Αν και προέρχεται από τον χώρο των Πολιτικών Επιστηµών και των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και παρόλο που ασχολήθηκε µε το µάρκετινγκ και τη διαφήµιση, η Σαρίτα Χαΐμ αποφάσισε να ασχοληθεί µε τη συγγραφή, μια που αυτό ήταν κάτι που της άρεσε πολύ και το έκανε από µικρή ηλικία. Ήταν και είναι φανατική αναγνώστρια και αυτό σίγουρα έπαιξε σηµαντικό ρόλο στο να στραφεί στη συγγραφή.
Σε οτιδήποτε και να κάνει την ενδιαφέρει η εξέλιξη. Της αρέσει να κάνει βήµατα µπροστά ακόµα κι αν οδηγηθεί σε λάθος δρόµο. Είναι βέβαιη ότι η επόµενη φορά θα τη βρει σίγουρα πιο έµπειρη και έτοιµη να ανταπεξέλθει στις όποιες απαιτήσεις.
Πιστεύει ότι η δράση, οι ιδέες, τα ιδανικά χρειάζονται επιχειρήµατα και καθαρό µυαλό για να βρουν το στόχο τους και φυσικά οι ακραίες φωνές δεν είναι ποτέ νηφάλιες ενώ η ίδια μας αποκαλύπτει ότι δεν αγάπησε ποτέ τα άκρα.
Τέλος, μάς στέλνει ένα αισιόδοξο μήνυμα λέγοντάς μας ότι καµία κρίση δεν θα πρέπει να µας φοβίζει όσο εκπαιδεύουµε και εκπαιδευόµαστε στην ανάγνωση καλών βιβλίων.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κυρία Χαΐμ, πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μίνωας» το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Placebo». Θα θέλατε να μας συστήσετε τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου σας, τον Μπίλλυ;
Ο Μπίλλυ είναι ένας νέος 22 χρονών που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του σε κάποιο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και ονειρεύεται ένα Μεταπτυχιακό στο Εξωτερικό που θα τον βοηθήσει να ανοίξει τους ορίζοντές του και να επιτύχει τους στόχους του. Διακρίνεται για τις ιδέες του, τις ηγετικές του ικανότητες αλλά και τη βαθιά του πίστη ότι τα όμορφα πράγματα γεννιούνται μέσα από παρέες και ομαδικές πρωτοβουλίες. Είναι ένας άνθρωπος που λαχταρά να έρθει η σειρά του για να δράσει προς το συμφέρον του συνόλου.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τον Μπίλλυ;
Νομίζω ότι αυτό που κυρίως τον διακρίνει είναι η επιμονή και η προσήλωση του στον στόχο. Αυτό που με απλά λόγια λέμε: Δεν το βάζει κάτω. Είναι σίγουρα χαρακτηριστικό των νέων ανθρώπων αλλά δεν αποτελεί και προϋπόθεση. Η αδελφή του η Μαρίνα για παράδειγμα –μια ευαίσθητη ψυχοσύνθεση – κλονίζεται επικίνδυνα όταν αυτοπαγιδεύεται σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση στην προσπάθειά της να βρει τις ισορροπίες της. Σήμερα τα παιδιά έχουν να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερες προκλήσεις, όπως για παράδειγμα το διαδίκτυο. Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί όμως να γίνει καταστροφικό στα χέρια κάποιων.
Ο κεντρικός σας ήρωας Βασίλης για όλους ή Μπίλλυ για τους συγγενείς και φίλους αναζητά την αυτοπραγμάτωσή του, δεν έχει σκοπό ν’ αφήσει τη ζωή να τον στριμώξει στα καλούπια της και είναι αποφασισμένος να τη ζήσει όπως ακριβώς θέλει. Ποιος ήταν ο λόγος που δώσατε μέσα από το βιβλίο σας το βήμα σ’ έναν έφηβο-νέο για να πει αλήθειες;
Ήθελα να γράψω μια ιστορία για τους νέους ανθρώπους που ζουν και μεγαλώνουν στην Ελλάδα αλλά και για τους μεγαλύτερους που νιώθουν ότι η ζωή δεν τους χαρίστηκε. Ο προβληματισμός μου κυρίως κινείται γύρω από τον «κλειστό» ορίζοντα και τις περιορισμένες ευκαιρίες εξέλιξης. Δεν θεωρώ ότι οι νέοι είναι κατ’ ανάγκην ρομαντικοί επειδή ονειρεύονται ένα μέλλον που να τους αξίζει. Είναι υποχρέωσή μας να τους παρέχουμε μια καλύτερη συνθήκη από αυτή που εισπράξαμε. Δυστυχώς όμως καθώς φαίνεται, δεν θα είμαστε σε θέση να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Πάντοτε στην Ελλάδα οι γονείς έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των παιδιών τους και πολλές φορές όχι μόνο αυτοί αλλά και οι συγγενείς αποφασίζουν για το μέλλον τους. Ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό το πρότυπο οικογενειακής ζωής και κατά πόσο συμφωνείτε;
Είναι πολύ καλή η ερώτησή σας, κυρία Δούλη, και ήταν κάτι που πραγματικά με απασχόλησε κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Δεν είναι λίγες οι φορές, ξέρετε, που στο όνομα της αγάπης και της φροντίδας γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Αυτό κυρίως συμβαίνει όταν θεωρούμε ότι τα παιδιά μας είναι «κομμάτι» μας και συνέχεια του εαυτού μας. Τότε τα δικά μας «θέλω» μεταβιβάζονται άτυπα σε εκείνα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τις προτιμήσεις και τις κλίσεις τους. Φοβούμενοι μην κάνουν τα δικά μας λάθη τα παροτρύνουμε να ακολουθήσουν δρόμους που ίσως να μην τους ταιριάζουν. Μεγαλώνουμε άθελά μας παιδιά που δεν θα ωριμάσουν ποτέ. Η ζωή στο πέρασμά της δυστυχώς θολώνει την ανάμνηση της δικής μας νιότης.
