Καταφέρνει ν’ αγγίξει και να ηλεκτρίσει τον αναγνώστη. Εννοεί την κάθε συλλαβή που γράφει, είναι απόλυτος μαέστρος στις ονειρικές ιστορίες που μας χαρίζει. Είναι ένας συγγραφέας που με εκπληκτική τεχνική, αφοπλιστική άνεση και αίσθηση του ύφους, κατορθώνει να εισέρχεται στην ουσία των ηρώων που πλαισιώνουν τις ιστορίες του.
Το συναίσθημα που εκπέμπει είναι ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχολογία. Είναι εφευρετικός, ιδανικός μεταδότης συγκίνησης, με αλήθεια και ομορφιά στη γραφή.
Έχει τη δυνατότητα να κινηθεί απ’ τα διηγήματα στα χρονογραφήματα και από το μυθιστόρημα μέχρι τα θεατρικά έργα. Ο Μιχάλης Φακίνος έχει διαγράψει μεγάλη διαδρομή στο χώρο της δημοσιογραφίας και της συγγραφής και έχει αποκομίσει πλούσιες και σημαντικές εμπειρίες. Ως απόσταγμα αυτής της ανηφορικής και γεμάτης διαδρομής έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κουβαλάμε τη μνήμη του αδικημένου λαού αλλά κάποτε πρέπει να σκεφτούμε κι εμείς μήπως είμαστε άδικοι και ότι για όλα όσα γίνονται γύρω μας δεν μας φταίνε μόνο οι άλλοι.
Θεωρεί ότι ολοκλήρωση δεν υπάρχει αλλά πάντα θα υπάρχει το καλύτερο που θα κλείσει τον κύκλο. Όσο για την ευτυχία, μας προτρέπει να περιοριστούμε στις «μικρές ευτυχίες» της ζωής, σαν ασπίδα απέναντι στις δυστυχίες.
H ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Φύλακας στην πισίνα», είναι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να συγγράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο, κύριε Φακίνο; Κάποιο ερέθισμα, κάποια ιστορία που ίσως θα χανόταν;
Οι μοναχικοί άνθρωποι και η απουσία μνήμης είναι δυο εμμονές μου που διατρέχουν σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά μου. Παρ’ όλο που τούτη η ιστορία γεννήθηκε από ένα πραγματικό περιστατικό, στο αλχημικό εργαστήριο του μυαλού του συγγραφέα ανακατεύτηκαν όλα τα υλικά του χάους για να παραχθεί ένα νόημα.
Έπρεπε να δώσω κίνηση στην ακινησία του φύλακα και να ψάξω για το «Νερό» που περίμενε η πισίνα. Έτσι, για να γεμίσω την αναμονή τους, έγινα πωλητής αναμνήσεων και ιστοριών, παίζοντας πότε με το ψέμα και πότε με την αλήθεια.
Πώς κατορθώσατε και «δέσατε» τα θλιβερά γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, τις κουρελιασμένες ζωές των τυφλωμένων στρατιωτών από τα αέρια και τη διαπόμπευση μιας γυναίκας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου; Σας δυσκόλεψε κάτι όταν «χτίζατε» τις ιστορικές γέφυρες στις σελίδες του βιβλίου σας;
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ου αιώνα μας ακολουθούν και στον 21ο σαν πληγές που δεν κλείνουν και σαν οδυνηρές αναμνήσεις. Και λέω «αναμνήσεις» γιατί μπορεί να μη τις ζήσαμε αλλά από στόμα σε στόμα, από βιβλία, από φωτογραφίες, ταινίες του σινεμά είναι σαν να είμαστε παρόντες. Έτσι ο βαθμός δυσκολίας μειώνεται. Άλλωστε, επιλέγω δύο μεμονωμένα γεγονότα, έναν τυφλωμένο από τα αέρια στρατιώτη και μια γυναίκα που τη διαπομπεύουν, και με την αυθάδεια της φαντασίας τους εντάσσω στην οικογένεια του μυθιστορηματικού ήρωα αφού τούτη
η μνήμη, πλέον, είναι συλλογική.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, επισκεφθήκατε νοερά τα μέρη όπου εκτυλίχθηκαν στο παρελθόν, αυτά τα θλιβερά γεγονότα;
Αυτές οι δυο φωτογραφίες, αποκόμματα από παλιές εφημερίδες, δηλαδή οι τυφλωμένοι από τα αέρια στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου και η διαπόμπευση της γυμνής γυναίκας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου, υπήρχαν στο αρχείο μου. Κοιτάζοντάς τες ένιωθα σαν να ήμουν εκεί, ζωντάνευαν, άκουγα, έβλεπα, μάντευα την ιστορία που έκρυβαν, κυρία Δούλη.
