Το πρώτο κύμα της πανδημίας φτάνει στο τέλος του σε αρκετές χώρες και σταδιακά οι επιχειρήσεις εστίασης ανοίγουν ξανά, σε μια περίοδο που ο φόβος της μόλυνσης παραμένει, χωρίς φάρμακο ή εμβόλιο απέναντι στον κορωνοϊό.
Άραγε θα ξαναφάμε ποτέ χωρίς άγχος στα αγαπημένα μας εστιατόρια και πώς θα καθόμαστε μέχρι τότε με τους φίλους μας στα τραπέζια; Ποιο θα είναι το όριο για τις μεγάλες παρέες και τι αποστάσεις θα κρατάμε μεταξύ μας; Ο Andrew Genung του Eater σκιαγραφεί το παράξενο παρόν και το άμεσο μέλλον των εξόδων μας για φαγητό, καθώς περιγράφει μια δική του πρόσφατη βόλτα στο Χονγκ Κογνκ, μετά την πρώτη φάση εξάπλωσης του ιού, σε ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα μέρη του κόσμου.
«Ήταν βράδυ Παρασκευής και δύο βανάκια της αστυνομίας στάθμευσαν έξω από ένα καλό ιταλικό εστιατόριο στην οδό Wyndham. Λίγους μήνες νωρίτερα, η παρουσία τους θα μπορούσε να είναι δυσοίωνο σημάδι ότι μία μονάδα επιβολής της τάξης ήταν στην περιοχή, με δακρυγόνα και σπρέι πιπεριού», γράφει ο Genung. Όμως η ζωή άλλαξε απότομα στην πόλη τον Ιανουάριο. Το Χονγκ Κονγκ πέρασε από την κατάσταση των μαζικών διαδηλώσεων στην υποχρεωτική απομόνωση εξαιτίας της πανδημίας.
Εκείνο το βράδυ, δεν υπήρχε καμία ένοπλη διμοιρία και από τα οχήματα βγήκαν τελικά χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί, με κοντομάνικες στολές και χειρουργικές μάσκες. Έκαναν περιπολία σε μία από τις περιοχές με την πιο έντονη νυχτερινή ζωή, επιφορτισμένοι με τον έλεγχο και την διασφάλιση της κοινωνικής αποστασιοποίησης εξαιτίας της νόσου Covid-19.
«Οι ένστολοι στάθηκαν έξω στο πεζοδρόμιο, σα μοναχές σε χοροεσπερίδα μαθητών καθολικού σχολείου, οπλισμένες με χάρακες, έτοιμες να χαράξουν με κιμωλία το πάτωμα» και να χωρίσουν τα ζευγάρια για να “χωρά ανάμεσά τους το Άγιο Πνεύμα”». Με τη διαφορά ότι εδώ αντί για γυμνάσιο ήταν ένα μπαρ γεμάτο ενηλίκους, αντί για χάρακες οι αστυνομικοί ήταν εξοπλισμένοι με μέτρα και το «Άγιο Πνεύμα» ήταν η απόσταση που απαιτείται ώστε η βαρύτητα να τραβήξει κάτω τα μικροσκοπικά σταγονίδια από τον αέρα ανάμεσά μας».
Καθώς αναρίθμητες πόλεις ανακοινώνουν πιθανές ημερομηνίες για το άνοιγμα των κλειστών κλάδων της οικονομίας, πολλοί ιδιοκτήτες εστιατορίων αλλά και κορυφαίοι του χώρου εστίασης και φιλοξενίας, αναρωτιούνται πώς θα είναι η επόμενη φάση για τα εστιατόρια. Με το Χονγκ Κονγκ, την Σεούλ και την Ταϊπέι να έχουν σε μεγάλο βαθμό ελέγξει την εξάπλωση, επιτρέποντας στα εστιατόρια να παραμείνουν ανοικτά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλοί πιστεύουν ότι η παρούσα κατάσταση στους χώρους εστίασης στο Χονγκ Κονγκ αποτελεί μια «ματιά στο κοντινό μέλλον» για τα εστιατόρια και στον υπόλοιπο κόσμο.
«Με τα νέα κρούσματα Covid-19 στο Χονγκ Κονγκ να παραμένουν σταθερά σε μονοψήφια νούμερα τις τελευταίες ημέρες, απαλλάχτηκα από τις κάλτσες για το σπίτι, φόρεσα τις μπότες μου, έβαλα μια χειρουργική μάσκα και έκανα αυτό που πολλοί στις ΗΠΑ νοσταλγούν εδώ και βδομάδες. Βγήκα για δείπνο», γράφει ο Genung.
