικό.
Προς αναζήτηση Ελληνοράπτη
Ο Λουδοβίκος παρακίνησε τον γιο του οπωσδήποτε να ράψει εθνική ενδυμασία για να τιμήσει τους Έλληνες. Όμως την εποχή εκείνη στην Αθήνα δεν υπήρχαν επώνυμοι «ελληνοράπται». Δηλαδή ράφτες αποκλειστικά για ελληνικές ενδυμασίες. Η φορεσιά του Όθωνα, δεν θα ήταν μια απλή φουστανέλα. Θα συνδύαζε στοιχεία από διαφορετικές περιοχές και απαιτούσε πλήθος χρυσοποίκιλτων εξαρτημάτων. Ήταν γνωστό πως οι καλύτεροι ράφτες βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι εύποροι νοικοκυραίοι και οι καλοβαλμένοι αφεντάδες. Συνεπώς ένας καλός ράφτης για τον Βασιλιά έπρεπε να είναι φερμένος από το Ναύπλιο.
Φουστανέλα στην τρίτη επέτειο του Όθωνα
Όμως την εποχή που η Αθήνα είχε γίνει πρωτεύουσα του μικρού ελληνικού βασιλείου, δεν υπήρχαν δρόμοι. Για να μεταβεί κάποιος στο Ναύπλιο χρειαζόταν τουλάχιστον τρεις ημέρες μετάβασης κι άλλες τόσες επιστροφής. Εξίσου δύσκολη ήταν και η θαλάσσια διαδρομή. Συνήθως την έκαναν οι ντόπιοι με ιστιοφόρο καΐκι με την προϋπόθεση πάντα ότι οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν. Όμως ο χρόνος πλησίαζε προς το τέλος του. Ήταν Δεκέμβριος μήνας. Δύσκολη εποχή για ταξίδια από θαλάσσης. Από την άλλη, ο Όθωνας βιαζόταν διότι αν ήταν να φορέσει φουστανέλα και να εμφανιστεί δημόσια με αυτήν. Μια καλή ευκαιρία του δινόταν στις 25 Ιανουαρίου 1836. Την ημέρα εκείνη θα εορταζόταν η τρίτη επέτειος των «αποβατηρίων», της άφιξής του δηλαδή στην Ελλάδα. Θα πραγματοποιούνταν μεγάλες εκδηλώσεις και θα ήταν η καταλληλότερη ημέρα πρώτης δημόσιας εμφάνισης με φουστανέλα. Αναζητείτο λοιπόν τρόπος ώστε ο ικανότερος ελληνοράπτης του Ναυπλίου, που ανακάλυψαν πως ήταν ο Κρεμμύδας, να μπορεί να καλύπτει εύκολα και γρήγορα την απόσταση, για να ολοκληρώσει το έργο του πριν από την 25η Ιανουαρίου.
Η κινητοποίηση της «Μήδειας»
Ο Όθωνας όταν είχε έρθει στην Ελλάδα, είχε χρησιμοποιήσει μια αγγλική ατμοκίνητη φρεγάτα, την «Μήδεια», που η Αγγλική κυβέρνηση του είχε παραχωρήσει. Κυβερνήτης της ήταν ο Άουστιν που είχε γίνει και φίλος με τον Όθωνα. Μόλις ο Άουστιν πληροφορήθηκε για το πρόβλημα που είχε προκύψει, προθυμοποιήθηκε να αναλάβει με το πλοίο του, τη μεταφορά του ελληνοράπτη από το Ναύπλιο στον Πειραιά και αντίθετα, όσες φορές η περίσταση απαιτούσε. Η πρόταση έγινε δεκτή, με τον όρο το ταξίδι της «Μήδειας» να παρέμενε κρυφό, καθώς τα οικονομικά του κράτους δοκιμάζονταν και η κίνηση ενός ατμοκίνητου πλοίου μόνο για έναν ράπτη, αποτελούσε πρόκληση. Την άλλη ημέρα πραγματικά ο Άουστιν αναχώρησε με το “Μήδεια” για Ναύπλιο χωρίς να ενημερώσει ούτε το πλήρωμα του πλοίου για την αποστολή τους. Ο Άουστιν μόλις έφτασε στο Ναύπλιο, συναντήθηκε με τον δήμαρχο Σπύρο Παπαλεξόπουλο, ο οποίος πραγματικά του επιβεβαίωσε πως ο καλύτερος ράπτης ήταν ο Σταύρος Κρεμμύδας. Ο ράπτης ενθουσιασμένος που τον είχαν επιλέξει ως τον καλύτερο, πήρε τα σύνεργά του και επιβιβάστηκε στο «Μήδεια». Την άλλη ημέρα έφτασε στον Πειραιά, ανέβηκε με άμαξα στην Αθήνα και έλαβε τα μέτρα του βασιλιά για να ξεκινήσει το ράψιμο.
