Για εκείνη η λογοτεχνία είναι ο πιο όμορφος τρόπος να προχωράς παράλληλα με την καθημερινότητα, να την παρατηρείς σε βάθος και ταυτόχρονα να ξεφεύγεις ανά πάσα στιγμή από αυτήν. Αγαπάει τα δώρα της ζωής, τις απολαύσεις που επιβραβεύουν τους κόπους, τη φύση, τη ζέστη, το κρύο, τη θάλασσα, τον ήλιο, τον αέρα. Διαθέτει δυνατά εκφραστικά μέσα και καταθέτει τις σκέψεις της λιτά και ουσιαστικά.
Πιστεύει ότι οι πνευµατικοί άνθρωποι έχουν χρέος να αφυπνίζουν συνειδήσεις, όσες τουλάχιστον µπορούν και όσο µπορούν γι’ αυτό και η χρονική στιγμή να παρέμβει με το νέο της βιβλίο δεν ήταν καθόλου τυχαία.
Η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη θεώρησε αναγκαίο αυτή την περίοδο της κρίσης να παραθέσει τις ομορφιές της πατρίδας μας και να μάς υπενθυμίσει τις αιώνιες αρετές των Ελλήνων ώστε να τονωθεί το ηθικό µας και να αγαπήσουµε ξανά αυτόν τον τόπο, για τον ξεπεσµό του οποίου φέρουµε όλοι
μας την ευθύνη.
Ως άνθρωπος δεν είναι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Απλώς με την πάροδο του χρόνου έχει καλλιεργήσει ένα ωφέλιμο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας της. Συνειδητά πλέον εστιάζει στη θετική πλευρά των πραγμάτων και μ’ αυτό τον τρόπο αντλεί την αναγκαία δύναμη, για να μπορεί να αντιμετωπίζει τα αναπόφευκτα βάσανα της ζωής.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Η Ελλάδα που αγαπήσαμε – Η Ελλάδα που αγαπούμε (1965-2015)», είναι το νέο σας συγγραφικό πόνημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Μ’ αυτό το βιβλίο σας συμβάλλετε στο να γνωρίσουμε τις ομορφιές της πατρίδας μας και να κατανοήσουμε την γεμάτη αγάπη ελληνική ψυχή αφήνοντας μια θετική επίγευση σε κάθε αναγνώστη. Υπήρξε κάποιο κίνητρο για να γράψετε το νέο σας βιβλίο;
Το κίνητρό μου ήταν να προσφέρω στον εαυτό μου και στους αναγνώστες ένα αντίδοτο στην καταχνιά των καιρών.
Ο τόπος καταγωγής μας πιστεύετε ότι επηρεάζει την εξέλιξή μας; Τι σημαίνει για εσάς ο τόπος καταγωγής σας, κυρία Σεφεριάδου;
Ασφαλώς μας επηρεάζει, κυρία Δούλη αφού στην παιδική ηλικία μπαίνουν τα θεμέλια της ζωής μας. Κάθε πρωί που άνοιγα το παράθυρό μου αντίκριζα τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Η εικόνα αυτή μαζί με τους κήπους και το μελίσσι των παιδικών φίλων, που πάντα αγαπώ με συνοδεύουν δια βίου. Όπως δια βίου με συνοδεύει η προσφυγιά των προγόνων μου. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτούς αφιερώνω το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου. Με απασχολεί όταν πεθάνω να μη χαθούν τα ιερά τους, εκείνα που έφεραν το ’22 από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης: ένα μικρό ευαγγέλιο, μια εξαίσια Βρεφοκρατούσα, το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» του Ανθίμου Γαζή.
Πιστεύετε ότι οι συγγραφικές ανησυχίες σας έχουν τις ρίζες τους στην ιστορική πόλη της Θεσσαλονίκης, στην αύρα της θάλασσάς της και στην τεράστια ιστορία της;
Όπου κι αν γεννιόμουνα, θα είχα συγγραφικές ανησυχίες. Ωστόσο τη Θεσσαλονίκη τη φέρω τόσο βαθιά μέσα μου, που με έκπληξη διαπιστώνω ότι αναδύεται στα περισσότερα βιβλία μου. Με κορωνίδα το μυθιστόρημα «Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά», όπου η πόλη συμπρωταγωνιστεί με τους ήρωές μου.
