Όταν γράφει, είναι άδεια από στόχους. Βρίσκεται μέσα στην εποχή του μυθιστορήματος και ζει την πλοκή μαζί με τους ήρωες της. Το μυαλό της είναι καθαρό και θέλει ν’ αποκτήσει «χνάρια» και «χαρακιές» όπως μια απλή αναγνώστρια.
Η Νοέλ Μπάξερ είναι μια γυναίκα με στόχους και προσδοκίες, όνειρα και αγωνίες. Είναι μία συγγραφέας θετικής ανησυχίας που ανακαλύπτει συνεχώς τους ανθρώπους γύρω της, οργανώνει τις ιδέες της, καταθέτει τις σκέψεις της και δίνει απαντήσεις μέσα από τα βιβλία της σε δικά της αναπάντητα ερωτήματα που κουβαλά από τα παιδικά της χρόνια και τα οποία συνειδητοποίησε καθυστερημένα.
Στις ιστορίες της αποφεύγει τις υπερβολές, τηρεί το μέτρο, χρωματίζει με λεπτομέρεια την πλοκή, την χαρακτηρίζει η επιθυμία της να καταφέρει να αποτυπώσει στο χαρτί αυτό που έχει στο νου της με τον καλύτερό δυνατό τρόπο. Τολμά να αντιμετωπίσει την πρόκληση, προχωρά και στο τέλος πετυχαίνει.
Είχα την ευκαιρία να τη συναντήσω πριν από έξι χρόνια τον Απρίλιο του 2010, κατά την εργασία μου ως Βιβλιοθηκονόμος στην τότε Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας στο πλαίσιο ενός όμορφου τριημέρου για το βιβλίο, που είχα τη χαρά να διοργανώσω.
Αυτό που τη χαρακτήριζε ήταν η αγάπη για το βιβλίο και την πορεία του, η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και η μεγάλη αγάπη για την πατρίδα μας. Έξι χρόνια μετά ανακαλύπτω πως συνεχίζει να παραμένει ίδια και η αγάπη της για το βιβλίο, η φιλαναγνωσία και η φιλοπατρία, παραμένουν ως σήμερα όμοια και ισόποσα για εκείνη.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ποια είναι τα συναισθήματά σας τώρα που το τέταρτο βιβλίο σας βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, κυρία Μπάξερ;
Ανάμεικτα. Έτσι ήταν και με τα προηγούμενα βιβλία μου, κυρία Δούλη. Δεν υπάρχει μόνο χαρά κι ενθουσιασμός. Υπάρχει μαζί και λίγη λύπη. Αποχαιρετώ τους ήρωες του μυθιστορήματος, φεύγουν από μένα και πάνε να κατοικήσουν σε άλλους τόπους, στον νου και στην καρδιά των αναγνωστών. Επειδή περνάω μεγάλο διάστημα μαζί τους κατά την συγγραφή, τα μυθιστορηματικά πρόσωπα γίνονται φίλοι μου, κάπως σαν αληθινά πρόσωπα. Τους εκτιμώ, τους γνωρίζω καλά, ξέρω τις ανησυχίες τους, τι τους αρέσει και τι όχι. Υπάρχει ένα δέσιμο, που τώρα πρέπει να λυθεί. Καλούμαι να τους ελευθερώσω από μένα, να φύγουν απελεύθεροι, να ταξιδέψουν πλέον μόνοι τους. Χαίρομαι γι’ αυτό αλλά και λίγο στενοχωριέμαι ταυτόχρονα. Θα μου περάσει. Ξέρω πια τον λόγο της λύπης κι απλώς αφήνω τον χρόνο να προχωρήσει.
