Πιστεύει ότι η συγγραφή αλλά και η ανάγνωση ενός βιβλίου μπορούν να σμιλέψουν τον νου και την ψυχή του ανθρώπου, για να φέρουν και την πολυπόθητη αλλαγή που χρειάζεται ο κόσμος.
Ο Βαγγέλης Μπέκας θεωρεί ότι τα βιβλία είναι αναπόφευκτα εργαλεία για την πνευματική εξέλιξη των ανθρώπων, και ότι οι ιδέες που υπάρχουν στις σελίδες τους έχουν αλλάξει εκατομμύρια ανθρώπους, οδηγώντας στην εξέλιξη της κοινωνίας μας. Τονίζει ακόμη ότι η ανακάλυψη της γραφής και της τυπογραφίας έδωσαν μεγάλη ώθηση στον ανθρώπινο πολιτισμό, κι από τότε η ανθρώπινη ιστορία συνοδοιπορεί με τα βιβλία.
Έχει την ικανότητα μέσα από τη συγγραφή να αποκαλύπτει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και να αναγνωρίζει με σεβασμό και κατανόηση τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε αναγνώστη. Εξάλλου, γράφει για τη σύγχρονη κατάσταση, ακολουθώντας τον αχαρτογράφητο δρόµο της καρδιάς του και έχοντας για πυξίδα τη λογική του.
Στο περιθώριο της συνέντευξης, απευθυνόμενος στο αναγνωστικό κοινό της Καλαμπάκας, στέλνει το μήνυμα ότι η λογοτεχνία εξερευνά τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους διαβάζοντας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Μαύρο Φυλαχτό» είναι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Τι είναι αυτό που σας ώθησε να γράψετε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, κύριε Μπέκα;
Ξεκίνησα από μυθιστορήματα κοινωνικής φαντασίας, στη συνέχεια πέρασα στο ρεαλιστικό πολιτικό νουάρ που αφορούσε στην Ελλάδα της Κρίσης, καιρός ήταν να πάω και στην απαρχή της σύγχρονης εποχής. Ίσως γιατί προσπαθώ να κατανοήσω πως ξεκίνησαν όλα τούτα που βιώνουμε. Γύρισα, λοιπόν, πίσω, τότε που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση και καταπιάστηκα με το πως επηρέασε τη γέννηση της Ελληνικής: Επτάνησα, Ήπειρος. Τα τότε σύνορα της Δύσης με την Ανατολή. Εξάλλου για τη σύγχρονη κατάσταση γράφω στα σενάριά μου.
Πόση έρευνα απαιτεί η συγγραφή ενός βιβλίου που περιέχει ιστορικά στοιχεία;
Μπορείς ερευνώντας να διαβάσεις και να μάθεις το ιστορικό πλαίσιο, τα ήθη, τα έθιμα, τα ρούχα, μπορείς να χτίσεις και την ατμόσφαιρα. Αλλά, αν δεν σκάψεις βαθιά μέσα σου και γύρω σου, θα αποτύχεις, κυρία Δούλη. Όταν διάβασα ότι ο Τολστόι είχε κοπιάσει κάνοντας ενδελεχή έρευνα για να κατανοήσει το ψυχολογικό προφίλ των ηρώων του στο «Πόλεμος και Ειρήνη», βιβλίο που διαδραματιζόταν μόλις πενήντα χρόνια πριν από την εποχή που το έγραψε, κλονίστηκα. Το πιο δύσκολο ζήτημα στα ιστορικά μυθιστορήματα είναι ότι γράφεις για ανθρώπους που έχουν τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης από το σημερινό. Το έψαξα πολύ. Κι εφάρμοσα στο μυθιστόρημα τεχνικές «Στανισλάφσκι» για να μπορέσω να σταθώ. Δεν περιέγραψα την εποχή, την έζησα.
Στη ζωή του κεντρικού ήρωα του βιβλίου σας του Μάρκου παλεύουν δύο εαυτοί ο ένας μάχεται για το καθήκον απέναντι στην οικογένεια και στην κοινωνία και ο άλλος μάχεται για τον έρωτα, τα συναισθήματα που ξεφεύγουν από τα πρέπει. Κατά τη γνώμη σας τι οφείλει να διαλέγει κάποιος άνθρωπος στην πορεία της ζωής του;
Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος οφείλει από μόνος του να χαράξει την πορεία του, κανείς άλλος από τον ίδιο δεν γνωρίζει καλύτερα τα βάθη και τα πλάτη της προσωπικής του ιστορίας. Στην δικιά μου περίπτωση πάντως θα πω ότι ακολουθώ τον αχαρτογράφητο δρόμο της καρδιάς έχοντας για πυξίδα τη λογική.
Νιώθετε πιο κοντά σε κάποιον από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας;
Εφόσον επέλεξα να το γράψω σε πρώτο πρόσωπο, είναι αναπόφευκτο να ζήσω εκείνη την εποχή μαζί με τον Μάρκο, τον κεντρικό ήρωα του «Μαύρου Φυλαχτού».Τον Μάρκο που στέλνετε κατάσκοπος του Σουλίου στην Κέρκυρα, για να μάθει αν οι Γάλλοι Επαναστάτες ήρθαν σαν φίλοι ή εχθροί. Θα σταθούν στους Σουλιώτες οι δημοκράτες Γάλλοι, όπως έκαναν προηγουμένως οι αριστοκράτες Βενετοί; Στην Κέρκυρα ο Μάρκος γίνεται φίλος με τον Περαιβό, που ήταν μαζί με τον Ρήγα Φεραίο όταν τον πιάσανε οι Αυστριακοί. Εκεί θα εμποτιστεί από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Έζησα, λοιπόν, εκείνη την συνταρακτική εποχή, λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, μαζί με τον Μάρκο, τον κάλπικο Σουλιώτη σε ηρωικές εποχές, που η ευστροφία και η μουσική τον γλιτώνουν από τα δεινά. Που του παίρνει τα μυαλά ο έρωτας για μια όμορφη Κερκυραία, ενώ ο ενωμένος Ρωσοτουρκικός στόλος πολιορκεί τη «δημοκρατική» Κέρκυρα. Που το χρέος της δολοφονημένης αδερφής τον κατατρέχει, ενώ ξεσπά ο πόλεμος με τον Αλή πασά. Κι όταν κάποιος σκότωνε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες για εκδίκηση να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά.