«Διάλεξα το Frank’s, εν μέρει επειδή προσφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για τους κανονισμούς που έχουν παγιωθεί την τρέχουσα περίοδο στο Χονγκ Κονγκ. Δόθηκε διαταγή να κλείσουν τα μπάρ, αλλά όχι τα εστιατόρια. Το Frank’s είναι μια διττή επιχείρηση, περισσότερο μπαρ στο υπόγειο από ότι εστιατόριο στον πάνω όροφο. Το υποχρεωτικό κλείσιμο των μπαρ σήμαινε πως σχεδόν όλοι στην “περιοχή των πάρτι” στο Lan Kwai Fong, έπρεπε να βάλουν λουκέτο. Το Frank’s είναι στα σύνορα με μια εξίσου πολύβουη περιοχή, γεμάτη εστιατόρια».
«Αν και ιδιαίτερα δημοφιλές στους ντόπιους που έρχονται για το γεύμα τους τις καθημερινές, το βράδυ ο χώρος είναι συχνά γεμάτος με ξένους κατοίκους που πίνουν κοκτέιλ Negronis και παραγγέλνουν μοσχάρι. Πολίτες άλλων χωρών και ομογενείς, μπήκαν στο μικροσκόπιο πρόσφατα, αφού ένα κύμα ταξιδιωτών που επέστρεψαν από το εξωτερικό, έφεραν μαζί τους νέα κρούσματα κορωνοϊού.
«Κανονικά, θα μου κόστιζε λιγότερο από ένα δολάριο για να πάρω το μετρό ή το μίνι-λεωφορείο από το σπίτι μου στην οδό Wyndham, αλλά για να ελαχιστοποιήσω τον χρόνο σε κλειστούς, μικρούς και πολυπληθείς χώρους, πλήρωσα 6,5 δολάρια σε ταξί. Στην είσοδο του Frank’s, με σταμάτησε ένας από τους εργαζόμενους και ήρθα αντιμέτωπος με το πρώτο από μία σειρά εμποδίων που έχει πια το φαγητό εκτός σπιτιού: τον έλεγχο της θερμοκρασίας.
Οι κανονισμοί για τα εστιατόρια από την κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ
- Όλοι οι επισκέπτες και το προσωπικό πρέπει να θερμομετρούνται πριν εισέλθουν στο εστιατόριο
- Οι παρέες των θαμώνων δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερες των τεσσάρων ατόμων
- Τα εστιατόρια επιτρέπεται να λειτουργούν στο 50% της χωρητικότητάς τους ή και λιγότερο.
- Τα τραπέζια πρέπει να έχουν απόσταση 1,5 μέτρων ή και μεγαλύτερη
- Αντισηπτικά χεριών πρέπει να είναι διαθέσιμα για εργαζόμενους και πελάτες
«Το να σε σημαδεύουν με ένα θερμόμετρο υπέρυθρων στο κούτελο εκτός ιατρείου, μπορεί να χαλά την ατμόσφαιρα στην Αμερική, αλλά στο Χονγκ Κονγκ «δένει» σχεδόν φυσικά με τα υπόλοιπα αντι-επιδημικά μέτρα που είχε υιοθετήσει η πόλη πριν από περίπου 16 χρόνια, κατά το ξέσπασμα του πρώτου SARS. Ταμπέλες στα ασανσέρ ενημερώνουν για το κάθε πότε αποστειρώνονται τα κουμπιά. Τα αντισηπτικά είναι «καρφωμένα» στα λόμπι εδώ και χρόνια. Είναι βέβαια και οι μάσκες».
«Πολύ πριν την εμφάνιση της νόσου Covid-19, θα ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις μια ολόκληρη ημέρα στο Χονγκ Κονγκ χωρίς να δεις κάποιον να φορά μάσκα. Είναι τόσο συνηθισμένες που αν συναντούσες έναν φίλο στο δρόμο και μετά σε ρωτούσαν αν φόραγε μάσκα, μπορεί και να μην θυμώσουν. Αλλά στο Frank’s, όπως και σε κάθε άλλο εστιατόριο από το οποίο πέρασα, το προσωπικό φορά πια τις ίδιες, μπλε χειρουργικές μάσκες που οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ φοράνε στους δρόμους εδώ και χρόνια.
»Αν και η προϋπάρχουσα κουλτούρα της μάσκας στο Χονγκ Κονγκ με είχε κατά κάποιο τρόπο προετοιμάσει, στις ΗΠΑ μπορεί να μοιάζει λες και διαδόθηκε κάποιο μαζικό μήνυμα εν μέσω Halloween, που το εσωτερικό αστείο είναι αντί για σέξι εκδοχές στολών, όλοι μεταμφιέζονται σε χειρουργούς. Χειρουργοί – μάγειρες. Χειρουργοί – DJ. Ακόμα και έτσι, έχοντας ζήσει για χρόνια με την κουλτούρα της μάσκας και την παρουσία της παντού, το να βλέπω κάθε άνθρωπο που διαχειρίζεται το φαγητό και το ποτό μου να φορά μάσκα, είναι ξεκάθαρο σημάδι ενός υγειονομικού κινδύνου που επιμένει».
