Ένας από τους σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής και συγγραφέας Ηλίας Κεφάλας, ο λογοτέχνης με την πανελλήνια αναγνώριση, μιλά για την εποχή μας, για την ποίηση στις μέρες μας, για όλα και για όλους, σε μια συνέντευξη – ποταμό. Αναφέρεται στη σχέση του με τον πολιτισμό και την παιδεία, όπως επίσης και στις κακοδαιμονίες και τα ελλείμματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και στην έλλειψη δεδομένων και αναβάθμισής του, κόντρα στο κυρίαρχο και στην παρακμή.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κύριε Κεφάλα, είναι τιμή για μένα που μου δίνετε την ευκαιρία να συνομιλήσω μ’ έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο της πατρίδας μας, που έλκει τις ρίζες του από την περιοχή των Τρικάλων. Θα ήθελα ν’ αρχίσω την κουβέντα μας δανειζόμενη τους στίχους σας, «όχι δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει». Μας στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα στο όνειρο;
Κατ’ αρχάς θέλω να σας ευχαριστήσω, κ. Δούλη, που θελήσατε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μαζί. Κάθε λόγος για την τέχνη είναι και μια ενίσχυση της ονειρικής θέασης της ζωής. Και να που έτσι μπήκαμε αμέσως στα όνειρα. Ο ονειρικός λοιπόν κόσμος είναι για μένα ένα μετείκασμα του πραγματικού και μια ασυναίσθητη συνέχεια της παγιωμένης καθημερινότητας. Όταν η καθημερινότητα με τις συνεχείς αντιξοότητές της σε φαρμακώνει, τότε και τα όνειρά μας αποδίδονται φαρμακωμένα. Ο πατέρας μου, για να γυρίσουμε στον στίχο που επιλέξατε, κουραζόταν τόσο πολύ που δεν πρόφταινε ποτέ να ξεκουραστεί στη διάρκεια της ημέρας. Όταν τη νύχτα έπεφτε για ύπνο, έλπιζε ότι θα μπορέσει να ξεκουραστεί μέσα στο βύθος και την πλασματική ανυπαρξία του. Δεν το κατάφερνε όμως, γιατί τα αδηφάγα όνειρα συνέχιζαν την κούραση της ημέρας. Υπέφερε και εκεί, επειδή έβλεπε μόνο κακά όνειρα. Προσπαθούσε λοιπόν εξορκιστικά να διώξει τα όνειρα από τον ύπνο του, να σβήσει τους εφιάλτες, να ελαφρώσει τη δοκιμασία της νύχτας. Αυτού του είδους τα όνειρα είναι οι εκβλαστήσεις της αγωνίας μας. Και βέβαια αυτά μας τα έχουν ήδη κυριεύσει. Αυτά που δεν μπορούν να τα αλλοιώσουν είναι τα οραματικά όνειρα, οι κρυφοί σχεδιασμοί μας που προβάλουν τις επιθυμίες και τις προοπτικές μας μέσα στο αύριο.
Ο τίτλος ενός από τα ποιήματά σας είναι «Η Ποίηση σε γονατίζει κι αδιαφορεί». Αντιπροσωπεύει αυτή η ρήση τούς ποιητές;
Έχω δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Θέλω να πω ότι η ποίηση απαιτεί θυσίες και σε θέλει ταγμένον. Η ποίηση ενδιαφέρεται μόνο για την ανέλιξή της και για καμία εγκόσμια δόξα. Σε κυριεύει και σε κατέχει. Σε κατευθύνει. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος του Πάουντ: «Αχ κι αυτό το καταραμένο έργο τής γραφής που θέλει το μυαλό σου όλη την ώρα να δουλεύει». Και εννοεί βέβαια να δουλεύει ακατάπαυστα υπέρ της ποίησης. Οπότε, όλοι οι πραγματικοί ποιητές υπακούουν τυφλά σ’ αυτό το απροσδιόριστο εν τι της σκοτεινής παρόρμησης.
