Είπαν του ήλιου “γιορτάζει η μάνα”
κι εκείνος βάλθηκε με φως τη γη να ντύνει.
Είπαν της θάλασσας “γιορτάζει η μάνα”
κι αμέσως έγινε η φουρτούνα γαλήνη.
Το ‘μαθαν τα πουλιά, “γιορτάζει η μάνα”
και το τραγούδι τους ξεχείλισε πλημμύρα.
Το ‘μαθαν τα άνθη, “γιορτάζει η μάνα”
και μοσχοβόλησε η πλάση χίλια μύρα.
Τ’ άκουσε η βροχή, αλλά δεν έκλαψε
δάκρυ δεν κάνει να κυλήσει αυτή τη μέρα.
Τ’ άκουσε ο ουρανός κι άνοιξε διάπλατα
πείτε ευχές, μύριες ευχές για τη μητέρα.
Από το ποίημα του Γιώργου Μαρτινέλλη «Η Μάνα».
Η γιορτή της μητέρας καθιερώθηκε σαν παγκόσμια ημέρα το 1914 στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής.
H κοινωνική ακτιβίστρια Anna Maria Reeves – Jarvis (1832-1905) γεννήθηκε στη Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών, και, μαζί με τον σύζυγό της, Granville Jarvis, απέκτησαν 12 παιδιά! Όμως, δεν πρόλαβαν να ευτυχήσουν ως οικογένεια, αφού μόνο τα τέσσερα από τα δώδεκα επέζησαν, με τα υπόλοιπα οκτώ παιδιά να φεύγουν από τη ζωή, προτού καν ενηλικιωθούν.
Η βαθειά οδύνη της απώλειας των οκτώ παιδιών της έκανε την Anna Jarvis να αφιερώσει τη ζωή της στην εξάλειψη των ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης, εξαιτίας των οποίων εξαπλώνονται γρήγορα θανατηφόρες ασθένειες.
Για τον λόγο αυτό, ίδρυσε τα «Mothers’ Day Work Clubs», που είχαν σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, ώστε να προμηθεύουν με φάρμακα τις άπορες οικογένειες, μέλη των οποίων υπέφεραν από φυματίωση. Πραγματικά, οι Σύλλογοι Εργασίας αυτοί κατάφεραν να συνεργαστούν με επιστήμονες της Φυσικής και να φέρουν στην καθημερινή ζωή τόσων οικογενειών το καθαρό νερό και τον ασφαλή τρόπο απομάκρυνσης λυμάτων.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σύλλογοι αυτοί βοήθησαν πολύ στην επούλωση πληγών των τραυματισμένων στρατιωτών, ενώ τους παρείχαν, συγχρόνως, τροφή και ένδυση, έργο το οποίο συνέχισε και μετά το τέλος του πολέμου, βοηθώντας πλέον τις κοινωνίες των βετεράνων να ξεπεράσουν τις δεινές καταστροφές, που είχαν υποστεί.
Η Anna Maria Reeves Jarvis πέθανε στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών στις 9 Μαΐου 1905, όμως η κόρη της Άννα (1864-1948) δεν άφησε το τεράστιο έργο της μητέρας της να παραμείνει απλή ανάμνηση. Πάλεψε, λοιπόν, να καθιερώσει μια ημέρα τον χρόνο να είναι αφιερωμένη στο πνεύμα της αγωνιστικότητας και των προσπαθειών της μητέρας της για βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, ώστε να τιμήσει το επίτευγμά της.
Το 1914, μάλιστα, ο Αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson υπέγραψε ψήφισμα του Κογκρέσου, σύμφωνα με το οποίο καθιερώθηκε η δεύτερη Κυριακή του Μάιου ως η Γιορτή της Μητέρας.
Κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας της, μάλιστα, η κόρη Anna Jarvis είχε πει καυστικά: «Μη στέλνετε έτοιμες τυπωμένες κάρτες στις μανούλες σας. Αυτό δε δείχνει τίποτα περισσότερο από το πόσο τεμπέληδες είστε, που δε γράφετε λίγα δικά σας λόγια στον άνθρωπο, που έχει κάνει τόσα όμορφα πράγματα για σένα όσα ποτέ κανένας άλλος…».
Η γιορτή της μητέρας γιορτάζεται από όλους τους λαούς σε διάφορες μορφές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την γιορτή της Άνοιξης κατά την οποία λατρευόταν η «Γαία» η μητέρα των θεών και των ανθρώπων.
Η αγάπη, της μάνας είναι ανιδιοτελής και μοναδική, δίχως όρια και όρους, που χαρακτηρίζεται από θυσίες, υπομονή, επιμονή και συνεχή προσφορά.
Αληθινή ή μη, η παρακάτω ιστορία είναι ενδεικτική της αστείρευτης και ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης…
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι αυτήν κι ώρες- ώρες την μισούσε. Δούλευε ως μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει, για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι, μονόφθαλμης.
Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα, από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του! Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, πέρασε αυτή στο διάλειμμα να του πει ένα «γεια» και ένιωσε πολύ ταπεινωμένος! Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό, αναρωτιόταν. Την αγνόησε. Της έριξε μόνο ένα βλέμμα όλο μίσος κι έτρεξε μακριά! Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!» Ήθελε να πεθάνει! Ήθελε να εξαφανιστεί! Και όταν γύρισε σπίτι του, της είπε: Αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου, τότε καλύτερα να πεθάνεις! Αυτή δεν του απάντησε.
«Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε πολλά χρόνια μετά σ’ ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά της για σπουδές. Και τα κατάφερα. Μα λίγο μετά ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη φοιτητική λέσχη».
Αργότερα παντρεύτηκε! Αγόρασε δικό του σπίτι. Έκανε δύο παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Και για τη μάνα του, τσιμουδιά σε κανέναν! Μια μέρα – μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος ήθελε – η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει από κοντά τα εγγόνια της. Και μόλις εμφανίστηκε στη πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Έξαλλος αυτός επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει, της φώναξε:
Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά εδώ στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγές έξω! Φύγε!
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: Αχ, πόσο λυπάμαι, κύριε…Μάλλον μου δώσανε λάθος διεύθυνση!
Κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά, πως ήταν η γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα έλαβε μια επιστολή – πρόσκληση για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το Δημοτικό σχολείο που θα γινόταν στην πόλη που γεννήθηκε! Είπε ψέματα στη γυναίκα του, ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο και μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πολύ πρόσφατα πεθάνει. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του.
Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι αυτόν.
Έγραφε: Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου…Έμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω, έστω κι απ’ την πόρτα. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα τη μονόφθαλμη. Αλλά, βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα πολύ σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι θα μεγαλώσεις και θα ζήσεις με ένα μάτι. Έτσι, σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι, αψεγάδιαστος…Έχεις πάντα όλη την Αγάπη μου! Η μητέρα σου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!