Από την εφηβεία του είχε ξεκινήσει να γράφει κείμενα μικρά σε έκταση και με απλή πλοκή. Η πρώτη του προσπάθεια για να γράψει ένα μυθιστόρημα έγινε στα φοιτητικά του χρόνια, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε μια πολύ φιλόδοξη προσπάθεια, αφού έμεινε ανολοκλήρωτη. Πριν τρία χρόνια, ένιωσε την ανάγκη να μετρήσει ξανά τις δυνάμεις του σε κάτι πολύ πιο δύσκολο όπως είναι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος και κάπως έτσι προέκυψαν στη ζωή του οι «Σκληρές Αλήθειες».
Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που ενέπνευσαν και επηρέασαν τη γραφή του αλλά και πάρα πολλά βιβλία από αυτά που βρέθηκαν στα χέρια του αναμφισβήτητα έχουν επηρεάσει τη συγγραφική του ταυτότητα.
Ο Ηλίας Μωραΐτης προσπαθεί να µη βγει από τον δρόµο που τον εκφράζει και τον κάνει να απολαμβάνει τη διαδικασία του γραψίµατος.
Είναι πολυάσχολος και πέραν της συγγραφής ασχολείται µε τη διδασκαλία φιλολογικών µαθηµάτων καθώς και με τις µεταπτυχιακές του σπουδές στον χώρο της ειδικής αγωγής.
Για εκείνον η διδασκαλία σίγουρα είναι ένας τοµέας που -ως εκπαιδευτικός- µπορεί να αναπτύξει τη δηµιουργικότητα του, αλλά πιστεύει ότι το πεδίο της συγγραφής παρέχει στον ίδιο ακόµη µεγαλύτερες δυνατότητες δηµιουργίας και περισσότερες ευκαιρίες έκφρασης μια που μέσα από τη διαδικασία της ανακαλύπτει συνεχώς νέες πτυχές του εαυτού του.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Η πρώτη σας εκδοτική προσπάθεια έχει τίτλο «Σκληρές Αλήθειες» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Το μικρόβιο της συγγραφής υπήρχε από παλιά και τώρα απλώς εμφανίστηκε; Ποιο ήταν για εσάς το έναυσμα, για να ξεκινήσετε το ταξίδι σας στον χώρο της λογοτεχνίας, κύριε Μωραΐτη;
Από την εφηβεία μου είχα ξεκινήσει να γράφω κείμενα μικρά σε έκταση και με απλή πλοκή. Η πρώτη μου προσπάθεια για να γράψω ένα μυθιστόρημα έγινε στα φοιτητικά μου χρόνια, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε μια πολύ φιλόδοξη προσπάθεια, αφού έμεινε ανολοκλήρωτη. Επέστρεψα πάλι στα διηγήματα μέχρι και περίπου πριν τρία χρόνια, όταν ένιωσα την ανάγκη να μετρήσω τις δυνάμεις μου ξανά σε κάτι πολύ πιο δύσκολο όπως είναι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Έτσι προέκυψαν οι «Σκληρές αλήθειες», κυρία Δούλη.
Πόσο ασφαλής αισθάνεστε που τα πρώτα σας συγγραφικά βήματα αγκαλιάστηκαν από έναν εκδοτικό οίκο με μεγάλη ιστορία και εμπειρία στον χώρο των εκδόσεων;
Κρατώντας στα χέρια μου το πρώτο μου χειρόγραφο, είχα την αγωνία για το αν το έργο μου θα κατάφερνε να βρει μια θέση στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ειδικά εν μέσω της δεινής οικονομικής περιόδου που διανύουμε. Ήξερα πως το πρώτο, αλλά ταυτόχρονα το πιο δύσκολο και συνάμα το πιο σημαντικό βήμα ήταν να βρεθεί κάποιος εκδοτικός οίκος που θα ενδιαφερθεί για το έργο μου. Σίγουρα το ότι η πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια τράβηξε το ενδιαφέρον του εκδοτικού οίκου ΨΥΧΟΓΙΟΣ με την τεράστια ιστορία και εμπειρία του στον χώρο των εκδόσεων, ήταν κάτι που με γέμισε με τεράστια ικανοποίηση. Επίσης, ήξερα, κάτι που αποδείχτηκε και στην πράξη, πως το έργο μου σε όλα τα στάδια του θα το αναλάμβαναν επαγγελματίες με τεράστια πείρα και θα του προσέφεραν τις καλύτερες προοπτικές για να πετύχει. Ακόμη, το γεγονός πως οι πλέον ειδικοί στον χώρο έκριναν το έργο μου θετικά, πέρα από την τεράστια ικανοποίηση που μου προσέφερε, με έκανε να βεβαιωθώ πως βαδίζω στον σωστό δρόμο, συνεχίζοντας τη συγγραφική μου προσπάθεια με μεγαλύτερο ζήλο και αυτοπεποίθηση.