Βασικά στοιχεία τής ποίησής σας είναι η Φύση, η ελπίδα, η μνήμη, η θλίψη. Πόσο επηρέασε ο γενέθλιος τόπος σας, ένα μικρό χωριό των Τρικάλων, ο Μέλιγος, την έμπνευσή σας;
Σίγουρα το μικροπεριβάλλον, που καθορίζει την ηλικιακή ωρίμανση του κάθε ανθρώπου, επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και του εν γένει συναισθηματισμού του. Το περιβάλλον στην περίπτωση τη δική μου ήταν μία μικρή αγροτική οικογένεια του συνεχούς μόχθου, που τη διαπερνούσε δυναμικά ένα αίσθημα ανυποχώρητης αξιοπρέπειας και τιμιότητας, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο κόσμο τού μικρού χωριού, που διέθετε αρετές ακέραιας συνύπαρξης. Αυτά με σημάδεψαν για όλη μου τη ζωή. Φανταστείτε τις δράσεις αυτές τοποθετημένες στον ανοιχτό ορίζοντα και να αλληλοεπηρεάζονται ανεπαίσθητα από τις φυσικές μεταβολές. Αυτό υπήρξε μάθημα για μένα. Έτσι κάθε πλοκή και κάθε προβληματισμός τής ποίησής μου τοποθετείται μέσα στην πολύφυλλη φύση, για να υπονοούνται όλες οι μεταβολές σαν μέρος της φύσης και σαν απόλυτα φυσικό επακόλουθο.
Γι’ αυτό και ο κάθε ποιητής εμπνέεται όχι τόσο από τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά από τον κόσμο που έχει διαμορφώσει μέσα του και τον κουβαλά μαζί του κάθε στιγμή.
Υπάρχει κάποιος ή κάποιοι ποιητές, που θαυμάζετε, κύριε Κεφάλα;
Κάθε ποιητής είναι ένας διαρκής αναγνώστης. Έτσι όλες οι κατά καιρούς αναγνώσεις του τον φέρνουν κοντά και σε κάθε καινούριο συγγραφέα, που τότε τον γνωρίζει. Κατά καιρούς λοιπόν, και ανάλογα με τα διαβάσματά μου, βρισκόμουν κάτω από τη γοητευτική έκλαμψη διαφορετικών ποιητών. Όταν ήμουνα στο δημοτικό αγαπούσα τον Κρυστάλλη, καθώς ο πατέρας μου είχε αγοράσει τα άπαντά του στην τρικαλινή πανήγυρη. Ύστερα γνώρισα τον Δροσίνη, τον Πορφύρα, τον Παλαμά (από τα σχολικά αναγνώσματα πάντα – ούτε να διανοηθεί κανείς ότι υπήρχε βιβλιοθήκη στο σπίτι) και, μπαίνοντας πιο πολύ μέσα στα νάματα της ποίησης, αιχμαλωτίστηκα από τον Σολωμό και την ποίηση του μεσοπολέμου. Ύστερα θαύμασα τον υπερρεαλισμό. Βγαίνοντας έξω από τα σύνορα της χώρας, διαπίστωσα ότι οι ποιητές που διακονούσαν το αγροτικό σύνδρομο, όπως π.χ. ο Λόρκα και ο Γιεσένιν ή ακόμα και η Ντίκινσον ήταν οι αγαπημένοι μου. Πάντως, σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη, υπάρχουν ποιητές που έχουν να προσφέρουν στιγμές εκφραστικής μαγείας και πολύ υψηλής έμπνευσης.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας ποιητής;
