Μέχρι πριν από λίγο καιρό η λέξη overtourism δεν υπήρχε στην αγγλική γλώσσα. Είναι ένας όρος που ακόμη δεν έχει συμπεριληφθεί σε έγκυρα λεξικά όπως το Oxford ή το Collins, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία του Google Trends άρχισε να χρησιμοποιείται την τελευταία διετία. Όμως, οι κάτοικοι της Βενετίας την ξέρουν ήδη πολύ καλά.
Η πόλη δέχτηκε την Κυριακή του Πάσχα του 2018 125.000 επισκέπτες, τόσους όσους δέχεται το Μπανγκλαντές, για παράδειγμα, μέσα σε ένα χρόνο. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν ήδη ληφθεί μέτρα ελέγχου των αφίξεων, που απαγορεύουν στα μεγάλα κρουαζιερόπλοια να καταπλέουν στην περιοχή, επιβάλλουν αυστηρές ποινές στους τουρίστες με ανάρμοστη συμπεριφορά, ενώ υπάρχει η σκέψη της θέσπισης ορίου στις ημερήσιες αφίξεις επισκεπτών.
Στην Ελλάδα, η λέξη θα χρησιμοποιηθεί μάλλον αμετάφραστη, μια που ουσιαστικά περιγράφει μονολεκτικά ό,τι περιφραστικά θα ονομάζαμε «τουριστικό κορεσμό», ένα φαινόμενο για το οποίο ήδη οι κάτοικοι της Βενετίας, της Βαρκελώνης αλλά και της βελγικής Μπριζ θα μπορούσαν να πουν πολλά. Σε διαμαρτυρίες που διοργανώθηκαν ήδη σε αυτές τις πόλεις, οι διαδηλωτές κρατούσαν πανό που έγραφαν: «Αυτό δεν είναι τουρισμός, είναι εισβολή» και «Οι τουρίστες είναι καλοδεχούμενοι, οι ντόπιοι δεν είμαστε;».
Ισως το θέμα ακούγεται παράξενο σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου ο τουρισμός αποτελεί μέγιστο εθνικό κεφάλαιο. Αλλά δεν είναι. Αλλωστε, πριν από λίγους μήνες στην 5η συνάντηση του «Διαζώματος» που έγινε στην Ελευσίνα, παρουσία του δημάρχου Σαντορίνης Νίκου Ζώρζου, υπήρξε ειδική ενότητα για την πρωτοβουλία του συγκεκριμένου δήμου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του τουριστικού κορεσμού στο νησί. Το πρόβλημα της Σαντορίνης έχουν επίσης το Αμστερνταμ και το γειτονικό μας Ντουμπρόβνικ.
Στη δυσαρέσκεια των κατοίκων αυτών των πολύ επιβαρυμένων από τον τουρισμό περιοχών πρέπει να προσθέσουμε μια σειρά από άρθρα, αλλά και τοποθετήσεις υπευθύνων σε διεθνή συνέδρια γύρω από το θέμα. Βεβαίως ο τουρισμός αποτελεί παγκοσμίως έναν από τους ισχυρούς παίκτες της διεθνούς αγοράς – το 2017 συνεισέφερε με 8 τρισ. στην παγκόσμια οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι αναπτυσσόμενος χωρίς αειφορία μπορεί βραχυπρόθεσμα να φαίνεται εξαιρετικά επικερδής, αλλά προξενεί σοβαρές συνέπειες στις περιοχές που πλήττονται: δυσβάστακτη επιβάρυνση των τουριστικών υποδομών, συμφόρηση γύρω από τα «αξιοθέατα», καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, αποξένωση του ντόπιου πληθυσμού από τον τόπο του και, ταυτόχρονα, αύξηση του κινδύνου εξαπάτησης των τουριστών – τις λεγόμενες tourist traps, δηλαδή παγίδες τουριστών.
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι για τους οποίους έχει δημιουργηθεί το φαινόμενο; Κατ’ αρχάς, η αριθμητική αύξηση της μεσαίας τάξης στην αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία, και η προοδευτική άνοδος του βιοτικού της επιπέδου. Ιδιαίτερο ρόλο στην εμφάνιση του overtourism παίζει η Κίνα. Στην αρχή του 21ου αιώνα οι κάτοικοί της έκαναν 10,5 εκατ. ταξίδια ανά τον κόσμο. Το 2017 αυτός ο αριθμός αυξήθηκε κατά 1.380%, οι Κινέζοι έκαναν δηλαδή 145 εκατομμύρια υπερατλαντικά ταξίδια. Λιγότερο εντυπωσιακή αλλά αξιομνημόνευτη στην υπερβολική αύξηση του παγκόσμιου τουριστικού ρεύματος είναι επίσης η συμβολή της γενιάς των millennials. Η ηλικιακή ομάδα των 22 έως 37 ετών έχει διαπιστωθεί ότι προτιμά να ξοδεύει τα χρήματά της σε διακοπές παρά σε ρούχα ή άλλα υλικά αγαθά. Τέλος, η διάδοση της χρήσης sites όπως το Airbnb, που προσφέρουν προσιτές λύσεις διαμονής, διευκολύνει το ταξίδι στα λιγότερα υψηλά βαλάντια ενώ ταυτόχρονα πιέζει τις πόλεις, ανεβάζοντας την αξία των ακινήτων και εξαναγκάζοντας τους ντόπιους να μεταφερθούν σε πιο απομακρυσμένα προάστια.
Οι πρακτικές της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης φαίνεται ότι αποτελούν τη μόνη λύση στο πρόβλημα του κορεσμού. Αυτό προφανώς δεν συνεπάγεται απλώς την επιβολή «κεφαλικού» φόρου στους επισκέπτες κάποιων τόπων, αλλά μια οργανωμένη στρατηγική για την αναχαίτιση του φαινομένου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!