Από τη Μασαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έως την Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα διαδραματίζονται πολλά γεγονότα και μάλιστα ανατρεπτικά. Πόσο σημαντικός είναι ο χώρος και ο τόπος για την επιτυχία της ιστορίας ενός βιβλίου;
Σίγουρα και ο χώρος και ο τόπος είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για την επιτυχία ενός βιβλίου. Το πιο βασικό από όλα είναι να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ιστορίας. Ουσιαστικά αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το έργο και πρέπει αυτό το σκηνικό να είναι κατάλληλο και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του έργου. Αρχική μου επιλογή ήταν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας να εκτυλίσσεται στην Ελλάδα και επειδή τις ανάγκες του έργου εξυπηρετούσε μια μεγαλούπολη επέλεξα την Αθήνα. Η Μασαχουσέτη προέκυψε στην πορεία και πάλι εξαιτίας της πλοκής.
Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου σας η Αγνή Μάρκου έκανε διεξοδικές έρευνες και κομμάτι – κομμάτι συμπλήρωσε το πάζλ της υπόθεσης. Ο ρόλος της αποδεικνύεται σημαντικός για την εξέλιξη της υπόθεσης. Θεωρείτε ότι η πίστη στην απονομή της δικαιοσύνης οπλίζει με υπομονή και πίστη τους ανθρώπους μέχρι τις ημέρες μας;
Η απονομή δικαιοσύνης δεν είναι κάτι το αυτονόητο ούτε και δεδομένο. Αυτό αποτυπώνεται και μέσα στο ίδιο βιβλίο. Δυστυχώς η ζωή δεν είναι καθόλου δίκαιη και οι άνθρωποι, πρέπει να είναι οπλισμένοι με υπομονή και πίστη στον εαυτό τους, εφόσον είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν το δίκιο τους και το δικαίωμα στην αλήθεια, κάτι που έκανε και η ηρωίδα του έργου. Μπορεί η πίστη σε μια ιδέα, όπως το ότι ο καθένας παίρνει στη ζωή αυτό που του αξίζει, να μας δίνει κουράγιο, αλλά χρειάζεται προσωπικός αγώνας. Ειδάλλως, αν απλώς περιμένουμε μοιρολατρικά να μας δικαιώσει η ζωή, πιστεύω ότι δεν έχουμε και πολλές πιθανότητες να βρούμε το δίκιο μας.
Τι είδους έρευνα και πόσος χρόνος επεξεργασίας χρειάστηκε για να γράψετε το «Σκληρές Αλήθειες»;
Τα τελευταία δέκα χρόνια, διάβασα αρκετά βιβλία ψυχολογίας και συνομίλησα με αρκετούς ψυχολόγους που ο καθένας ακολουθούσε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της ανθρώπινης ψυχολογίας. Αυτή η αναζήτηση δεν έγινε μέσα στα πλαίσια μιας συστηματικής έρευνας για το συγκεκριμένο βιβλίο, αφού δεν είχα στο μυαλό μου την ιδέα να γράψω ένα ψυχολογικό θρίλερ, αλλά επειδή πάντα έβρισκα την ανθρώπινη συμπεριφορά άκρως συναρπαστική. Έτσι, κατάφερα να κατανοήσω μέχρι ενός σημείου, καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά και να γράψω ένα μυθιστόρημα που επικεντρώνεται στις εσωτερικές διεργασίες που κρύβονται πίσω από τις πράξεις των ηρώων του. Τώρα, από τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω τις «Σκληρές αλήθειες», χρειάστηκαν περίπου δύο χρόνια για την ολοκλήρωσή τους.
