Μπορεί να ήταν ένα σχέδιο επί χάρτου, αν και όλα δείχνουν πως πλησιάσαμε πολύ κοντά στο εφιαλτικό σενάριο, εντούτοις, αν η Ελλάδα αποχωρούσε από το ευρώ, τα πράγματα θα ήταν δυσοίωνα.
Η αναλυτική έρευνα της Ernst & Young, σε συνεργασία με την Oxford Economics, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το τι ακριβώς θα συνέβαινε στην Ελλάδα αν υιοθετούσε εθνικό νόμισμα (δραχμή).
Τα στοιχεία δείχνουν δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων και μεγάλη πτώση του ΑΕΠ της χώρας.
Σύμφωνα με την έρευνα σε μία συντεταγμένη έξοδο της χώρας απ’ το ευρώ θα είχαμε:
α) Οι τράπεζες θα παρέμεναν κλειστές για αρκετούς μήνες μέχρι να βγει το νέο νόμισμα.
β) υποτίμηση του νέου νομίσματος κατά 50%, και αυτό χωρίς να υπολογίζεται το ενδεχόμενο κερδοσκοπικών πιέσεων.
Επίσης με την έκδοση του νέου νομίσματος η υποχώρηση της εσωτερικής ζήτησης θα ήταν 25%.
Το ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα υποχωρούσε 15% με 20% ενώ εάν λάβουμε υπόψη και τη ζημιά που έχει ήδη γίνει τα τελευταία χρόνια θα χανόταν το 50% του ΑΕΠ σε σχέση με τα επίπεδα του 2008.
Θα καταγράφονταν υψηλός πληθωρισμός ενώ η ανεργία θα ήταν 30% τουλάχιστον.
Το πιθανότερο είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσε να ανακτήσει ποτέ τις αρχικές απώλειες. Η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, κυρίως όσων έχουν σταθερό χαμηλό εισόδημα, θα ήταν δραματική.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα έπεφτε στα 11.000 ευρώ σε σύγκριση με τα 17.000 ευρώ που ήταν το 2014.
Με “κούρεμα” 50% του δημόσιου χρέους αυτό θα παρέμενε ως ποσοστό του ΑΕΠ άνω του 130% του ΑΕΠ.
Η έκδοση ενός ενδιάμεσου χρηματοοικονομικού μέσου (π.χ. IOU) θα είχε τόση αξία όση αξία θα εκλάμβαναν ότι έχει, αυτοί που θα το ελάμβαναν.
Το ΑΕΠ θα μειωνόταν από 15-20%. Σωρευτικά από το 2007 έως την υιοθέτηση του νέου νομίσματος η χώρα μας υπολογίζεται ότι θα έχανε το 50% του ΑΕΠ, εάν έβγαινε από το κοινό νόμισμα.
Θα υπήρχε μείωση μισθών, πιστώσεων και επενδύσεων και σε όρους ευρώ, η ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσε να ανακτήσει ποτέ την πρότερη δυναμική της. Η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, θα επηρέαζε ιδιαίτερα τις πληθυσμιακές κατηγορίες με χαμηλό και σταθερό εισόδημα.
Το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ θα απέκλειε κάθε δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης, κάτι το οποίο σημαίνει πως το εθνικό νόμισμα δεν θα έφερνε το τέλος της λιτότητας.
Θα υπήρχε μεγάλη αύξηση στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενώ το πρώτο διάστημα και μέχρι τη γενικότερη εξομάλυνση των συνθηκών θα υπήρχε δελτίο λόγω μη επαρκών εισαγωγών σε μία σειρά σημαντικών αγαθών, όπως καύσιμα, τρόφιμα, φάρμακα.
Για τις τράπεζες, θα σήμαινε μία πολύ μεγάλη μείωση πιστώσεων. Οι επενδύσεις θα μειώνονταν περίπου κατά 30% τα δύο πρώτα χρόνια και δεν προβλέπεται αύξηση πριν από το τέλος του τρίτου έτους (από την έξοδο από το ευρώ).
Στον τουρισμό, ερώτημα είναι εάν θα ενισχυόταν. Και αυτό επειδή οι τουρίστες λόγω της έλλειψης βασικών προϊόντων δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν.
Η Ernst & Young που εκπόνησε αυτή τη μελέτη για λογαριασμό πελατών της που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και το ζήτησαν εκτιμά ότι είναι εκτός πραγματικότητας οποιαδήποτε σύγκριση γίνεται με την πτώχευση της Αργεντινής καθώς πρόκειται για μία χώρα ιδιαίτερα πλούσια σε πρώτες ύλες. Στην Αργεντινή παρ’ όλα αυτά σε ένα χρόνο το ποσοστό των κατοίκων που ζούσαν κάτω απ’ τα επίπεδα της φτώχειας από 30% με 35% πήγε στο 53%.