Τι είναι η Ιστορία για εσάς;
Η καταγραφή της πορείας μας πάνω στον πλανήτη Γη, όπου μας έσπειρε η Τύχη. Μπορεί οι ρίζες μας να ανάγονται στη σκόνη των αστεριών, έχουμε όμως ανάγκη τις γήινες, τις συγκεκριμένες ρίζες μας. Χωρίς ιστορική μνήμη είμαστε «ο κανένας».
Ποια θέση θα έπρεπε να έχει η Ιστορία στη ζωή μας; Πόσο βοηθά έναν λαό;
Η Ιστορία δεν αφορά μονάχα το παρελθόν, δίνει παράλληλα εξηγήσεις για το παρόν και σηματοδοτεί το μέλλον. Στηρίζει και νουθετεί έναν λαό, τον οποίο ταυτόχρονα ενώνει με κοινές μνήμες και αξίες. Ωστόσο τα λάθη επαναλαμβάνονται. Όπως έλεγε ο Ένγκελς: «Το μόνο που μας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε από αυτήν»!
Πότε ήταν η πρώτη σας επαφή με την συγγραφή; Ποιο ήταν το ερέθισμα που σας παρακίνησε να γράφετε;
Το 1955, όταν άρχισε ο αγώνας των Κυπρίων προς αποτίναξη του βρετανικού ζυγού, στη Θεσσαλονίκη έγινε μέγα συλλαλητήριο με αίτημα την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εγώ τότε ήμουν μόλις 10 ετών και ασφαλώς δεν συμμετείχα. Αφουγκράστηκα όμως τον απόηχο των γεγονότων και εμπνεόμενη από το ιδανικό της ελευθερίας, πήρα μολύβι και χαρτί, για να συνθέσω το πρώτο μου λογοτέχνημα – ένα ποίημα για τους αγωνιστές της λευτεριάς, που αψηφούσαν τις αγχόνες των Άγγλων.
Αυτό το νοσταλγικό βιβλίο –οδοιπορικό κάνει τον αναγνώστη να στραφεί βαθιά μέσα του και να σκεφτεί την ιστορία μας, τους μύθους μας, την μοναδική γλώσσα μας, την πλούσια λαογραφία μας ιδιαίτερα αυτές τις δύσκολες στιγμές που ζούμε ως Έθνος. Ήταν τυχαία η επιλογή του χρόνου για να εκδοθεί το μοναδικό αυτό πόνημα, κυρία Σεφεριάδου;
Καθόλου τυχαία. Το θεώρησα αναγκαίο, ώστε να τονωθεί το ηθικό μας, να αγαπήσουμε ξανά αυτόν τον τόπο, για τον ξεπεσμό του οποίου φέρουμε ευθύνη και εμείς.
Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν χρέος να αφυπνίζουν συνειδήσεις, όσες τουλάχιστον μπορούν και όσο μπορούν. Αποτελεί το «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε –Η Ελλάδα που αγαπούμε» έναν τρόπο αφύπνισης της τελματωμένης μας συνείδησης;
Εύχομαι η σπορά του βιβλίου μου να ενωθεί με άλλες αντίστοιχες σπορές και να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εγώ πάντως το χρέος μου το έκανα, κυρία Δούλη.
Είστε ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος, από τη Σαμοθράκη έως τη Σύμη και από τα Μετέωρα έως τη Λήμνο γνωρίσατε σπιθαμή προς σπιθαμή την ελληνική γη και μάθατε περισσότερα για την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Θέλετε να μας πείτε τι έχετε αποκομίσει απ’ αυτά τα ταξίδια σας και πόσο πιο πλούσια νιώθετε;
Η πατρίδα μας, αν και μικρή το δέμας, παρουσιάζει μια απίστευτη ποικιλομορφία. Ωστόσο σε κάθε άκρη και γωνιά στεριάς ή θάλασσας συναντάει κανείς τις ίδιες αρετές: ευστροφία, φιλότιμο, γενναιοδωρία, φιλοξενία- λέξη που έφτασε ως εμάς από τα βάθη των αιώνων μαρτυρώντας έναν αληθινό πολιτισμό. Όλες οι εικόνες κι οι εμπειρίες που αποκόμισα αποτελούν για μένα ανε- κτίμητο θησαυρό. Θα έλεγα πως οι αναμνή- σεις είναι το έπαθλο των γηρατειών!