Δεν υπάρχει ένας αγαπημένος ποιητής, αλλά ομάδες ποιητών ή μεμονωμένα έργα κάποιων ποιητών. Θα ξεχώριζα εύκολα τον αθάνατο Όμηρο με την Ιλιάδα του, τα φραγκμέντα των αρχαίων λυρικών, την Παλατινή ανθολογία, την αχλύ τού μεσοπολέμου με το παρακμιακό κλίμα τής απαισιοδοξίας και το spleen, το κλίμα του Καρυωτάκη που μας ωθεί να είμαστε καριωτακικοί αλλά όχι καριωτακίζοντες, ο ήπιος υπερρεαλισμός, η τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, οι εκφραστικές μινιατούρες της άπω Ανατολής και πολλά άλλα. Εδώ θα ήθελα να συμπληρώσω, κυρία Δούλη, ότι η Ελλάδα έχει ποιητές πολύ υψηλής στάθμης σε όλες τις εποχές τής γραμματείας της, που δύσκολα συγκρίνονται με ποιητές άλλων χωρών. Όμως, το φράγμα της γλώσσας εμποδίζει τη διάδοση ανά τον κόσμο τής πανάξιας αυτής ποίησης. Αυτή είναι η εθνική μας παραγωγή, αυτήν πρέπει να φροντίσει και να προβάλει η πολιτεία, αφού βιομηχανική παραγωγή δεν θα έχουμε ποτέ.
Παράλληλα με την ποίηση ασκείτε λογοτεχνική κριτική, κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων τής νεοελληνικής γραμματείας και συνεργάζεστε με περιοδικά λόγου και τέχνης, καθώς είστε κι ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους που συντελούν στην έκδοση των «Τρικαλινών». Είναι τρόπος έκφρασης, οπτική ζωής, είναι ανάγκη προσφοράς μέσω της παιδείας , ή κάτι άλλο;
Για μένα είναι συμπλήρωμα της ποίησης. Ο αναγνώστης μπορεί να το εισπράξει ποικιλοτρόπως. Η ανάγκη πάντως για έκφραση ωθεί συνεχώς τον δημιουργό να κονταροχτυπηθεί και με άλλα είδη του λόγου. Η δική μου κριτική βρίσκεται πολύ κοντά στην ποιητική έκφραση. Υπάρχουν ταυτόχρονα ένας εξπρεσιονισμός και ένας ιμπρεσιονισμός, που την διαποτίζουν και την κάνουν να λειτουργεί με τη λογική του συναισθήματος, που παράγεται από την κατανόηση και την αποδοχή οικείων πραγμάτων. Όταν δεν μιλήσει πραγματικά μέσα μας το κρινόμενο έργο, τότε η αναφορά μας σ’ αυτό δεν θα έχει κανένα στοιχείο συναισθηματικής αληθοφάνειας και αντιληπτικής σαφήνειας. Σήμερα παρατηρούμε ότι σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ποιητές είναι και πολύ καλοί δοκιμιογράφοι. Αυτό υπήρξε για μένα ένας κατευθυντήριος δρόμος, γι’ αυτό και οι κριτικές μου στα λογοτεχνικά περιοδικά υπερβαίνουν τις χίλιες, γι’ αυτό και τα δοκιμιακά μου βιβλία έφθασαν αισίως τα πέντε.
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με την ποίηση;
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, αν αυτό το κάπου δεν σε καλεί το ίδιο κοντά του και αν εσύ ο ίδιος δεν το βλέπεις μπροστά σου με τα εσωτερικά σου μάτια, από τις προμήτριες ακόμα καταστάσεις. Ασχολούμαστε με την ποίηση, επειδή δεν μπορούμε να ενεργήσουμε διαφορετικά. Είναι ένας σκοτεινός νόμος, στον οποίο υπακούμε τυφλά, μια δεξιότητα που μας δυναστεύει. Μια ομορφιά που υπόσχεται πολλά και αποκαλύπτεται λίγο-λίγο και κάποτε ποτέ.
Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας έργο;
Αν με τη λέξη έργο εννοείτε ολοκληρωμένο βιβλίο, τότε το 1980 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Τα Μαστίγια», ύστερα από παρότρυνση του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, που τότε εξέδιδε το περιοδικό «Τομές». Ήμουνα στην ηλικία των 29 ετών και το πρώτο βιβλίο περιλάμβανε ποιήματα του αμέσως προηγουμένου διαστήματος. Αυτά είχε δει ο Δούκαρης και με τον τρόπο του μου επιβεβαίωσε ότι είμαι ποιητής και ότι πρέπει να εκδώσω χωρίς φόβο τα ποιήματά μου. Βέβαια μεμονωμένες δημοσιεύσεις ποιημάτων είχαν προηγηθεί σε τοπικές εφημερίδες των Τρικάλων και το περιοδικό «Μετέωρα» του Αχ. Καρανάσιου, αλλά όλα αυτά δεν ήταν παρά ποιητικές αφέλειες. Η πρώτη επίσημη δημοσίευση ποιήματός μου έγινε στο περιοδικό «Νέα Εστία» του Πέτρου Χάρη το 1977.
Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στην πορεία σας;
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε μια τέτοιου είδους απογραφή, όταν η ζωή μας συνεχίζεται. Θυμάστε τον Σόλωνα και τη ρήση του «μηδένα προ του τέλους…». Θέλω να πω απλώς ότι στενοχώριες δοκιμάζουμε και υφιστάμεθα συνεχώς στη ζωή μας και ότι αυτές συνιστούν μια ατελείωτη αρμαθιά λυπημένων ημερών. Όπως επίσης και πολλές χαρές, τις συναντούμε και αυτές και επικεντρώνονται στις διαλεχτές στιγμές τής ζωής μας όταν γνωρίζουμε σημαντικούς ανθρώπους, όταν δημιουργούμε άξιες φιλίες, όταν κάνουμε οικογένεια, όταν ως καλλιτέχνες παραδίδουμε στο κοινό ένα περαιωμένο έργο. Δεν έτυχε μέχρι στιγμής να ζήσω κάτι το τόσο πολύ καλό ή κακό, ώστε να το αξιολογήσω στον υπερθετικό βαθμό. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιες στιγμές καλές ή κακές, τότε θα θυμόμουνα τις απώλειες προσφιλών μου προσώπων, τη γνωριμία με τη γυναίκα μου Αθηνά και τη γέννηση των παιδιών μου και, βέβαια, γιατί όχι, τις πρώτες ημέρες που ακολουθούσαν την έκδοση του κάθε βιβλίου μου, όταν το κρατούσα στα χέρια μου με τη μυρωδιά ακόμα του τυπογραφείου και έψαχνα αγωνιωδώς να δω αν είχαν παρεισφρήσει τυπογραφικά λάθη.
Η θεωρία τής λογοτεχνίας βοηθάει τον ποιητή, κύριε Κεφάλα;
Καμία θεωρία δεν υποκαθιστά τον ποιητή. Οι θεωρίες είναι «άχρηστες γενικεύσεις που ποικίλλουν από εποχή σε εποχή και από άνθρωπο σε άνθρωπο» είχε πει ο Μπόρχες, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι ο ποιητής μπορεί να κάνει και χωρίς τη θεωρία. Ωστόσο, τα πράγματα σήμερα δεν είναι τόσο απλά ή απλοϊκά. Θέλω να εξηγήσω ότι πέρασε ο καιρός που ένας ποιητής ή ένας καλλιτέχνης εν γένει μπορούσε να ήταν αγράμματος και να βασιζόταν μόνο στο ένστικτό του. Όλοι πρέπει να διαθέτουν τα όπλα της γνώσης, γιατί αυτά τον κάνουν αξιόμαχο, προσεκτικό, σοβαρό. Η θεωρία λοιπόν έρχεται αρωγός στον ποιητή, επειδή τον ολοκληρώνει και του δείχνει από πού πέρασε η ποίηση και από πού και πώς προχωράει στο μέλλον.