«Δεν είχα πολλή ώρα που έτρωγα, όταν το αίσθημα του εκνευρισμού άρχισε να υποχωρεί, δίνοντας την θέση του στα προβλήματα επικοινωνίας. Είχα ακούσει πως πολλοί άνθρωποι “θρηνούσαν” την ματαιωμένη μη λεκτική επαφή που χάνεται πίσω από τις μάσκες, τα κρυμμένα χαμόγελα και το δάγκωμα των χειλιών, αλλά πιο δύσκολες για μένα ήταν όλες εκείνες οι στιγμές που δεν κατάλαβα τι προσπαθούσε να με ρωτήσει ο σερβιτόρος μου.
»Η άρθρωσή του ήταν καθαρή και μιλούσε «πάνω» από τους άλλους θορύβους, αλλά χωρίς να βλέπω το μισό του πρόσωπο, ήταν το ίδιο δύσκολο με το να κρατά το ένα χέρι του πίσω από την πλάτη και να με ρωτά πόσα δάχτυλα μου δείχνει. «Φυσικά», του απάντησα την πρώτη φορά και το αποτέλεσμα ήταν να μου φέρει μια γαρνιτούρα κολοκυθιών που δεν θυμάμαι να είχα παραγγείλει (ήταν υπέροχη).
»Μετά το δείπνο, σήκωσα την μάσκα μου από τα γόνατά μου όπου είχε παραμείνει καθ’ όλη την διάρκεια του φαγητού, και κατέβηκα για ένα κοκτέιλ. Παρήγγειλα στο μπαρ, πήρα το ποτό μου και μετά απομακρύνθηκα υποχρεωτικά από την μπάρα και ακούμπησα την πλάτη μου στον απέναντι τοίχο. Το μπαρ δεν είχε σκαμπό και ήταν γεμάτο με φωτοτυπίες που εξηγούσαν ότι οι πελάτες δεν επιτρεπόταν να κάθονται στην μπάρα. Σε μία πλήρη αντιστροφή του συνηθισμένου συνωστισμού στο μπαρ, οι ελάχιστοι θαμώνες στον γεμάτο κατά 25% χώρο, ήταν μαζεμένοι σε μικρές ομάδες στον ίδιο τοίχο με μένα. Όμως δεν ήταν μαζί μου.
»Όταν κάθεσαι σε ένα μπαρ είσαι μέρος του πλήθους, αλλά στο υπόγειο του Frank’s στεκόμασταν όλοι όρθιοι χαζεύοντας τις αποστάσεις ασφαλείας. Το να προσπαθήσω να προσεγγίσω οποιαδήποτε παρέα θα ήταν ισοδύναμα αλλόκοτο με το να τραβήξω μία καρέκλα και να κάτσω στο τραπέζι ανυποψίαστων αγνώστων στον πάνω όροφο. Χωρίς να διαθέτω το θάρρος για αυτό, ήπια το ποτό μου, ακούμπησα τα λεφτά στο μπαρ και έφυγα. »Έξω, προσπέρασα τους αστυνομικούς και έκανα μια γρήγορη βόλτα στο απόκοσμα άδειο Lan Kwai Fong, πριν περιπλανηθώ και πάλι στο Soho, για να δω τι συμβαίνει με τα εστιατόρια εκεί. Στρίβοντας στην οδό Peel, εξεπλάγην ελαφρώς από τα διάφορα «κοπάδια» ομογενών χωρίς μάσκες, που έπιναν έξω, μπροστά από εστιατόρια στο αδιέξοδο. Έχετε δει εκείνα τα βιντεάκια με αθλητικές γκάφες όπου ένας αθλητής αρχίζει να πανηγυρίζει λίγο πριν κερδίσει, μόνο και μόνο για να του κλέψει την νίκη κάποιος άλλος αθλητής που τον προσπερνά στα τελευταία εκατοστά; Έχω διασκεδάσει αρκετά με τέτοια βίντεο αλλά με μόλις μία νέα περίπτωση Covid-19 στο Χονγκ Κονγκ την προηγούμενη ημέρα, αυτοί οι άνθρωποι μου μοιάζουν σαν τους τελευταίους αναπληρωματικούς της «ομάδας της πόλης» και η σιγουριά τους μου προκαλεί εκνευρισμό.