Μεταξύ άλλων σταθμών στο συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνετε και τις εντυπώσεις σας για τον τόπο μας, τα Μετέωρα, ομολογουμένως η χαρισματική πένα σας μάς δείχνει τον αγαπημένο μας τόπο ακόμη πιο όμορφο. Θέλετε να πείτε δυο λόγια στους αναγνώστες μας για τις εντυπώσεις σας από την περιοχή μας;
Ήμουν 12-13 ετών, όταν πρωτοήρθα με οικογενειακή παρέα στα Μετέωρα. Ήρθα και χάθηκα… Ανήσυχοι οι γονείς μου με αναζητούσαν, ώσπου με βρήκαν εκστασιασμένη στην άκρη του γκρεμού να γράφω τα ποιήματά μου. Έκτοτε επισκέφτηκα κι άλλες φορές τον τόπο. Και πάντα ένιωσα την ίδια παράξενη γοητεία να με καθηλώνει, το ίδιο δέος, τις ίδιες βυζαντινές σκιές να γλιστρούν σιωπηλές, την ίδια χαρά μόλις αντίκρισα τα κουρελάκια του Αϊ-Γιώργη ν’ ανεμίζουν.
Τη μοίρα, την θεωρείται συγγραφέα της ζωής σας, κυρία Σεφεριάδου;
Η Τύχη καθορίζει τη ζωή μας ακόμη και πριν να γεννηθούμε. Της μοίρας τα γραμμένα που έλεγαν οι παλιοί είναι τα γραμμένα στο DNA μας. Υπάρχει ελευθερία κινήσεων, αλλά εντός δεδομένων ορίων. Αν λόγου χάρη ένα παιδάκι της Αφρικής έχει προδιαγραφή ύψους 1.80, μπορεί λόγω κακών συν- θηκών διαβίωσης να μη φτάσει ποτέ αυτό το μέγεθος. Σε περίπτωση που το παιδάκι μετανάστευε στην Ευρώπη και ανατρεφόταν σωστά, μπορεί μεν να έφτανε το 1.80, δε θα μπορούσε όμως ποτέ να το ξεπεράσει. Η μοίρα μας υπερβαίνει όλους. Ακόμη και ο Ζευς δεχόταν την παντοκρατορία της.
Πώς εκδηλώνεται την αγάπη σας;
Με λόγια, αλλά και με χειρονομίες ουσιαστικής προσφοράς, γιατί οι πράξεις είναι εκείνες που εδραιώνουν την αγάπη. Υπάρχουν, ξέρετε, κυρία Δούλη κάποιοι ιδεαλιστές που αγωνίζονται για πανανθρώπινα ιδανικά, είναι όμως παντελώς ανίκανοι να σταθούν στο πλάι ενός απλού ανθρώπου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Το 1965 σε ηλικία είκοσι χρόνων εγκα- ταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και ζει μέ- χρι σήμερα. Το 1966 πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Εποχές» του Άγγελου Τερζάκη με το διήγημα «Έντεκα γράμμα- τα κι ένα υστερόγραφο». Ακολούθησαν δημοσιεύσεις πεζών και ποιημάτων σε περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις. Το 1972 εκδόθηκε το πρώτο της βι- βλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο δραπέτης στο δέντρο». Από τότε μέχρι σήμερα έχει εκδώσει άλλα δεκαέξι βι- βλία, τα περισσότερα μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφρα- στεί σε διάφορες ξένες γλώσσες. Επίσης έχει ασχοληθεί και η ίδια με μεταφρά- σεις βιβλίων, κυρίως κοινωνικοπολιτι- κών. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπε- κτσί για το μυθιστόρημά της «Σαν το με- τάξι» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996). «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε – Η Ελλά- δα που αγαπούμε (1965-2015)», είναι το τελευταίο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 24 Ιουνίου 2016.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!