Πώς είναι η ζωή στην επαρχία για έναν δημιουργό, έναν λογοτέχνη;
Υπάρχει σήμερα επαρχία; Πέρασε ο καιρός που υπήρχαν οι κεντρικοί και οι περιφερειακοί ποιητές (Παππάς στα Τρίκαλα, Σκαρίμπας στη Χαλκίδα – αντιμέτωποι με το κράτος των Αθηνών), τώρα πια είναι ανόητη μια τέτοια κατάταξη. Ο Βρεττάκος έγραφε στις Κροκεές, ο Παυλόπουλος στον Πύργο, ο Λάσκαρης στην Πάτρα, για να αναφέρω μόνο ποιητές που έφυγαν και ήταν πάντα τόσο κεντρικοί. Σήμερα με την καταπληκτική τεχνολογία δεν υπάρχει κέντρο και απόκεντρο. Χάρις στο διαδίκτυο συνομιλώ κάθε μέρα με ποιητές από την Αθήνα, το Παρίσι, το Μεξικό, το Μπουένος Άιρες. Βρίσκομαι παντού. Και με καλούν από παντού. Σε δύο μήνες πρέπει να βρίσκομαι στη Λοντέβ της μεσημβρινής Γαλλίας, για το φεστιβάλ της μεσογειακής ποίησης. Λίγο αργότερα στην Αλγερία για να συντονίσουμε μια κοινή έκδοση αλγερινών και ελλήνων ποιητών. Οι ποιητές με γνωρίζουν σχεδόν από παντού. Το κοινό, πού είναι;
Γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ποίηση (ή τους ποιητές);
Επειδή ο κόσμος έμαθε, του έμαθαν, να μη νιώθει την ανάγκη τής ποίησης. Και είναι τόση ομορφιά μέσα στην ποίηση, που συνιστά την καλύτερη παιδεία για την ηθική, γνωστική και αισθητική ανύψωση του ανθρώπου. Κρίμα, γιατί όλος αυτός ο πλούτος πάει χαμένος. Ο διεισδυτικός Νερούντα διείδε ότι η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη. Οπότε πρέπει να διαφοροποιηθούν οι ανάγκες τού ανθρώπου και αυτό είναι χρέος συλλογικό. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε χαρακτηριστικά ότι η ποίηση δεν έχει καθόλου χρήμα και το χρήμα καθόλου ποίηση. Μακάρι ο κόσμος να πλησιάσει την ποίηση και να γίνει αυτό που οραματίστηκε ο Ντέιβιντ Καραντάιν: αν δεν μπορείς να είσαι ποιητής, τότε γίνε το ποίημα.
Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο σήμερα ποιητή, κύριε Κεφάλα; Γεννιέται κανείς ποιητής ή γίνεται; Εσείς για παράδειγμα, την ποίηση θα μπορούσατε να την αποφύγετε;
Νομίζω ότι το έχουμε απαντήσει με όλα τα προεκτεθέντα. Ο ποιητής γεννιέται με έναν ανεξήγητο τρόπο. Δεν γίνεται, η ποίηση δεν σπουδάζεται και όλα τα εργαστήρια λογοτεχνίας των πανεπιστημίων δεν παράγουν νέους συγγραφείς, ματαιοπονούν πάνω σ’ αυτό, απλώς επιμορφώνουν λογοτέχνες ήδη ξεκινημένους από τη φύση τους. Γι’ αυτό και κανένας δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του. Θέλοντας να εκφράσει αυτό το δαιμονιακά ανεξήγητο του θέματος ο Βαλερύ είχε πει: Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τί τραγουδάει και τί είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, τότε δεν θα τραγουδούσε ποτέ.
