Του Παναγιώτη Γιαννούλα
Όλα ξεκινούν με ένα γεγονός μεγίστης σημασίας για το τότε Ελληνικό Βασίλειο. Το Νοέμβριο του 1881, η Ελληνική επικράτεια θα μεγαλώσει, καθώς σε αυτή θα προστεθεί η σημερινή Θεσσαλία.
Τα σύνορα με το Οθωμανικό κράτος βρίσκονται πια βορείως της Λάρισας, στο ύψος του χωριού Παπαπούλι.
Τι νέα δεδομένα φέρνει η Θεσσαλία, λοιπόν;
Ο Θεσσαλικός κάμπος, αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί κυριότατη πηγή γεωργικών προϊόντων, όπως σιτηρά, βαμβάκι, καπνά.
Η ύπαρξή του, σε συνδυασμό με τις μεγάλου μεγέθους τοπικές αγορές σε πόλεις και οικισμούς, όπως ο Βόλος, η Λάρισα, οι Σοφάδες, η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα και η Καλαμπάκα, καθώς και τη βιομηχανική δραστηριότητα που συγκεντρώνει ο Βόλος, με το λιμένα του, δημιουργούν ανάγκες.
Ο εθνικής σημασίας κάμπος και τα οικιστικά και βιομηχανικά κέντρα του χρειάζονται πια ένα μέσον αξιόπιστο, φθηνό και αποτελεσματικό για τη μεταφορά ανθρώπων και αγαθών.
Την απάντηση θα δώσει, φυσικά, ο σιδηρόδρομος.
Ας δούμε, λοιπόν, πως γεννήθηκε η γραμμή που πασχίζουμε να κρατήσουμε, όσο γίνεται, ζωντανή, η μια εκ των δύο γραμμών των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, η γραμμή Βόλου – Καλαμπάκας, καθώς και ποιοι ήταν οι σημαντικοί “σταθμοί” στην υπεραιωνόβια πορεία της.
Η γραμμή γεννιέται, επί πρωθυπουργίας του πατέρα των σιδηροδρόμων και μεγάλου εκσυγχρονιστή, Χαριλάου Τρικούπη. Εκείνος είναι που συνάπτει τη σύμβαση για την κατασκευή της γραμμής από το Βελεστίνο ως την Καλαμπάκα, συνδέοντας την τελευταία με το Βόλο, μέσω της υπό κατασκευής, τότε, γραμμής Βόλου – Λάρισας.
Με το νόμο ΑΜΗ’/22.6.1882 οι εργασίες κατασκευής ξεκινούν, με πρωταγωνιστές τον μεγαλοτραπεζίτη Θεόδωρο Μαυρογορδάτο και υπεύθυνο μηχανικό σχεδιασμού τον Ιταλό Ευαρίστο Ντε Κίρικο, πατέρα του γνωστού ζωγράφου Τζόρτζιο Ντε Κίρικο.
Η κατασκευή προχωρά γοργά, κυρίως λόγω της ευκολίας που παρουσιάζουν τα πεδινά εδάφη από όπου αυτή περνά.
Επιλέγεται το εύρος γραμμής του ενός μέτρου, λόγω του μειωμένου του κόστους σε σχέση με το διεθνές εύρος (1,435 μ.), ενώ τα πεδινά εδάφη που η γραμμή διασχίζει δεν απαιτούν σημαντικά και κοστοβόρα τεχνικά έργα, παρά μόνον τις εννιά γέφυρες που κατασκευάστηκαν, ώστε να υπερβεί η γραμμή τα Θεσσαλικά ποτάμια.
Σημαντικότερες σε μέγεθος και από πλευράς αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος είναι η μεταλλική γέφυρα του Δροσερού, που περνά πάνω από τον ποταμό Πηνειό, η γέφυρα του Ληθαίου, κοντά στην Καλαμπάκα και η γέφυρα του ποταμού Ενιπέα.
Έτσι, στις 16 Ιουνίου 1886, η γραμμή φτάνει στην Καλαμπάκα, τον τερματικό της σταθμό και τίθεται υπό τη διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας “Εταιρεία Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας’’, που είχε ιδρυθεί το 1882 και διαχειριζόταν και τη γραμμή Βόλου – Λάρισας.
Στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της, διεξάγονται δύο ζεύγη δρομολογίων την ημέρα, με διάρκεια ταξιδιού έξι ώρες και τριάντα λεπτά.
Μαζί με τη γρήγορη και αποτελεσματική μεταφορά επιβατών, προσφερόταν μεταφορά αγαθών κατ’οίκον από και προς το λιμάνι του Βόλου, από και προς Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα.
Επιπροσθέτως, μετά το 1900, ο σιδηρόδρομος ανέλαβε και τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας των Θεσσαλικών πόλεων και χωριών, επιταχύνοντας την και καθιστώντας την αξιόπιστη. Οι σταθμοί διέθεταν ταχυδρομικά γραφεία, όπου πωλούνταν και γραμματόσημα.