«Το χνάρι που δεν έσβησε», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα» και πραγματεύεται και ανιχνεύει τις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η μοναδική σας πένα «ξύνει πληγές» και φέρνει στο φως μύχια συναισθήματα και αναμνήσεις σε κάθε αναγνώστη. Υπάρχουν προσωπικά βιώματα στην αναδίπλωση της νέας σας ιστορίας;
Δεν υπάρχει κανένα προσωπικό μου βίωμα. Υπάρχουν όμως απαντήσεις σε δικά μου αναπάντητα ερωτήματα που κουβαλάω από τα παιδικά μου χρόνια και τα οποία συνειδητοποίησα καθυστερημένα. Έχουν να κάνουν με τον παράξενο τρόπο που συμπεριφερόντουσαν κάποιοι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι όταν ήμουν μικρή, που ήταν στις δεκαετίες ’60 και ’70. Αναζητώντας τις αιτίες βρέθηκα στα προγενέστερα βαριά χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου και, με τη δεύτερη γενιά πιο πίσω μου, στην εποχή του Μεταξά και του Καθεστώτος του της 4ης Αυγούστου. Έτσι, στο καινούργιο μου μυθιστόρημα «Το χνάρι που δεν έσβησε» εμφανίζω τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας. Μια ομολογουμένως ιδιαίτερη οικογένεια. Αναφέρομαι στα δρώμενα της ανθρώπινης ψυχής όταν πάνω της παίζουν η Ιστορία και τα ήθη της εποχής. Καταδεικνύω, με τον δικό μου τρόπο και την προσωπική μου γραφή, τις χαρακιές που προκλήθηκαν στην ψυχή παιδιών και νέων τα δύσκολα, τα απαράδεκτα δύσκολα εκείνα χρόνια. Απαντώ σε ένα βασικό ερώτημα που είναι καθολικό κι όχι μόνο δικό μου. Αποτελεί ερώτημα της εποχής μου: εάν, λόγω της σκληρής νεώτερης ελληνικής ιστορίας, της πιο πρόσφατης του τώρα μας, η ζωή κάποιων μετατοπίστηκε από την πορεία που θα είχε κανονικά. Αν συνέβη αυτό το τρομερό, σε ποιο βαθμό έγινε και με τι συνέπειες στους μεταγενέστερους, σε εμάς.
Το μυθιστόρημα αποκαλύπτει κρυμμένα μυστικά. Με ένα μηχανισμό αυτά αποκαλύπτονται και ο αναγνώστης μένει μετέωρος. Είναι και αυτό μια ακόμη τεχνική σας;
Γυρνώντας σελίδα ο αναγνώστης συχνά βρίσκεται μπροστά σε μια ανατροπή, σε ένα σκηνικό στο οποίο έχει μπει κι ένα καινούργιο δεδομένο. Στην πορεία της αναζήτησης του πατέρα, της χαμένης του ταυτότητας συγκεκριμένα, ολοένα προστίθενται τα αποτελέσματα της αναζήτησης και, σε παράλληλο επίπεδο, η καινούργια ύλη αυτογνωσίας του νεαρού σε ηλικία ήρωα που ανδρώνεται. Ένα πράγμα που σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε για το Χνάρι, είναι πως η πλοκή του είναι στάσιμη! Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται από το περιεχόμενο της πληροφορίας καθώς και από την ανθρώπινη ψυχή που διαρκώς την βλέπει διάπλατα ανοιγμένη μπρος του σαν ανοιγμένο σύκο. Διακρίνει όλα τα καλά της, τα κακά της, τα αδιάφορά της…
Στην τεχνική της γραφής αν πρέπει να αποδώσω ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτό είναι η παράδοξη αλήθεια πως για όλες σχεδόν τις μεγάλες ανατροπές ο αναγνώστης έχει προετοιμαστεί. Του τις έχει πει η ηρωίδα που κουβαλάει την μοίρα της Κασσάνδρας: να λέει τα μελλούμενα και να προειδοποιεί χωρίς να γίνεται πιστευτή. Ούτε από τους ήρωες του βιβλίου ούτε από τους αναγνώστες.