Επίσης κατά την έρευνα, η μείωση των επενδύσεων κατά τα πρώτα δύο χρόνια θα ήταν της τάξης του 30% σε σχέση με σήμερα ενώ δεν θα υπήρχε αύξηση πριν το τέλος του τρίτου έτους.
Σύμφωνα με όλα τα πορίσματα της μελέτης ακόμα και η συντεταγμένη πτώχευση δεν αποτελεί για την Ελλάδα μία εύκολη και γρήγορη έξοδο απ’ την κρίση.
Επιβάρυνση στα νοικοκυριά
Με βάση τις προβλέψεις της Oxford Economics, η ανάλυση της ΕΥ εκτιμά ότι ενδεχόμενη έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, εκείνη μιας συντεταγμένης εξόδου, θα επιβαρύνει τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με τεράστιο κόστος και θα αφήσει τη χώρα γεωπολιτικά, στρατηγικά και οικονομικά απομονωμένη.
Με την έκδοση του νέου νομίσματος, η συναλλαγματική ισοτιμία θα υποτιμηθεί δραστικά, κατά τουλάχιστον 50%. Στο πιο θετικό σενάριο, και με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει περιορισμένη πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μετά την αρχική δραστική υποτίμηση, θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί κοντά στο -30%. Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν η Πολιτεία δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει τις αρχικές αντιδράσεις των αγορών και εφαρμόσει πολιτική νομισματικής χαλάρωσης με αυξητικές πληθωριστικές πιέσεις, η υποτίμηση μπορεί να υπερβεί κατά πολύ το 50%. Σε αυτήν την περίπτωση, η επίτευξη ισορροπίας δεν θα ήταν δυνατή για αρκετά χρόνια, με τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ να είναι βαθύτερες και αισθητές σε βάθος χρόνου.
Δραματική συρρίκνωση
Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι δραματική, ενώ οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης δεν αναμένεται να αντιστραφούν γρήγορα. Κατά τους πρώτους 18 μήνες μετά την έξοδο, η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης ενδέχεται να ξεπεράσει το 25% και η σωρευτική μείωση του πραγματικού ΑΕΠ θα υπερβεί το 15%. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες προβλέψεις διεθνών οργανισμών για το 2015, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικά βαρύτερες. Για να γίνει, όμως, αντιληπτό το δραματικό μέγεθος της συνολικής μείωσης του πραγματικού ΑΕΠ, αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά τα τελευταία έξι έτη κατά 25%, που σημαίνει ότι σωρευτικά η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα φτάσει στο 50% των μεγεθών προ-κρίσης.
Στη συνέχεια, και υπό την προϋπόθεση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της αύξησης των εξαγωγών, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η βελτίωση αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί μέσο-μακροπρόθεσμα, δεδομένων των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, και της περιορισμένης εξαγωγικής της βάσης. Στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις που ακολούθησαν προηγούμενες υποτιμήσεις επιβεβαιώνουν αυτήν τη διαπίστωση, καθώς μετά την αρχική ώθηση ακολούθησε απότομη πτώση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Επιπλέον σχεδόν στο σύνολό τους οι εξαγωγικές δραστηριότητες της Ελλάδας βασίζονται σε εισαγόμενα υλικά παραγωγής, το κόστος των οποίων θα εκτοξευθεί λόγω της υποτίμησης μειώνοντας σημαντικά το όποιο όφελος ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Τέλος για δραστηριότητες όπως ο τουρισμός, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν προκύπτει μόνο από τη μείωση του κόστους αλλά κυρίως από το προφίλ του τουριστικού προϊόντος. Οι δραματικές συνθήκες σε κοινωνικό επίπεδο, όπως η πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας, είναι σίγουρο πως θα συμβάλλουν αρνητικά στην πορεία του κλάδου.
Το πιο ιδεατό σενάριο
Ακόμα και στο πιο ιδεατό σενάριο μιας συμφωνίας για σημαντική μείωση του χρέους σε ποσοστό 50%, η αδυναμία μετατροπής του χρέους στο νέο νόμισμα, σε συνδυασμό με τη σημαντική υποτίμηση, θα διατηρήσει το λόγο του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ πάνω από το 130%. Το υψηλό χρέος (και η ανάγκη εξυπηρέτησής του) θα λειτουργήσει ως περιοριστικός παράγοντας για τη δημοσιονομική πολιτική.
Σε περίπτωση που υιοθετηθεί μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, οι επιπτώσεις σε άλλα μέτωπα, θα οδηγήσουν γρήγορα στην ανατροπή της, καθώς θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί μέσω νομισματικής χρηματοδότησης που θα οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη πληθωριστική δυναμική, με αυξημένες πιέσεις για περεταίρω υποτίμηση και πιστωτική συρρίκνωση.