Στο δεύτερο μόλις έτος της ζωής της, η γραμμή απέδειξε με άλλον έναν τρόπο τη χρησιμότητα και το σπουδαίο της ρόλο στη Θεσσαλία. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών του Ελληνοτουρκικού πολέμου, την άνοιξη του 1897, ο σιδηρόδρομος μετέφερε πολυάριθμα στρατεύματα, τόσο ενδοθεσσαλικά, όσο και προς τα σύνορα, στενά συνεργαζόμενος με τον Ελληνικό Στρατό.
Οι επιβατάμαξες και οι φορτάμαξες δε, φιλοξένησαν και μετέφεραν τους νεκρούς και τραυματίες του πολέμου, όπως και εφόδια απαραίτητα για τον Ερυθρό Σταυρό. Επίσης, με πρωτοβουλία των Σ.Θ., οι πρόσφυγες του πολέμου φιλοξενούνταν και σιτίζονταν στους σταθμούς του δικτύου.
Χάρη στο σιδηρόδρομο, όλα αυτά γίνονταν πολύ γρήγορα, σε μεγάλη κλίμακα και με πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία εν συγκρίσει με το φτωχό οδικό δίκτυο και τα υποζύγια.
Είναι η πρώτη μα όχι η τελευταία φορά που οι Θεσσαλικοί σιδηρόδρομοι θα παλέψουν για να ανασυγκροτηθούν από την καταστροφή που μοίρασε ο πόλεμος.
Η κατάσταση αρχίζει να επανέρχεται σε καλά επίπεδα, όταν το δίκτυο περιέρχεται και πάλι σε Ελληνικά χέρια, τον Ιούλιο του 1897 και με την απελευθέρωση του Βόλου, στις 25 Μαρτίου του 1898.
Επόμενος σταθμός μας, το 1908. Εκείνη τη χρονιά, ολοκληρώνεται ο άξονας κανονικού εύρους από την Αθήνα ως τη Λάρισα, συνδέοντας τις δύο πόλεις απ’ευθείας. Το γεγονός αυτό επηρεάζει αρνητικά την κίνηση του Θεσσαλικού δικτύου, ως ένα βαθμό.
Από εδώ και μέχρι το τέλος της ζωής των Σ.Θ., το δίκτυο δεν θα ζήσει πια ποτέ ξανά το μεγαλείο των πρώτων δεκαετιών του. Θα υποστεί ξανά εκτεταμένες καταστροφές σε υποδομή και τροχαίο υλικό κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά θα αναγεννηθεί για άλλη μια φορά, συνεχίζοντας να προσφέρει, έστω και με μειωμένο πια ρυθμό.
Η δεκαετία του 1960 θα είναι καθοριστική για το μέλλον των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας
Η δεκαετία του 1960 θα είναι καθοριστική για το μέλλον των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας. Το 1955 γίνεται η συγχώνευσή τους με τους ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους).
Ακολούθως, το 1960, η μετρικού εύρους γραμμή Λαρίσης – Βόλου αντικαθίσταται από γραμμή κανονικού εύρους. Έτσι, το πάλαι ποτέ δίκτυο των Σ.Θ. περιορίζεται πια στη γραμμή Βόλου – Καλαμπάκας.
Τα χρόνια ζωής που απομένουν στη γραμμή είναι δύσκολα…
Ο έντονος οδικός ανταγωνισμός από τους αναπτυσσόμενους εθνικούς δρόμους, η άνοδος του ιδιόκτητου αυτοκινήτου, σε συνδυασμό με τις γηρασμένες υποδομές της γραμμής φέρνουν μιαν αναπόφευκτη μείωση του επιβατικού κοινού, ενώ και η εμπορική δραστηριότητα περνάει πια σε άλλα χέρια.
Η τελευταία σημαντική αναβάθμιση, μια σύντομη αναλαμπή πριν το τέλος θα λέγαμε, γίνεται με την κυκλοφορία στο δίκτυο των νέων σύγχρονων αυτοκινηταμαξών ΜΑΝ 1/ΕΝ, από το 1990 και ύστερα.
Ο επιθανάτιος ρόγχος της ιστορικής γραμμής, ακούγεται το 1998, οπότε και η γραμμή παύει οριστικά τη λειτουργία της ως μετρική.
Όπως και στη ζωή, όμως, όταν κάτι πεθαίνει κάτι άλλο γεννιέται. Η γραμμή τίθεται υπό αναστολή κυκλοφορίας και παραδίδει, το 2001, τα σκήπτρα στη νέα, κανονικού εύρους γραμμή Παλαιοφαρσάλου – Καλαμπάκας, που συνδέει απ’ευθείας τη δυτική Θεσσαλία με την Αθήνα.
Κάθε τέλος μιαν αρχή, λένε σοφά… έτσι κι εδώ. Η ιστορία και η πολύπλευρη προσφορά των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων δεν ξεχάστηκαν.
Μία ομάδα εθελοντών, προσπαθεί σκληρά να συντηρήσει και να κρατήσει ανοιχτό το τμήμα της γραμμής των πάλαι Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων μεταξύ Βελεστίνου – Παλαιοφάρσαλου. Είναι κομμάτι του παρελθόντος και της ιστορίας. Και όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το επαναλάβει…
* Ο Παναγιώτης Γιαννούλας είναι ιστορικός, μέλος του Μουσειακού Σιδηρόδρομου Θεσσαλίας
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!