Ζήσατε πολλά χρόνια στο Εξωτερικό (στο Βουκουρέστι και στο Τορόντο) πώς αντιμετωπίζουν οι γονείς τους νέους εκεί, κυρία Χαΐμ;
Η Ρουμανία είναι μια βαλκανική χώρα σαν και τη δική μας. Παρόλα αυτά νομίζω ότι οι γονείς εκεί αφήνουν περισσότερες πρωτοβουλίες στα παιδιά τους. Τα χρόνια μετά την πτώση του Κουμμουνιστικού καθεστώτος έφεραν έναν άλλο αέρα ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα. Όσο για τον Καναδά, είναι δύσκολο να κάνω την οποιαδήποτε σύγκριση. Εκεί το σύστημα λειτουργεί σαν καλά κουρδισμένο ρολόι. Είναι καθαρά αξιοκρατικό και στην υπηρεσία του πολίτη. Σέβεται τη διαφορετικότητά του και προωθεί τα ταλέντα του. Και ο ρόλος της οικογένειας είναι ακριβώς αυτός που πρέπει να είναι. Μεγαλώνει και διαμορφώνει παιδιά που αντέχουν στις προκλήσεις. Στον Καναδά όποιος δουλέψει σκληρά είναι δεδομένο πως θα επιτύχει τον στόχο του.
Βρήκατε ομολογουμένως έναν όμορφο τρόπο να περάσετε μηνύματα ζωτικής σημασίας με έναν ουσιαστικό και συγχρόνως καυστικό λόγο. Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημά σας είναι άνθρωποι της καθημερινότητάς μας, και αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας μέσα από το «Placebo»;
Το μήνυμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το ότι το μέλλον ανήκει στους νέους. Σαφώς η κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της κώδικες και διαχειρίζεται διαφορετικά τις καταστάσεις. Ως κοινωνία όμως έχουμε χρέος να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας και να δώσουμε στη νέα γενιά προοπτική. Το «Placebo» δεν έχει στόχο να κουνήσει το δάχτυλο, ούτε να διδάξει, έρχεται απλώς να υπογραμμίσει τα κακώς κείμενα με την ελπίδα να προβληματίσει.
Υπήρξε κάποια αφορμή που σας ενέπνευσε την συγκεκριμένη ιστορία;
Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή, κυρία Δούλη. Ήταν ένας γενικότερος προβληματισμός που νομίζω μας αφορά όλους. Ακόμα κι αν δεν έχουμε δικά μας παιδιά, το μέλλον του τόπου μας αλλά και κάθε τόπου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτά.
Υπάρχουν πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα, ή το «Placebo» αφορά εξ ολοκλήρου μυθοπλασία;
Η ιστορία του «Placebo» δεν είναι στηριγμένη σε κάποιο πραγματικό γεγονός, από την άλλη όμως οι χαρακτήρες είναι γνώριμοι και οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν είναι πέρα για πέρα αληθινές. Είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα και διαβάζοντάς το ο αναγνώστης θα ανακαλύψει αναγνωρίσιμες πτυχές και προκλήσεις.
Το βιβλίο σας θα το χαρακτήριζα κοινωνικό. Είναι αυτό το είδος των βιβλίων που πιστεύετε ότι σας ταιριάζει ή είναι το είδος των βιβλίων που σας αρέσει να διαβάζετε, κυρία Χαΐμ;
Με ενδιαφέρουν πολύ οι χαρακτήρες, ο διαφορετικός τρόπος αντίδρασής τους στο ίδιο γεγονός. Περνάω πολύ χρόνο σκεπτόμενη τα χαρακτηριστικά τους, τη φωνή τους, τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τη θέση που παίρνουν μέσα στην πλοκή. Με ενδιαφέρει επίσης να μένει μια σκέψη για το τέλος. Κάτι που να ακολουθεί το βιβλίο μετά την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Αν όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημά μου ως κοινωνικό, τότε ναι, πράγματι αυτό το είδος με καλύπτει. Ως συγγραφέας αλλά και ως αναγνώστρια με ενδιαφέρει η συμμετοχή στο συναίσθημα.
Σε μια εποχή που κυκλοφορούν πολλά βιβλία και με την κρίση να αγγίζει και το χώρο του βιβλίου, αλλά και τις αγορές του κοινού, βρήκατε στέγη σε έναν εκδοτικό οίκο που κινείται δυναμικά στην αγορά. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον εκδοτικό οίκο «Μίνωας»;
Με τις εκδόσεις «Μίνωας» ένιωσα από την πρώτη στιγμή ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αντιμετωπίζουμε από κοινού το βιβλίο σαν προϊόν πολιτισμού και το προωθούμε με την ίδια αγάπη και φροντίδα. Καμία κρίση δεν θα πρέπει να μας φοβίζει, κυρία Δούλη, όσο εκπαιδεύουμε και εκπαιδευόμαστε στην ανάγνωση καλών βιβλίων.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Σαρίτα Χαΐμ γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1968 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πολιτικές Επιστήμες και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Ασχολήθηκε με το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση και έζησε για οχτώ χρόνια στο Βουκουρέστι και στο Τορόντο.
Το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ξεκόλλα…» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το «Placebo» είναι το τελευταίο της βιβλίο και κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Μίνωας».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 3 Νοεμβρίου 2017.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!