Στις 8 Νοεμβρίου 392 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μέγας Θεοδόσιος κατάργησε με διάταγμά του την ειδωλολατρία και απαγόρευσε την προσέλευση σε ειδωλολατρικούς ναούς.
Μετά το θάνατο του Βάλη, ο Γρατιανός, γιός του Βαλεντινιανού ήταν μόλις δεκαεννέα χρόνων. Επειδή ήταν αδύνατο για εκείνον να εγκαταλείψει τη Δύση, στράφηκε σε κάποιο Θεοδόσιο, γιό ενός από τους κορυφαίους στρατηγούς του πατέρα του, που μέσα σε λίγους μήνες αποδείχθηκε ένας τόσο ξεχωριστός ηγέτης, ώστε, τον Ιανουάριο του 379, ο Γρατιανός τον ανακήρυξε συναύγουστό του.
Το 380 βαφτίστηκε χριστιανός στη Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Το 380 εξέδωσε ένα Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο αληθινά μέλη της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας ήταν όσοι πίστευαν στα Τρία ίσα και προαιώνια πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με αυτά που διδάσκονται από τους Αποστόλους και τα ιερά Ευαγγέλια. Οι αιρετικοί και οι ειδωλολάτρες είχαν να υποστούν τιμωρίες. Δεν είχαν το δικαίωμα να συγκεκτρώνονται σε δημόσιο η ιδιωτικό χώρο. Το προνόμιο αυτό υπήρχε μόνο στους οπαδούς των αποφάσεων της Νίκαιας.
Ο αυτοκράτορας έδωσε αρκετά προνόμια στους κληρικούς, οι οποίοι πρέσβευαν τα δόγματα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Παρά τα δικαιώματα όμως που τους παρείχε, ήταν πάντα επιφυλακτικός απέναντί τους. Ο λόγος ήταν ότι ο Θεοδόσιος δεν ήθελε οι κληρικοί να αποκτήσουν τόσες αρμοδιότητες που να αποτελούν τροχοπέδη στα συμφέροντα και στις ενέργειες του κράτους.
Ο A. Vasiliev σημειώνει: «Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας και, γενικά, πέτυχε το σκοπό του αυτό.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!