Γεννήθηκε σ’ ένα βόρειο προάστιο της Αθήνας, το Μαρούσι, όπου και μεγάλωσε. Τα παιδικά της χρόνια ήταν ανέμελα και της φέρνουν θύμησες από ήχους γραμμοφώνου και κυριακάτικων συνεστιάσεων. Σπούδασε Νομική, αλλά την κέρδισε η δημοσιογραφία, την οποία υπηρέτησε επί 37 συναπτά έτη και συνεχίζει να την υπηρετεί, διότι δηλώνει όχι αποστρατευμένη απ’ αυτή. Η Ντίνα Εξάρχου ξεχωρίζει. Στη γραφή της συνυπάρχουν το πρωτότυπο με το απρόσμενο, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από έναν βαθύ εκλεπτυσμό, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
Η ΣΥΝΕΝΕΤΥΞΗ
Αν αναζητούσαμε τις πηγές τής έμπνευσής σας, κυρία Εξάρχου, ποιο θα ήταν το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε;
Δεν υπάρχει «καλύτερο». Όλες οι πηγές της έμπνευσής μου έχουν ένα μπόι.
Το έργο των βιβλίων (παιδικών και ενηλίκων) τυγχάνει της απαιτούμενης προβολής τόσο από τους εκδοτικούς οίκους όσο και από άλλους επικοινωνιακούς φορείς; Ή δεν είναι τόσο κερδοφόρο, ώστε να έχει την ανάλογη προβολή;
Τα βιβλία, τα αποκαλούμενα «εμπορικά», αυτά δηλαδή που «πουλάνε», προβάλλονται πολύ τόσο από τους εκδοτικούς οίκους όσο και από τα ΜΜΕ. Όπως ακριβώς προβάλλονται οι τούρκικες τηλεοπτικές σαπουνόπερες. Η «τουρκιά» έχει εισβάλλει και στη λογοτεχνία, διότι κι εκεί είναι κερδοφόρα. Τα βιβλία που αξίζουν δεν εκδίδονται από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, με την αιτιολογία ότι δεν είναι «μέσα στις προδιαγραφές» τους. Τα εκδίδουν οι μικρομεσαίοι, που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα προβάλλουν επαρκώς, και στη συνέχεια οι βιβλιοπώλες τα καταχωνιάζουν στο υπόγειό τους.
Έχετε δεχτεί ποτέ κάποια άρνηση από εκδοτικό οίκο;
Έχω δεχτεί πολλές. Οι περισσότερες δεν είχαν αιτιολογία. Απλά «δεν μπορούμε δυστυχώς να εκδώσουμε το ενδιαφέρον μυθιστόρημά σας». Οι αιτιολογημένες αρνήσεις «πατούσαν» στις περίφημες «προδιαγραφές»: «Δυστυχώς, δεν μπορούμε να εκδώσουμε το ενδιαφέρον μυθιστόρημά σας, διότι δεν εντάσσεται στις προδιαγραφές μας». Είχα και μία άρνηση από μεγάλο εκδοτικό οίκο, ο οποίος κερδίζει πολλά χρήματα, εκδίδοντας και πουλώντας ελληνικά «άρλεκιν». Η αιτιολογία τής άρνησης ήταν φασιστική: «Δεν μπορούμε να εκδώσουμε το μυθιστόρημά σας, διότι ο τρόπος γραφής του δεν είναι μέσα στις προδιαγραφές μας»! Φρίκη!
Το διαδίκτυο έχει αποτελέσει φορέα αυξημένης πληροφόρησης, για την ύπαρξη τόσο των βιβλίων όσο και των συγγραφέων;
Οπωσδήποτε. Αυτοί όμως που πολυταξιδεύουν στο διαδίκτυο, δύσκολα πάνε στο βιβλιοπωλείο για να πάρουν το βιβλίο, που τους τράβηξε την προσοχή στο ηλεκτρονικό οδοιπορικό τους. Με πιο απλά λόγια: Αυτοί που «σερφάρουν» στο διαδίκτυο δεν διαβάζουν.
Τί γεύση σάς αφήνουν όλα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό;
Άσχημη. Πολύ άσχημη.
Ποιοι είναι πιο επικίνδυνοι κατά τη γνώμη σας, τη συγκεκριμένη περίοδο;
Οι πολίτες που φοβούνται το καινούργιο είναι πιο επικίνδυνοι από τους ψεύτες, τους απατεώνες, τους προδότες. Οι φοβισμένοι πολίτες είναι εκείνοι που πάνε στην κάλπη και ψηφίζουν τους ψεύτες, τους απατεώνες και τους προδότες.
Η περίοδος που περνάμε θα ευνοήσει την παραγωγή «σοβαρών» βιβλίων;
Πιστεύω, ναι. Τί τύχη όμως θα έχουν αυτά τα βιβλία, μέσα σε μια κοινωνία, που εξαθλιώνεται μέρα με τη μέρα;
Τί χάνετε γράφοντας, κυρία Εξάρχου;
Δεν αισθάνομαι ότι χάνω. Αντίθετα, κερδίζω. Αν με ρωτήσετε, όμως, να σας πω τί κερδίζω, δεν μπορώ να σας απαντήσω συγκεκριμένα.