Υψηλός πληθωρισμός
Η υποτίμηση θα οδηγήσει άμεσα σε υψηλό πληθωρισμό, καθώς οι τιμές των εισαγόμενων και των εμπορεύσιμων αγαθών θα αυξηθούν απότομα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, ο πληθωρισμός ενδέχεται να φθάσει, στο πιο αισιόδοξο σενάριο, τουλάχιστον το 10%. Η σταδιακή αποκλιμάκωσή του θα κριθεί από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν, καθώς η όποια νομισματική χαλάρωση θα οδηγήσει σε σπιράλ πληθωρισμού και υποτίμησης με σχεδόν σίγουρο αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό, στην οποία περίπτωση δεν θα ήταν παράλογο να ξεπεράσει ακόμα και το 30%.
Το Grexit θα εκτοξεύσει την ανεργία (συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας των νέων) βραχυπρόθεσμα άνω του 30%, ενώ σήμερα η ανεργία θα μπορούσε αργά αλλά σταθερά να μειώνεται, ειδικά εάν υπάρξουν άμεσα στοχευμένες δράσεις της Πολιτείας και της ΕΕ για τη στήριξη της ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Κατάρρευση των εισαγωγών και υπηρεσιών
Είναι σημαντικό, επίσης, να τονίσουμε ότι οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα καταρρεύσουν ως αποτέλεσμα της δραματικής αύξησης του κόστους μετά την υποτίμηση, οδηγώντας σε ελλείψεις για μια σειρά από βασικά αγαθά και προϊόντα. Για τους καταναλωτές και τα νοικοκυριά οι επιπτώσεις από τις ελλείψεις θα είναι σημαντικές. Για ορισμένα βασικά αγαθά και προϊόντα όπως η βενζίνη και το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα φάρμακα και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και ορισμένα προϊόντα διατροφής, δε θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι θα χρειασθεί η εισαγωγή δελτίου. Για τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και ένδυσης, θα υπάρξουν τεράστιες ελλείψεις στην αγορά.
Μείωση των μισθών
Οι πραγματικοί μισθοί θα μειωθούν, οδηγώντας σε μεγάλη συμπίεση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ειδικά για τα νοικοκυριά με σταθερά εισοδήματα, όπως οι συνταξιούχοι, οι νέοι, καθώς και οι χαμηλά αμειβόμενοι μισθωτοί. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σκληρότερα πλήττονται τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με άμεσο αντίκτυπο στη φτώχεια και την αύξηση της ανισότητας. Στην Αργεντινή το 2001, υπήρξε δραματική αύξηση της φτώχειας, ενώ βάσει στοιχείων προκύπτει ότι μέχρι το 2002, το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας έφτασε το 53%.
Η διοικητική διαχείριση του εγχειρήματος θα είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Για τουλάχιστον έξι μήνες μετά την έξοδο από το κοινό νόμισμα, η οικονομία θα λειτουργεί χωρίς επίσημο νόμισμα. Όλες οι τιμές, οι συμβάσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, θα πρέπει να μετατραπούν σε νέο νόμισμα, ενώ θα χρειασθεί μια παρατεταμένη διακοπή λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε τέτοιες συνθήκες, είναι πιθανή και η εξάπλωση της ανταλλακτικής οικονομίας (barter trading).
Οι τράπεζες
Για τις τράπεζες, των οποίων η βιωσιμότητα θα δοκιμαστεί σημαντικά, κύρια προτεραιότητα μετά την έξοδο θα αποτελέσει η διατήρηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για το οικονομικό περιβάλλον, αυτό θα οδηγήσει σε τεράστια μείωση της παροχής πιστώσεων (credit crunch). Η απότομη συρρίκνωση των επενδύσεων στον απόηχο μιας εξόδου είναι πολύ πιθανή. Οι επενδύσεις αναμένεται να μειωθούν κατά 30% κατά τα δύο πρώτα χρόνια και όποιες προοπτικές αύξησης δεν προβλέπεται να υπάρξουν νωρίτερα από το πέρας του τρίτου χρόνου.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο Πάνος Παπάζογλου καταλήγει: «Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν αποτελεί απλό ή γρήγορο τρόπο επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Αν η Ελλάδα δεν κατορθώσει να δημιουργήσει έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα με δύσκολες και στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της υιοθέτησης ενός νέου νομίσματος, δε θα έχει διατηρήσιμα ή και διαχειρίσιμα αποτελέσματα. Αντιθέτως, ακόμη και στην περίπτωση μιας συντεταγμένης εξόδου από το ευρώ, οι αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία και κοινωνία θα είναι ιδιαίτερα επώδυνες».