Τι ήταν αυτό που πυροδότησε μέσα σας αυτή η διαδρομή; Υπήρξε κάποιο αόρατο νήμα που σας συνέδεσε με εκείνη την εποχή, προκαλώντας σας έντονα συναισθήματα;
Ο παππούς μου! Ήταν ένας αμίλητος κηπουρός, αυτό που λέμε: άνθρωπος χωρίς ιστορία. Και του «χάρισα» ιστορία. Χωρίς να έχει καμιά σχέση τον έκανα τυφλωμένο από τα αέρια φαντάρο και με τη μια του κόρη να έχει πάει με Γερμανό και να την διαπομπεύουν στη γειτονιά. Ψέματα βεβαίως. Αλλά μήπως είναι αλήθεια; Εκεί ισορροπεί τούτο το μυθιστόρημα. Ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια που κρύβουμε.
Τι είναι αυτό που θέλατε να αναδυθεί εντονότερα στην επιφάνεια μέσα από τη συγγραφή του «Φύλακα στην πισίνα», κύριε Φακίνο;
Οι μέρες μας. Η εποχή μας. Η Ελλάδα της κρίσης. Η Ελλάδα που αντιστέκεται. Η Ελλάδα που παραδίδεται. Οι πολλές Ελλάδες μέσα από τα μάτια δυο φανταστικών περιπατητών της πόλης, του αινιγματικού Μεσιέ με τις πολλές ταυτότητες, και του σιωπηλού Δάσκαλου. Η Ελλάδα σαν στεγνή πισίνα με τον φύλακά της να προσπαθεί να τη γεμίσει με την φαντασία του, μα όλες οι ιστορίες του δεν έχουν «Νερό», είναι οδυνηρές και αποτρόπαιες, η ελπίδα σαν να μην υπάρχει, όμως κάπου, πάλι σε μια φωτογραφία, παραμονεύει η Ομορφιά… Όμως όλα τούτα μοιάζουν σαν να θέλουν να κρυφτούν καθώς ο ήρωάς μου φτιάχνει το δικό του Σύμπαν περνώντας μέσα από τις κλειστές πόρτες της μνήμης και της Ιστορίας για να αναμετρηθεί αναπόφευκτα με τη σκληρή πραγματικότητα του τώρα. Σαν να φτιάχνει ένα παζλ που του λείπουν κομμάτια κι αναζητεί τρόπους να γεμίσει τα κενά.
Οι πληγές που άφησε ο πόλεμος και στην συνέχεια ο εμφύλιος έχουν επουλωθεί σήμερα ή θεωρείτε πως είναι ακόμη ανοιχτές;
Ο δικός μας Εμφύλιος έχει βαθιές ρίζες και μοιάζει να μην είναι πληγή αλλά ασθένεια του αίματος που μεταφέρεται ανά τους αιώνες από γενιά σε γενιά. Και αντί να ψάχνουμε να βρούμε το φάρμακο της ομόνοιας, κάθε τόσο την υποδαυλίζουμε με το μικρόβιο του μίσους. Ακόμη και τούτες τις δύσκολες μέρες που θά ‘πρεπε να είμαστε ενωμένοι ακούγονται εμφυλιοπολεμικές κραυγές. Κάποτε πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να πάμε παραπέρα. Η Ιστορία πρέπει κάποτε να γράφεται όχι με αίμα αλλά με Πολιτισμό.