Νιώθετε να αλλάζετε;
Κάθε μέρα, κυρία Δούλη.
Πού οφείλεται η σύλληψη της ιδέας τού βιβλίου σας «Έρχεται ο σινεμάς»;
Στη ζωή ενός πλανόδιου κινηματογραφιστή από τα Βάτικα της Λακωνίας. Σ’ αυτόν έχω αφιερώσει το βιβλίο.
Το νέο σας βιβλίο «Έρχεται ο σινεμάς» από τις εκδόσεις «Εντός» αποτελεί αληθινή ιστορία; Ποιοι είναι οι βασικοί του ήρωες και πόσο οικείοι πιστεύετε ότι είναι στον αναγνώστη;
Είναι μια μυθοπλασία, που «πατάει» σε πραγματικά περιστατικά. Ο βασικός ήρωας είναι ο πλανόδιος κινηματογραφιστής, για τον οποίο σας μίλησα προηγουμένως. Τόσο αυτός όσο και οι «δορυφορούμενοι» είναι πολύ οικείοι στους αναγνώστες τής επαρχίας.
Το βιβλίο σας έχει αναφορές στην επαρχία αλλά και στις παλιές γειτονιές. Έχουν αλλάξει οι γειτονιές από τότε μέχρι σήμερα; Στέκεται ο Έλληνας δίπλα στον συνάνθρωπο του, όταν αυτός έχει ανάγκη;
Αγνώριστες έχουν γίνει. Ψυχρές και κακάσχημες!
Ο Έλληνας στεκόταν πάντα δίπλα στον συνάνθρωπο που είχε ανάγκη. Στεκόταν, στέκεται και θα στέκεται. Σε όλους τους συνανθρώπους. Ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Οι ρατσιστές και οι σκληρόκαρδοι είναι οικτρή μειοψηφία στον τόπο μας.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες στην υλοποίηση της αρχικής έμπνευσης;
Το βιβλίο αυτό το πάλευα τέσσερα χρόνια για να το διαβάζουν σήμερα οι ογδοντάχρονες γυναίκες στα χωριά τής Πελοποννήσου, να βάζουν τα κλάματα και να λένε: «Παναγία μου, η ζωή μου! Βλέπω τη ζωή μου σε ταινία»!
Μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια. Ήταν εύκολα ή δύσκολα; Υπάρχει κάτι που θυμάστε έντονα και νοσταλγείτε;
Θα έλεγα ότι ήταν εύκολα. Δεν ήταν στερημένα αλλά ούτε και πλούσια. Γεννήθηκα στην Αθήνα από γονείς Ηπειρώτες και μεγάλωσα σε βόρειο προάστιο της πρωτεύουσας, στο Μαρούσι. Καλό προάστιο. Εκείνο που έντονα θυμάμαι και νοσταλγώ είναι τα κυριακάτικα τραπεζώματα που κάναμε στο σόι και τα γλέντια στις γιορτές, με ένα προπολεμικό γραμμόφωνο και δίσκους 78 στροφών.
Κυρία Εξάρχου, ας πάμε πίσω στο παρελθόν και τις επιθυμίες σας ως παιδιού. Ποιοι άνθρωποι σας επηρέασαν πολύ;
Με επηρέασε πολύ η γιαγιά μου, η μητέρα τής μητέρας μου. Αυτή με μεγάλωσε, με παθολογική αγάπη. Την αγαπούσα κι εγώ τη γιαγιούλα. Όταν πέθανε ήμουν 25 χρόνων και παρά την ηλικία μου ο θάνατός της μου προκάλεσε σοκ. Αυτή η γυναίκα δεν ήξερε γράμματα. Ούτε την υπογραφή της δεν ήξερε να βάλει. Με σταυρό υπέγραφε. Οι ιδέες της όμως και οι απόψεις της και ο τρόπος που τις εξέφραζε μαρτυρούσαν μια σπάνια καλλιέργεια! Πού την είχε αποκτήσει αυτή την καλλιέργεια; Απορώ και εξίσταμαι.
Έχετε ένα ομολογουμένως πλούσιο και ποικίλο βιογραφικό. Αν σήμερα αρχίζατε από την αρχή, θα αλλάζατε κάτι;
Απολύτως τίποτα, κυρία Δούλη.
Πόσο κοντά είναι η δημοσιογραφία με τη συγγραφή;
Πολύ κοντά. Για μένα ήταν επικίνδυνα κοντά. Η δημοσιογραφία μού έφαγε τη λογοτεχνική ικμάδα. Ευτυχώς που συνταξιοδοτήθηκα πρόωρα.
Ο δημοσιογράφος παύει κάποτε να είναι «ερευνητής» ή η ιδιότητα αυτή τον ακολουθεί;
Τον ακολουθεί πάντα, όπως τον ακολουθεί η σκιά του.