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα είναι η αγάπη και ο έρωτας. Η κοινωνία μας έχει ανάγκη την αγάπη και τον έρωτα σήμερα περισσότερο από ποτέ;
Για κάθε κοινωνία ισχύει πως περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη την αγάπη και τον έρωτα. Είναι αντίδοτα στην σκληρή πραγματικότητα. Ιστορικά, κάθε εποχή είναι μια σκληρή πραγματικότητα για τους ανθρώπους που τη βιώνουν. Κι ας μην είναι η πιο σκληρή από τη δημιουργία του κόσμου. Η δική μας, η σημερινή, δεν είναι σκληρότερη από χθεσινές εποχές, προχθεσινές και από ακόμη παλαιότερες. Υποκειμενικά και αντικειμενικά είναι σκληρή. Οπότε, ναι, χρειάζεται δυνατούς έρωτες και μεγάλες αγάπες.
Ποια πρόσωπα σας ενέπνευσαν ώστε να δημιουργήσετε τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας: «Το χνάρι που δεν έσβησε», κυρία Μπάξερ;
Δεν βρίσκω γνωστούς μου ανθρώπους στο Χνάρι μου. Ήταν νέες γνωριμίες και για μένα, κυρία Δούλη. Τον κάθε χαρακτήρα τον έφτιαξα με υλικά μαζεμένα από διάφορες και διαφορετικές εποχές. Ένα βλέμμα από ‘δω, ένα βάδισμα από κει, ένα καπρίτσιο που ούτε που το θυμόμουν και ξαφνικά εμφανίστηκε από μόνο του, κάπου από τα βαθιά, από την παμπάλαια μνήμη. Πλάστηκαν οι ήρωες, στήθηκαν στα πόδια τους, ισορρόπησαν κρατώντας με, απέκτησαν πνοή. Απέκτησαν και ψυχή και μνήμη. Απ’ όλα! Τους εξόπλισα με όλα τα ανθρώπινα στοιχεία μας. Αναμφισβήτητα τους χάρισα μέρος από την ύλη μου. Ένα κομμάτι μου, άλλο στον καθένα. Το καταλάβαινα ξεκάθαρα τούτο όταν έγραφα για αυτούς, κατά την περίοδο της συγγραφής, επειδή ήταν σαν να τα ζω κι εγώ. Ενθουσιαζόμουν, συγκινιόμουν, λυπόμουν. Όλα τα συναισθήματα των ηρώων πέρασαν πρώτα από μένα!
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για εσάς;
Πρώτα θα ξεκινούσα λέγοντας πως είναι ελληνικό μυθιστόρημα, εξηγώντας του το ξένο μου όνομα. Θα τοποθετούσα δηλαδή το βιβλίο στο σωστό μέρος της βιβλιοθήκης στο μυαλό του. Από κει και μετά, με ποια λόγια το συστήνω εξαρτάται από αυτόν που έχω απέναντί μου, ποιος είναι αυτός ο κάποιος. Αν είναι σχετικά μεγάλης ηλικίας άνθρωπος θα δώσω έμφαση στο ταξίδι επιστροφής στους παλιούς καιρούς που δεν είχε πολλές ευκαιρίες λογοτεχνικά να επισκεφθεί. Σε έναν νέο άνθρωπο βάζω μπροστά τον Άγη. Μιλάω για το πανωφόρι, τον κατεβάζω μαζί με τον νεαρό μου ήρωα στο υπόγειο. Το τι θα ανακαλύψουν, τους βάζω να το ανακαλύπτουν μαζί οι δύο νέοι.
