Στις 16 Ιανουαρίου 1920 άρχισε η Ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ. Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια για την παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 19ου αιώνα και ήδη ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος.
Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια». Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης, που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων.
Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ. Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχισε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.
Η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας κάλπαζε, καθώς οι πειρασμοί για τους αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο Αλ Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θησαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθετο από τα φαρμακεία.
Οι παράνομοι διακινητές έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης («Κραχ»). Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.
Στα θετικά της Ποτοαπαγόρευσης ήταν η δραστική μείωση των θανάτων από ασθένειες σχετιζόμενες με το αλκοόλ, όπως και η πτώση της συναφούς εγκληματικότητας. Όμως, επτά χρόνια μετά την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης οι θάνατοι άρχισαν να αυξάνονται, ενώ τα ποτά-μπόμπες συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο των τυφλώσεων και των παραλύσεων.
Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης. Στις προεδρικές εκλογές του 1932 ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, λάτρης του μαρτίνι, συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισίπι ήταν η τελευταία πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.
{loadposition mypos1}
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!