Στυλό, χαρτί ή υπολογιστής;
Και τα τρία. Το καθένα έχει την αξία του.
Σήμερα, τί θα διάβαζε κάποιος αν κρυφοκοίταζε τα χαρτιά σας;
Κάποια διηγήματα που έχω εμπνευσθεί από περιστατικά των παιδικών μου χρόνων στην Αθήνα τής δεκαετίας τού ’50.
Ήρωες στα βιβλία υπάρχουν σίγουρα. Στην πραγματική ζωή;
Πάμπολλοι. Η ζωή πλάθει τους πιο απίθανους ήρωες και γράφει τα πιο δυνατά σενάρια.
Αν μέσα από ένα βιβλίο σας μπορούσατε να ξαναφτιάξετε τον κόσμο, πώς θα τον κάνατε;
Ανθρωποκεντρικό, απλό, ειλικρινή, τρυφερό, στοργικό, δίκαιο.
Μ’ αυτόν τον ανταγωνισμό εκεί έξω, πόσο εύκολο είναι να επιβιώσει ένας συγγραφέας;
Δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι δεν έχουμε να κάνουμε με ανταγωνισμό αξιών. Έχουμε να κάνουμε με εμπορικό ανταγωνισμό μέσα σε μια αγορά, που θησαυρίζει πουλώντας σκουπίδια. Γι’ αυτούς που παράγουν σκουπίδια και γι’ αυτούς που τα πουλάνε είναι πολύ εύκολη η επιβίωση. Για τους άλλους τα πράγματα είναι ζόρικα.
Όταν ολοκληρώνετε το έργο σας ξεκουράζεστε ή οργανώνετε ένα πλάνο για το επόμενο;
Ενεργώ ανάλογα με την «τρέλα» μου. Άλλες φορές ξεκουράζομαι και άλλες τρώγομαι με τα ρούχα μου.
Ποια, σύμφωνα με την δική σας εμπειρία, είναι η σχέση συγγραφέα και του αναγνώστη τού βιβλίου του; Δεσμεύεστε ή δεσμεύεται;
Ούτε δεσμεύομαι, ούτε και θέλω να δεσμεύσω τον αναγνώστη. Θέλω να τον προβληματίσω. Να τον βάλω να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις του ελεύθερα.
Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να σας δώσει ποτέ κανείς;
Αφήστε το «ποτέ». Ας μιλήσουμε για το σήμερα, που αναζητώ την ξεγνοιασιά και δεν μπορώ να τη βρω. Αυτό είναι για μένα το καλύτερο δώρο σήμερα.
Σε λίγες μέρες πρόκειται να πραγματοποιηθεί η κεντρική παρουσίαση του βιβλίου σας «Έρχεται ο σινεμάς». Τί σημαίνει για σας αυτή η παρουσίαση και ποια είναι τα συναισθήματά σας; Θέλετε να μοιραστείτε κάτι μαζί μας;
Σημαίνει άγχος και τρέξιμο. Και αγωνία: Θα πετύχει; Όσες παρουσιάσεις βιβλίων έχω κάνει μέχρι τώρα ήταν πετυχημένες. Και στην Αθήνα και στην επαρχία. Ευχηθείτε να πετύχει και αυτή.
Σας το εύχομαι, κυρία Εξάρχου.
Ευχαριστώ πολύ, κυρία Δούλη.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
H Ντίνα Εξάρχου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Ηπειρώτες. Μεγάλωσε στο Μαρούσι, όπου ακόμα κατοικεί. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι παντρεμένη με τον Λάκωνα αξιωματικό του Εμπορικού Ναυτικού Γιάννη Τσιγκούνη. Συνταξιοδοτήθηκε μετά από τρεις δεκαετίες θητείας στην έντυπη δημοσιογραφία («Αυγή», «Ριζοσπάστης», «Έθνος», «Ελεύθερος Τύπος», «Επίκαιρα», «Γυναίκα», «Εικόνες», «Αγρότης του 2000») και ένα μικρό «διάλειμμα» στο ρεπορτάζ τού δελτίου ειδήσεων του MEGA CHANNEL.
Σήμερα χωρίς να είναι αποστρατευμένη από τη δημοσιογραφία συνεργάζεται ως αρθρογράφος με την ηλεκτρονική εφημερίδα τής Σοφίας Βούλτεψη «Ελεύθερη Ζώνη».
Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) από το 1985. Από το 1999 ως το 2003 ήταν και μέλος του Μικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ. Στην 37χρονη δημοσιογραφική σταδιοδρομία της έχει γράψει πάνω από δέκα χιλιάδες ρεπορτάζ, άρθρα, έρευνες και ανταποκρίσεις από δημοσιογραφικές αποστολές εντός και εκτός Ελλάδος. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία: Μία συλλογή ποιημάτων, μία συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 12 Οκτωβρίου 2012.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!