Εκτός από τη λογοτεχνία ασχολείστε και με το σενάριο και μάλιστα το 2015 λάβατε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Βρίσκετε ότι ο σύγχρονος Έλληνας παράγει ακόμα πολιτισμό;
Νομίζω ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που το σημαντικότερο φεστιβάλ εικαστικών τεχνών του κόσμου η «Documenta 14» μεταναστεύει για πρώτη φορά στην ιστορία της μακριά από τη Γερμανία. Φέτος διοργανώνεται στην Αθήνα. Η χώρα μας, και ειδικά η Αθήνα, νομίζω ότι αυτή την περίοδο έχουν ιδιαίτερη δυναμική, και η καλλιτεχνική κοινότητα της Ευρώπης το έχει αντιληφθεί. Είναι το πολιτικό περιβάλλον, είναι και η ανεξάρτητη καλλιτεχνική δημιουργία. Αν δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ το ανεξάρτητο θέατρο στην Αθήνα, δεν θα είχε προκύψει ο «Κυνόδοντας». Αναφέρομαι στον «Κυνόδοντα», διότι αυτός άνοιξε το δρόμο των Ελλήνων κινηματογραφιστών στο Εξωτερικό. Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται επιτέλους στα μεγάλα σαλόνια, ενώ σε κάθε γειτονιά της Αθήνας εκατοντάδες θεατρικές ομάδες δημιουργούν και πειραματίζονται. Έχουμε και πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες. Όμως η λογοτεχνία είναι λέξεις, όχι εικόνες, και η ελληνική γλώσσα μικρή, δεν βοηθά να προχωρήσει η λογοτεχνία μας στο Εξωτερικό. Γενικά αισθάνομαι πολύ τυχερός που ζω στην Αθήνα. Λένε ότι είναι η Μέκκα του γκράφιτι. Πάντως έχω την αίσθηση ότι και η επαρχία έχει ανεβεί πολιτιστικά τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς η Κρίση έχει και μερικά καλά. Οι άνθρωποι βρίσκουν αποκούμπι στον πολιτισμό.
Πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή και ποια ήταν η αφορμή, κύριε Μπέκα;
Ξεκίνησα από την εφηβεία γράφοντας ποιήματα. Μεγαλώνοντας στην Πρέβεζα με τη βαριά σκιά του Καρυωτάκη ήταν αναπόφευκτο να ξεκινήσω κάπως έτσι. Γύρω στα είκοσι το γύρισα οριστικά στο μυθιστόρημα. «Το υπόγειο» του Ντοστογιέφκσι ήταν μάλλον η αφορμή να στρίψω τιμόνι.
Το «Μαύρο Φυλαχτό» είναι το τέταρτο βιβλίο σας θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τα συναισθήματα τη στιγμή που φτάνει το βιβλίο τυπωμένο στα χέρια σας, ποια είναι συνήθως η πρώτη σας κίνηση; Να το διαβάσετε ξανά, να το τοποθετήσετε στο ράφι της βιβλιοθήκης, να το χαρίσετε σε κάποιον;
Δεν ξαναδιαβάζω τα βιβλία που έχω γράψει, κυρία Δούλη. Τουλάχιστον όχι μέχρι σήμερα. Μονάχα κάποια αποσπάσματα. Τα βάζω στη βιβλιοθήκη και πότε πότε τους ρίχνω μια ματιά, να σιγουρευτώ ότι πράγματι υπάρχουν. Επίσης, χαίρομαι πολύ όταν βλέπω τα αγαπημένα μου πρόσωπα να συγκινούνται διαβάζοντας τα βιβλία μου.
Ποια η θέση σας για την ιστορική μνήμη που οφείλουμε να έχουμε ως λαός;
Αν δεν σκάψεις μέσα σου, αν δεν βρεις τις ρίζες σου, ποτέ δεν θα μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι ως άνθρωπος και ως γένος. Κι αν δεν ξέρεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι, χάνεσαι στη δίνη της εποχής. Όπως και η χώρα. Η γνώση της Ιστορίας είναι για μένα ο καλύτερος τρόπος να φιλοσοφείς.
Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;
Ο πολιτισμός μου δίνει ελπίδα. Ο πολιτισμός, οι άνθρωποι, η ομορφιά του τόπου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
O Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1976. Σπούδασε Μηχανικός παραγωγής και διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, και στη συνέχεια Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Έχουν εκδοθεί ακόμα τρία μυθιστορήματά του: Το 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το 13o υπόγειο», ενώ το 2011 ακολούθησε το μυθιστόρημα «Φετίχ», και τα δύο από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Το τρίτο του μυθιστόρημα «Οι αισιόδοξοι» κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Τον Οκτώβριο του 2010 πραγματοποίησε την «Πerformance Διήγημα Δρόμου». Παράλληλα ασχολείται και με το σενάριο. Το 2015 έλαβε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Zει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Το τελευταίο του μυθιστόρημα έχει τίτλο «Μαύρο Φυλαχτό» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 14 Απριλίου 2017.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!