Σε κάθε περίπτωση, αναφέρομαι στο Χνάρι ως ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που καλύπτει τρεις γενιές μιας οικογένειας, ξεκινώντας χρονικά από το ΄39 του Μεταξά και, κυλώντας μαζί με την Ιστορία, καταλήγει στο δικό μας 1990. Επιγραμματικά λέω ότι μιλάει για χαρακιές και για χνάρια. Πως με αφορμή ένα αντρικό πανωφόρι και την αναζήτηση κάποιου πατέρα επιστρέφει σε χρόνια της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας που είχαν το βάρος και σημάδεψαν τις ψυχές πολλών ανθρώπων. Φτάνοντας ως τη δική μας. Και τη δική μας.
Ο προσωπικός σας στόχος ποιος είναι όταν γράφετε;
Όταν γράφω είμαι άδεια από στόχους. Βρίσκομαι μέσα στην εποχή του μυθιστορήματος και ζω την πλοκή μαζί με τους ήρωες. Το μυαλό μου είναι καθαρό. Πριν και μετά ασφαλώς κι έχω και στόχους και προσδοκίες και όνειρα και αγωνίες. Στο στάδιο της συγγραφής επικρατεί η επιθυμία μου να καταφέρω να βγάλω έξω στο χαρτί αυτό που έχω στο νου μου με τον καλύτερό μου δυνατό τρόπο. Να ικανοποιηθώ πρώτα εγώ η ανικανοποίητη. Είμαι δύσκολη αναγνώστρια του εαυτού μου.
Θεωρώ πως αν κάποιος γράφει κοιτώντας κάποιον στόχο, ενοχλείται η δημιουργικότητα. Κινδυνεύει να μείνει το βιβλίο κολλημένο στα γήινα.
Ποιο είναι το πιο εύκολο και το πιο δύσκολο πράγμα στη γραφή;
Θα ξεκινήσω από το πιο δύσκολο, που είναι να βρω ένα ήσυχο, απόμερο και ασφαλές μέρος όπου δεν θα με ενοχλήσει κανένας. Έναν Ιδανικό Τόπο. Χωρίς ρολόι, χωρίς κουδουνίσματα τηλεφώνου, χωρίς μηχανή γκαζόν, χωρίς το φαγητό στον φούρνο. Κάπου που δεν θα με διακόψουν. Με ταράζει να με διακόπτουν όταν γράφω. Και τα δύο. Και με ταράζει και με νευριάζει.
Εύκολο, χωρίς να ξέρω αν είναι το πιο εύκολο, είναι να συγκεντρωθώ. Πια συγκεντρώνομαι εύκολα. Η καταβύθιση, εάν περί αυτού πρόκειται, γίνεται σαν μια βουτιά σε έναν σωλήνα στο μέγεθός μου, φαρδύς όσο η πλάτη μου. Ξέρω πού θα με βγάλει και πέφτω χωρίς δισταγμό.
Εύκολοι μού είναι και οι διάλογοι. Άμα έχω τον χαρακτήρα στα χέρια μου, όταν φορέσω τα ρούχα του δεν με δυσκολεύει να μιλάω με τα λόγια του. Ίσα-ίσα μάλιστα, με διασκεδάζει.
Πώς καταφέρνετε να ικανοποιείτε το αναγνωστικό σας κοινό, που σας ακολουθεί πιστά τόσα χρόνια; Ποιο είναι το συγγραφικό σας μυστικό, κυρία Μπάξερ;
Οι αναγνώστες που έχουν διαβάσει προηγούμενα μυθιστορήματά μου γνωρίζουν -ή αυτό διαλέγω να νομίζω- πως το καινούργιο μου βιβλίο που κρατούν στα χέρια τους είναι ένα καλοδουλεμένο έργο. Όπως κάθε νέο μου. Έχοντας την αναγνωστική εμπειρία από τα μυθιστορήματά μου που προηγήθηκαν, θέλω να πιστεύω πως ανοίγουν το εξώφυλλο χωρίς αμφιβολία για το τι θα συναντήσουν μέσα, προετοιμασμένοι πως θα διαβάσουν ένα βιβλίο περιποιημένο σε όλα τα επιμέρους. Τόσο σε πλοκή και χαρακτήρες όσο και σε γραφή.