Ο πόλεμος, κάθε μορφής, έχει λογική, κύριε Φακίνο;
Η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι αιματοβαμμένη. Ποια λογική λοιπόν μπορεί να υπάρχει όταν στα πεδία των μαχών έχουν χαθεί εκατομμύρια νεαρές ψυχές που ανάμεσά τους μπορεί να υπήρχαν ένας καλύτερος Όμηρος, ένας νέος Ντα Βίντσι, ένας άλλος Αϊνστάιν και χιλιάδες άλλα τέτοια μυαλά που θα μπορούσαν να κάνουν την ανθρωπότητα όχι μόνο καλύτερη αλλά καλή, κυρία Δούλη;
Άραγε οι πράξεις των προγόνων ορίζουν την πορεία του κάθε ανθρώπου και του κάθε λαού;
Ο Φρόιντ έλεγε πως κάθε άνθρωπος είναι προϊόν των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας. Και ο Ρίτσος πως η μνήμη φοράει ξυλοπάπουτσα που όταν μας επισκέπτεται βροντούν και σηκώνουν τη σκόνη της λήθης, ξυπνάνε τα όνειρά μας και τα κρυμμένα τιμαλφή μας. Τα «ξυλοπάπουτσα της Μνήμης» βροντούν και στα αφτιά του φύλακα της πισίνας, όμως δεν ξέρει αν τα κοιμισμένα όνειρα και τα κρυμμένα τιμαλφή είναι δικά του ή αν έχει οικειοποιηθεί τις μνήμες κάποιων άλλων. Όμως δημιουργώντας ιστορίες για τους άλλους, άθελά του νιώθει πως αφηγείται τη δική του ιστορία,
σαν όλοι μας να έχουμε κοινή ιστορία και μνήμες. Οι πράξεις των προγόνων πάντως δεν πρέπει να μας δεσμεύουν. Οι απόγονοι των Ναζί δεν είναι απαραίτητα κτήνη. Όπως και οι απόγονοι του Αισχύλου δεν είναι όλοι Αισχύλοι.
Στην Ελλάδα του σήμερα βρίσκεται ότι επαναλαμβάνονται λάθη του παρελθόντος; Πόσες φορές πρέπει να επαναληφθούν “οικεία κακά” για να πάρουμε το μάθημά μας και να αλλάξουμε ρότα;
Τα «οικεία κακά» επαναλαμβάνονται και μυαλό δε βάζουμε. Ίσως έχουμε πάθει μιθριδατισμό και τα οικεία κακά τα έχουμε λουστράρει και τα πλασάρουμε σαν οικεία καλά.
Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να ελπίζει μέχρι την τελευταία στιγμή… Είναι το ένστικτο της επιβίωσης αυτό που κυριαρχεί;
Ελπίζω άρα υπάρχω. Και η ελπίδα είναι το μέλλον. Αλίμονο αν δεν πιστεύουμε στο μέλλον.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» από το 1961 έως το 2000. Δίδαξε δημοσιογραφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο την περίοδο 1999-2000.
Έχει εκδώσει δέκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και ένα βιβλίο με χρονογραφήματα. Δύο θεατρικά του έργα, «Το ματ» (1985) και «Περιμένοντας τον Μπέκετ» (2000), παίχτηκαν στο θέατρο «Στοά» από τον θίασο του Θανάση Παπαγεωργίου.
Διηγήματά του έχουν γίνει τηλεταινίες και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά και ολλανδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Φύλακας στην πισίνα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Είναι παντρεμένος με την γνωστή συγγραφέα Ευγενία Φακίνου.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 10 Ιουνίου 2016.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!