Η φήμη περί ενός κακού
Όμως η ξαφνική αναχώρηση του πολεμικού ατμόπλοιου «Μήδεια» από τον Πειραιά, πυροδότησε φήμες και ξεσήκωσε κύρια τους θαμώνες των καφενείων του λιμανιού. Δεν ήταν δυνατόν να αναχωρήσει ένα τέτοιους μεγέθους πολεμικό ατμοκίνητο, το οποίο μάλιστα βρισκόταν στις εντολές του βασιλιά, αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Και ο μόνος λόγος που θεωρείτο σοβαρός την εποχή εκείνη, ήταν οι Τούρκοι! Μήπως έκαναν απόβαση; Επίθεση; Μήπως η Ελλάδα έμπαινε ξανά στην περιπέτεια ενός πολέμου; Τα γεγονότα της Επανάστασης, οι σφαγές, οι εμπρησμοί χωριών και τα βασανιστήρια των αιχμαλώτων ήταν πρόσφατα. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο οι διαδόσεις φούντωναν. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος, που την εποχή εκείνη συνόδευε τον Λουδοβίκο στην Ελλάδα, δίνει περιγραφές από την κατάσταση. Οι θαμώνες των καφενείων μέχρι και εκπροσώπους εξέλεξαν για να μεταβούν στο «Μήδεια» και να πληροφορηθούν τι συμβαίνει. Ο κόσμος ανησυχούσε και δικαίως. Τελικώς κάτω από την πίεση της φημολογίας και των διαδόσεων ο Άουστιν αναγκάστηκε να δώσει τις πληροφορίες περί του ελληνοράπτη Κρεμμύδα!
Στα τρίτα αποβατήρια
Και πραγματικά ο Όθωνας κατάφερε στην επέτειο των τρίτων αποβατηρίων, στις 25 Ιανουαρίου 1836 να εμφανιστεί με την εξαίσια εθνική ενδυμασία που ο Κρεμμύδας είχε φιλοτεχνήσει. Η φουστανέλα ήταν μακριά, όπως η Μοραΐτικη, ενώ όλη η φορεσιά ήταν χρυσοκέντητη. Το φέσι ήταν ψηλό με μαύρη φούντα, ενώ στα πόδια η φορεσιά κατέληγε σε μάλλινες κάλτσες με δύο χρώματα. Μαζί με τη φορεσιά του ο Όθωνας έφερε πάντοτε μαζί του και ένα γυριστό σπαθί, σα μεγάλο γιαταγάνι με χρυσή λαβή και χρυσοποίκιλτη θήκη.
Όθωνες και Αμαλίες
Έκτοτε ο Όθωνας αγάπησε τόσο πολύ την εθνική ενδυμασία, που εμφανιζόταν μόνο με αυτήν. Ακόμα κι όταν το 1846 ταξίδεψε στο Μόναχο για να τελέσει το γάμο του με την Αμαλία, με τη φουστανέλα πήγε. Και πάντα πίσω του ακολουθούσε η συνοδεία του, που όλοι φορούσαν φουστανέλες. Οι φουστανελοφόροι με την παρουσία τους μάγεψαν την αριστοκρατία του Μονάχου. Από το 1847 κι ύστερα, όχι μόνο ο Βασιλιάς Όθωνας, αλλά και η Βασίλισσα Αμαλία εμφανίζονταν από κοινού με εθνικές ενδυμασίες. Καθιερώθηκαν τόσο στη συνείδηση του κόσμου, ώστε μέχρι σήμερα στα τουριστικά περίπτερα πωλούνταν κούκλες με εθνικές ενδυμασίες που έμειναν να λέγονται «Όθωνες και Αμαλίες». Ακόμα και όταν εγκατέλειψε την Ελλάδα ο Όθωνας με φουστανέλα την εγκατέλειψε. Κι όταν πέθανε στην Βαυαρία, τον έθαψαν με τη φουστανέλα του, υπακούοντας στην τελευταία του επιθυμία.