Εκτιμώ επίσης ότι πια με ξέρουν ως συγγραφέα. Ξέρουν δηλαδή πως εκεί που είμαστε όλοι προσγειωμένοι, στην γραφή αναφέρομαι, θα δώσω μία και θα ανέβουμε όλοι στον αέρα. Τους καλώ να πετάξουν ελεύθεροι και τους δίνω τον τρόπο. Μαζί πετάμε. Το έχουμε ξανακάνει και θα το ξανακάνουμε, το γνωρίζουν. Το περιμένουν, έτσι νομίζω. Με χαροποιεί να σκέφτομαι πως το περιμένουν. Μου αρέσει το λογοτεχνικό πέταγμα και γυρεύω ευκαιρίες, κυρία Δούλη.
Τρίτον, όσοι έχουν διαβάσει τα άλλα μου μυθιστορήματα, ορθά νιώθουν εμπιστοσύνη πως άμα μια σκηνή καταλήξει σε δραματική κορύφωση, μετά θα τους ανακουφίσω, δεν θα τους αφήσω έτσι. Θα βάλω εκεί ένα γλυκό λυρικό, λίγο χιούμορ, έναν χαρακτήρα πιο ανάλαφρο, πάντως θα τους ξεκουράσω.
Ένας επιπλέον λόγος, αυτονόητος αυτός, είναι πως στα βιβλία μου, τα μέχρι τώρα τουλάχιστον, μαζί με την ψυχαγωγία οι αναγνώστες μου παίρνουν και γνώση. Χωρίς να κοπιάσουν, χωρίς να παιδευτούν καθόλου, πάρα πολύ εύκολα και εντελώς εύπεπτα αποκτούν ιστορικές γνώσεις έγκυρες και ελεγμένες. Απολύτως αξιόπιστες. Είναι γνωστή η αυστηρότητά μου στο να είναι σωστή κι αλάνθαστη η παρουσία της Ιστορίας μέσα σε μια μυθιστορία. Προέρχεται από την αγάπη μου στην Ιστορία και από τον σεβασμό στον αναγνώστη μου, η ίδια κάθε άλλο παρά αυστηρή είμαι σαν άνθρωπος.
Και κοντά σ’ αυτόν κι ένας άλλος λόγος, που έχει βαρύτητα σε κάποιους αναγνώστες, δεν νομίζω σε όλους, το ότι είμαι μια Ελληνίδα που μπορώ να σταθώ και σε ένα βραχάκι πιο πέρα. Δεν ξέρω αν η ματιά μου είναι πιο καθαρή αλλά έχει μια ιδιαιτερότητα χάρη στη διπλή καταγωγή μου. Αυτό μου δίνει μια ελευθερία όποτε την χρειάζομαι. Δεν την χρειάζομαι πάντα.
Η ιστορική έρευνα έχει την τιμητική της και σ’ αυτό το βιβλίο σας. Ποιος είναι ο βαθμός δυσκολίας αυτής της προσπάθειας;
Στον χρόνο που απαιτείται για μια άρτια ιστορική έρευνα τοποθετώ την μεγαλύτερη δυσκολία. Δευτερευόντως στην ταξινόμηση και διαχείριση του υλικού, τι θα αφήσω και τι θα κρατήσω από όλα αυτά που μάζεψα. Η έρευνα μού αρέσει, την έχω σπουδάσει κιόλας. Στη γνώση έχει προστεθεί η εμπειρία, δεν μου είναι ως διαδικασία επίπονη. Το πολύ δύσκολο κατ’ εμέ είναι να θέσω το όριο, το πού θα σταματήσω. Γιατί μπορεί μια ζωή να ερευνάει ο ερευνητής, η γνώση δεν τελειώνει. Κάπου όμως πρέπει να μπαίνει ένα τέλος και τα κριτήρια γι’ αυτό, για να οριστεί εννοώ, θέλουν πολλή σκέψη. Το να τα διακρίνεις, πότε τα έφτασες, επίσης θέλει πολλή σκέψη. Και το να μην τους αντισταθείς, να μην αλλάξεις γνώμη και να κάνεις του κεφαλιού σου, είναι κι αυτή μια ακόμη δυσκολία.