Ποιο είναι το τελευταίο σας ποίημα;
Έχει τίτλο «Το φεγγάρι» και σας το παραθέτω:
Γνωστή κι αυτή η αλήθεια από πολλούς αρχαίους συγγραφείς: οι Θεσσαλές γυναίκες την τέχνη της μαγείας γνώριζαν και κατεβάζαν το φεγγάρι στην αυλή τους, κάνοντας το υπαίθριο αλωνάκι μυστικό ναό. Έτσι κι απόψε που βλέπω αυτό το υπέρλαμπρο φεγγάρι να γρατσουνά διογκωμένο το βουνό και ύστερα, χρυσίζοντας τα νέφη και τα ρείθρα των πηγών, συρόμενο να κατεβαίνει τα δρομάκια των χωριών, σαν λυπημένο πρόσωπο παιδιού που χάθηκε, ψάχνω να βρω πού γίνονται τα μάγια, πού δένονται τα ξόρκια, πού θα δοθούν της μοίρας μας οι τελικοί χρησμοί.
Θυμάστε πότε γράψατε τον πρώτο σας στίχο;
Ναι, είναι μια πολύ ποιητική εικόνα και γι’ αυτό δεν την έχω ξεχνώ ποτέ. Είμαι στην τετάρτη δημοτικού, έχω ανέβει στην ανθισμένη κυδωνιά, κουνιέμαι στο κλαδί και τρώω αυτό το τριανταφυλλένιο χιόνι που βγαίνει από τα άνθη της. Τραγουδώ. Ξαφνικά σταματώ γοητευμένος, πηδάω σαν πουλί κάτω από το δέντρο και παίρνω τη σχολική μου σάκα από το έδαφος. Βγάζω το πρόχειρο τετράδιο και σημειώνω τον πρώτο μου στίχο. Ο στίχος δεν διασώθηκε, διασώθηκε μόνο η πρωτογενής εικόνα της διαδικασίας. Κάθε φορά που θέλω να δώσω έναν ορισμό για το τί είναι έμπνευση, έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα αυτή.
Τί σας ανησυχεί περισσότερο στην εποχή μας;
Οι παντός είδους εκπτώσεις στη ζωή μας. Η έλλειψη οράματος. Η έλλειψη αλληλεγγύης. Η ανεργία και η φτώχεια. Η έλλειψη των μεγάλων ανδρών που θα είναι σε θέση να μας οδηγήσουν κάπου μακρύτερα. Η αποδιοργάνωση των κοινωνικών ιστών. Η Ελλάδα.
Αν κλείνατε αυτή τη συζήτηση μ’ έναν στίχο σας ποιος θα ήταν αυτός;
Είναι από το ποίημα «γραφή» της συλλογής «Τα μνήστρα της αβύσσου» (2003): «Αυτήν τη λέξη εγώ την έγραψα ή μήπως μια απορημένη λέξη είμαι κι εγώ που μυστικά την έγραψε ένας άλλος;»
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο, καλλιεργώντας την ποίηση και παρακολουθώντας τη φύση να επιμένει στην αέναη ανθοφορία της. Ασκεί λογοτεχνική και εικαστική κριτική, συνεργαζόμενος με περιοδικά λόγου και τέχνης. Σε στήλη του περιοδικού «Ευθύνη» δημοσιεύει κριτικές αποτιμήσεις προσώπων και κειμένων της νεοελληνικής γραμματείας. Σε πολλές εφημερίδες και άλλα περιοδικά παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από τα θέματα της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας. Παλαιότερα διακόνησε επισταμένως τη κριτική βιβλίου στα περιοδικά «Τομές», «Νέες Τομές», «Διαβάζω» και «Οδός Πανός», όπου φιλοξενήθηκαν περισσότερα από χίλια κείμενά του. Εξέδωσε συνολικά 25 βιβλία, από τα οποία τα 10 ποιητικά, 4 πεζογραφικά, 5 δοκιμιακά, 5 παιδικά και μία ποιητική ανθολογία. Κάποια ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και πολωνικά.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 18 Μαΐου 2012
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!