Η εικόνα της έγινε σύμβολο της τρομοκρατικής επίθεσης που συγκλόνισε τον πλανήτη. Η Μάρσι Μπόρντερ που ο φακός τη συνέλαβε καλυμμένη με τέφρα και σκυρόδεμα να προσπαθεί να ξεφύγει από το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Μητέρα δύο παιδιών, έγινε γνωστή ως «η σκονισμένη κυρία» λόγω της φωτογραφίας της. Όπως αναφέρει ο πρώτος ξάδερφος της Τζον Μπόρντερς, η Μάρσι πέθανε από ασθένειες που χτύπησαν το σώμα της μετά την τρομοκρατική επίθεση του 2001.
Διαγνώστηκε για πρώτη φορά με καρκίνο, τον Αύγουστο του 2014 και είχε υποβληθεί σε θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της χημειοθεραπείας. Τον Νοέμβριο δήλωσε ότι πίστευε ότι ο καρκίνος προκλήθηκε από τη σκόνη που εισέπνευσε μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. «Σίγουρα το πιστεύω γιατί δεν είχα κάποια ασθένεια. Δεν έχω καν υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή χοληστερόλη ή διαβήτη».
Η Μπόρντερς από το Νιου Τζέρσεϋ, εργαζόταν στην Bank of America μόλις ένα μήνα και είχε αργήσει να πάει στη δουλειά τη μέρα της επίθεσης. «Καθάριζα το γραφείο μου και ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω την ημέρα μου. Τότε χτύπησε το αεροπλάνο και το κτίριο άρχισε να τρέμει και να ταλαντεύεται. Έχασα κάθε έλεγχο κι άρχισα να τρέχω» είχε περιγράψει στην Daily Mail το 2011.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η Μάρσι αγνόησε τις οδηγίες του υπεύθυνου που έλεγε να παραμείνουν όλοι στα γραφεία τους. «Εκατοντάδες άνθρωποι προσπαθούσαμε να βγούμε. Το κλιμακοστάσιο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και εμείς έπρεπε να κατεβούμε. Ήμουν πεπεισμένη ότι επρόκειτο να πεθάνω. Είμαι τόσο ευτυχής που είχα τη δύναμη να φτάσω στο ισόγειο» είχε περιγράψει.
Αλλά όταν έφτασε εκεί, αντίκρισε την απόλυτη καταστροφή. Παντού τραυματίες και αίματα και τεράστια γκρι-λευκά σύννεφα σκόνης γύψου και τέφρας είχαν καλύψει τα πάντα, ακόμα και την ίδια.
«Τα πάντα έπεφταν, υπήρχαν συντρίμμια παντού. Προσπάθησα να τρέξω κατευθείαν έξω, αλλά ο στρατός με άρπαξε και με κράτησε πίσω, επειδή κατέρρεαν πράγματα» Στη συνέχεια, από το πουθενά ένας άντρας άρπαξε το χέρι της και την οδήγησε στην ασφάλεια. «Με τράβηξε προς ένα κτίριο στο οποίο θα ήμουν ασφαλής. Τότε ήταν που τραβήχτηκε η φωτογραφία» είχε πει.
Η ίδια δεν είχε δει καν τον φωτογράφο, τον Σταν Χόντα από το AFP, και δεν είχε ιδέα για τη φωτογραφία, μέχρι που η μητέρα της τηλεφώνησε και της είπε ότι την είδε.
Η εικόνα αυτή τελικά έγινε μία από τις πιο αναγνωρισμένες της δεκαετίας και συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τις 25 πιο ισχυρές εικόνες του περιοδικού Time, εμπνέοντας μάλιστα και τη δημιουργία του τραγουδιού «Η μπαλάντα της Μάρσι Μπόρντερς» που έγινε viral.
Ωστόσο μετά την επίθεση, η Μπόρντερς είδε τη ζωή της να καταρρέει. Ήταν τρομοκρατημένη, είχε απομονωθεί και σπάνια έβγαινε από το διαμέρισμα της. «Έπινα πολύ και δεν έβγαινα έξω. Είχε στοιχειώσει την ζωή μου. Η ζωή μου βγήκε εκτός ελέγχου. Δεν δούλεψα ούτε μία μέρα σε σχεδόν δέκα χρόνια και από το 2011, ήμουν σε ένα πλήρες χάος. Ήμουν πεπεισμένη ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν σχεδίαζε περισσότερες επιθέσεις. Κάθε φορά που έβλεπα αεροσκάφος, πάθαινα πανικό. Αν έβλεπα έναν άνδρα σε ένα κτίριο, ήμουν πεπεισμένη ότι επρόκειτο να με πυροβολήσει. Άρχισα να πίνω και να παίρνω ναρκωτικά, επειδή δεν ήθελα να ζήσω».
Τελικά δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς της, ή να φροντίζει τα παιδιά της. Η κόρη της Νοέλ έφυγε να ζήσει με τον πατέρα της, και η πρόνοια ήρθε σπίτι της για να εκτιμήσει τις συνθήκες διαβίωσης του γιου της Ζέι Ντεν.
«Είχα παρατήσει τον εαυτό μου, σταμάτησα να πλένομαι, δεν μπορούσα καν να με κοιτάξω στον καθρέφτη. Νομίζω ότι η ζωή μου έγινε σκουπίδια. Έπαιρνα χάπια, κρακ, τα πάντα και οτιδήποτε είχα στα χέρια μου. Το 2011, μπήκε σε κέντρο αποτοξίνωσης και συνήλθε και στη συνέχεια κατάφερε να ανακτήσει την επιμέλεια των παιδιών της.