Όμως παρηγορούμαι αμέσως. Γιατί με το που τελειώνει ή έρευνα, ξεκινάω πια να γράφω. Η πλοκή και οι χαρακτήρες έχουν δουλευτεί παράλληλα, είμαι πανέτοιμη. Όταν βρίσκομαι ακόμα στην πρώτη παράγραφο, κάθε προηγούμενη δυσκολία έχει ξεχαστεί.
Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τον λόγο που στα μυθιστορήματά σας πάντα ενσωματώνετε ιστορικά στοιχεία;
Ξέρω ότι σας είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά με την Ιστορία δεν το κάνω σκόπιμα. Δεν προεπιλέγω μια ιστορική περίοδο κι εκεί εντάσσω τους ήρωες και την πλοκή. Πηγαίνει τελείως αντίστροφα. Πρώτα έρχονται οι ήρωες κουβαλώντας την πλοκή τους, τις ιστορίες τους, ο καθένας τη δική του, κι ύστερα καταφθάνει η Ιστορία. Έρχεται ακάλεστη, από μόνη της, με έναν συνειρμό, με την αστραπιαία εμφάνιση μιας όμοιας εικόνας, με έναν παραλληλισμό. Ας πούμε, γίνεται ένα ξαφνικό πάντρεμα με απουσία δική μου, αφού δεν γίνεται από λογική επιλογή.
Θα σας πω και κάτι ακόμα που θα σας ξαφνιάσει ίσως, αλλά την Ιστορία δεν την αγαπώ όσο νομίζετε. Υπάρχουν μάλιστα ιστορικές περίοδοι που μπορώ να ομολογήσω πως μάλλον τις αντιπαθώ. Η μυθολογία και η αρχαιολογία, ναι, σε αυτές έχω αδυναμία. Το ξέρουν αυτές, το ξέρω κι εγώ. Τα έχουμε μιλημένα, αλλά όχι συμφωνημένα πως θα μπαίνουν και θα στρώνονται σε κάθε βιβλίο μου.
Αυτό που θέλω να πω είναι να μην σας φανεί περίεργο εάν ένα επόμενο βιβλίο μου δεν έχει ούτε ίχνος Ιστορίας. Μην την θεωρείτε δεδομένη, γιατί δεν είναι. Τουλάχιστον δεν το θεωρώ έτσι εγώ. Δεν ξέρω τι κάνει επ’ αυτού η Ιστορία. Πάντως, εάν ξανάρθει, που είναι το πιθανότερο μεταξύ μας, αν εμφανιστεί πάλι μέσα από το αντανακλαστικό σύστημα των παραλληλισμών της με το μακρύ φόρεμα της έμπνευσης, δεν θα της κλείσω την πόρτα. Το να την δεχτώ μέσα σε βιβλίο μου είναι δίκαιο, είναι πράξη οικονομίας κι έχει να κάνει, επίσης, με την τάξη του κόσμου όπως την εννοώ.
Το γεγονός πως μαζί με την ψυχαγωγία ο αναγνώστης μου στα τέσσερα μυθιστορήματά μου κερδίζει και γνώση, με ευχαριστεί. Νιώθω πως του προσφέρω όσα περισσότερα μπορώ. Τον φιλοξενώ με ό,τι καλύτερο έχω να του δώσω και, ευνόητα, με γεμίζει ικανοποίηση αυτό.