»Προχώρησα και επιχείρησα να σταματήσω σε ένα μπαρ κρασιών, με τυριά και άλλα είδη ντελικατέσεν που δεν απαιτούν μαγείρεμα, αλλά ο άνδρας στο μπροστινό γραφείο μου είπε ότι όλος ο όροφος ήταν κλειστός. Σταμάτησα στο λόμπι ενός άλλου στην οδό Wellington, ελπίζοντας να δοκιμάσω επιτέλους το “τρίο μαρτίνι” στο VEA Lounge, το κοκτέιλ μπαρ πάνω από γαλλο-κινεζικό εστιατόριο Vicky Cheng, αλλά το κουμπί για τον 29ο όροφο δεν λειτουργούσε καν.
»Μετά θυμήθηκα ότι το Yardbird Hong Kong είχε ανοίξει ξανά, μετά από 14 ημέρες υποχρεωτικής καραντίνας. Λειτουργούσε πια με νέο καθεστώς μέτρων ασφαλείας. Υπήρχε αναμονή, ως συνήθως, αλλά πουθενά να σταθείς όρθιος. Η μπροστινή αίθουσα όπου έχω περάσει αρκετές ώρες πριν από δείπνα μου, κρατώντας ένα κοκτέιλ όσο το όνομά μου ανέβαινε στην λίστα αναμονής, είχε μετατραπεί σε έναν δεύτερο χώρο με τραπέζια. Όποιος δεν έβρισκε να κάτσει, έπρεπε να περιμένει έξω. Έδωσα το τηλέφωνό μου και βγήκα για μία βόλτα γύρω από το τετράγωνο.
»Όταν τελικά κατάφερα να μπω, ο υπεύθυνος με θερμομέτρησε και μου ζήτησε να υπογράψω μια υπεύθυνη δήλωση ότι τις τελευταίες 14 ημέρες δεν έχω ταξιδέψει εκτός Χονγκ Κονγκ, δεν έχω συναντήσει κάτοικο άλλης πόλης, ούτε έχω παρουσιάσει ύποπτα ή και επιβεβαιωμένα συμπτώματα της νόσου Covid-19. Επιπρόσθετα έδωσα το όνομά μου, το τηλέφωνό μου και το email μου, ώστε αν κάποιος από τους άλλους πελάτες απόψε βγει θετικός τις επόμενες ημέρες, να με ειδοποιήσουν.
«Τα ίδια προσωπικά δεδομένα είχα δώσει και στο Frank’s και παρότι πλήρωσα με μετρητά και στα δύο μαγαζιά, υπήρχε πλέον ένα αρχείο με όλους τους χώρους που έκατσα, κατά τη διάρκεια της εξόδου μου».
»Ο μέγιστος αριθμός ατόμων ανά παρέα στο Yardbird είναι τέσσερα άτομα. Το εστιατόριο λειτουργεί διά νόμου στο 50% της χωρητικότητάς του. Η υπεύθυνη του καταστήματος μου λέει ότι δεν έχει αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα με όσους συμπληρώνουν την υπεύθυνη δήλωση, αλλά κάποιες μεγαλύτερες παρέες ενοχλήθηκαν επειδή έπρεπε να χωριστούν σε τραπέζια των τεσσάρων. Ήμουν μόνος μου και με οδήγησαν πίσω. Παρήγγειλα ένα κοκτέιλ και διάβασα στο τηλέφωνό μου.
»Αν και λειτουργούσε στο 50%, το μέρος ήταν γεμάτο ζωή. Παρότι υπήρχε μία αίσθηση κίνησης στο εστιατόριο, ένα μέρος της «ενέργειας» για τον μοναχικό επισκέπτη είχε χαθεί. Συνήθως έχω αυτοπεποίθηση όταν βγαίνω μόνος μου, το γεγονός ότι καθόμουν τόσο μακριά από κάποιο άλλο τραπέζι – ακόμα και αν ήταν άδειο – με έκανε να μην νιώθω άνετα. »Ατμός υψώθηκε από την ανοικτή κουζίνα και περιελίχθηκε πάνω από τους μασκοφορεμένους μάγειρες που δούλευαν ο καθένας στο πόστο του. Υπήρχαν περισσότεροι σερβιτόροι από όσους είχα δει ποτέ άλλοτε στο εστιατόριο. Και παντού άνθρωποι που έτρωγαν. Παντού, εκτός φυσικά από τον χώρο γύρω μου σε ακτίνα δύο μέτρων.
»Αν εγώ και οι μακρινοί «γείτονες» αποφασίζαμε να συζητήσουμε για λίγο, πιθανότατα θα προσφεύγαμε σε υπερβολικές χειρονομίες και δυνατές φωνές, αφού καθόμασταν σε απέναντι πλευρές της τεράστιας “σπηλιάς” και δεν μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να έρθουμε πιο κοντά από αυτό. Θα ήταν ελαφρώς αστείο και, κυρίως, αλήθεια».
ΦΩΤΟ: GETTY IMAGES
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!