Από τη σημερινή Ελλάδα, τι μπορεί να περιμένει η νέα γενιά; Εσείς προσωπικά πώς βιώνετε τη καθημερινότητα του 2016;
Ξέρω ότι επικρατεί γενική απαισιοδοξία στην κοινωνία, δεν την συμμερίζομαι όμως απόλυτα. Σε κάθε γενιά ξεβάφει η προηγούμενη, σε μικρότερο βαθμό η προηγούμενη της προηγούμενης, και πάει λέγοντας έτσι προς τα πίσω, σε κάποιο βάθος χρόνου. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη γενιά που δεν ξεκινάει υπό άριστες συνθήκες. Όπως αφηγείται το μυθιστόρημά μου αυτό, «Το χνάρι που δεν έσβησε», κατά την παιδική και την νεανική ηλικία αποκτούμε χαρακιές στην ψυχή μας, ιδιαίτερα όταν το περιβάλλον γύρω μας σημαδεύεται από τα δραματικά γεγονότα μιας σκληρής πραγματικότητας όπως η τωρινή. Άλλες χαρακιές τις νιώθουμε να σχηματίζονται, ενώ άλλες γίνονται χωρίς να το καταλάβουμε. Το πώς θα διαχειριστεί καθένας τη λαβωμένη ψυχή του, ποιες χαρακιές του θα έχει τη δύναμη να αντικρίσει και πόσες την τόλμη να αντιμετωπίσει, είναι δικό του θέμα. Προσωπικό του επίτευγμα. Είναι κόπος και παιδεμός, σαφώς είναι πόνος, είναι όμως κι ευκαιρία.
Η καθημερινότητά μου έχει αλλάξει όπως όλων κι έχει επιβαρυνθεί όπως επίσης όλων. Όταν όμως κάθομαι να γράψω και κοιτάζω μιαν άδεια σελίδα, μαζεύονται αυτά και τραβιούνται στην άκρη. Γίνονται μια μπάλα στα πόδια μου.
Όταν πριν από έξι χρόνια και συγκεκριμένα στις 26 Απριλίου 2010 είχαμε συναντηθεί στην Καλαμπάκα σ’ ένα όμορφο τριήμερο για το βιβλίο, αυτό που σας χαρακτήριζε ήταν η αγάπη για το βιβλίο και την πορεία του, η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και η μεγάλη αγάπη για την πατρίδα μας. Έξι χρόνια μετά εκτός από δύο επιπλέον βιβλία τι άλλαξε στη ζωή σας, κυρία Μπάξερ;
Τίποτε και όλα, θαρρώ. Άλλαξε η ζωή στη χώρα μας, άλλαξα κι εγώ αφού μεγάλωσα κατά έξι χρόνια. Θα έπρεπε να είμαι αλλιώς. Όμως δεν νιώθω αλλιώτικη από τότε. Είμαι τόσο διαφορετική όσο είμαι ίδια. Πράγματα σημαντικά για μένα παραμένουν ανεπηρέαστα, και αισθήματα πολύτιμα δεν έχουν χάσει αξία. Είχα και συνεχίζω να έχω από πού να κρατηθώ. Από τα ίδια κρατιέμαι όπως τότε.
Αν το δούμε ιστορικά, στον μεγάλο χρόνο της ανθρωπότητας έξι χρόνια λογαριάζονται ως τίποτα, είναι το ίδιο σχεδόν παρόν. Φυσικά μπορεί να άλλαξα τελείως και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου για το αντίθετο. Και μετά να πείσω κι εσάς. Με την καταχωνιασμένη υποδόρια ελπίδα να δω στα μάτια σας πως δεν άλλαξα και να ευχαριστηθώ. Αυτά όμως που σε εκείνη την ωραία επίσκεψη στην Καλαμπάκα συγκρατήσατε από μένα, η αγάπη μου για το βιβλίο, η φιλαναγνωσία και η φιλοπατρία, παραμένουν ώς σήμερα όμοια και ισόποσα, κυρία Δούλη. Άρα ναι, είμαι ίδια. …Νομίζω.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 27 Μαΐου 2016.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!