Πιστεύετε ότι η συγγραφή ενός ψυχολογικού θρίλερ είναι πιο δύσκολη από άλλα είδη λογοτεχνίας;
Δεν έχω μεγάλη συγγραφική εμπειρία και ούτε έχω ασχοληθεί με τη συγγραφή κάποιου έργου που να ανήκει σε άλλο λογοτεχνικό είδος για να μπορέσω να απαντήσω με σχετική ασφάλεια σε αυτήν την ερώτηση, κυρία Δούλη. Πιστεύω όμως ότι κάθε λογοτεχνικό είδος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και ότι χρειάζεται μεγάλη και επίπονη προσπάθεια από τον συγγραφέα που το υπηρετεί, προκειμένου το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό.
Σε τι διαφέρει ένα βιβλίο ψυχολογικού θρίλερ από ένα ιστορικό ή ένα κοινωνικό μυθιστόρημα; Πού συγκλίνουν και που αποκλίνουν;
Μιλώντας από την πλευρά του αναγνώστη πιστεύω ότι οι μεγαλύτερες διαφορές των τριών ειδών είναι στα σημεία που δίνουν έμφαση κατά τη διήγηση. Το ιστορικό μυθιστόρημα επικεντρώνεται κυρίως στην καταγραφή μιας ιστορικής εποχής, στα ήθη, τα έθιμα, στη γλώσσα της εποχής, στον τρόπο ζωής κ.τ.λ. Ουσιαστικά προσπαθεί να σε ταξιδέψει σε μια τελείως άγνωστη εποχή. Το κοινωνικό μυθιστόρημα πιστεύω ότι έχει σαν κεντρικό του άξονα το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Περισσότερο εμβαθύνει στις δομές μια συγκεκριμένης κοινωνίας προσπαθώντας να δείξει το πώς οι κοινωνικές νόρμες καθορίζουν τις ζωές των ηρώων του έργου και των ανθρώπων γενικότερα. Το ψυχολογικό θρίλερ όπως προείπα δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις αιτίες και τις εσωτερικές διεργασίες που κρύβονται πίσω από τις πράξεις των ηρώων του έργου. Τώρα ως προς τα σημεία σύγκλισης πιστεύω ότι υπάρχουν αρκετά, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι και στα τρία είδη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος και ο τρόπος που αυτός λειτουργεί σε διαφορετικές εποχές, σε διαφόρων ειδών κοινωνίες και κάτω από διαφορετικές ψυχολογικές συνθήκες, πιέσεις και μεταπτώσεις.
Στο Εξωτερικό αυτού του είδους τα μυθιστορήματα είναι πολύ δημοφιλή και σημειώνουν μεγάλες πωλήσεις. Πώς πάει το ψυχολογικό θρίλερ στην Ελλάδα, κύριε Μωραΐτη;
Πιστεύω ότι στην Ελλάδα το συγκεκριμένο είδος συγγραφικά δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο, αν και έχω την αίσθηση ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό το αγαπάει ιδιαίτερα, αφού παρατηρώ πως μυθιστορήματα αυτού του είδους έχουν μεγάλη απήχηση στη χώρα μας.
Το «Σκληρές Αλήθειες» είναι ένα βιβλίο με έντονη εναλλαγή συναισθημάτων. Πόσο εύκολο είναι για έναν δημιουργό κατά τη συγγραφή να μένει αποστασιοποιημένος από τους ήρωές του και να στέκεται πιστός στο αρχικό σενάριο και στην ουσία των γεγονότων που είχε εξαρχής αποφασίσει;
Η ιστορία γράφτηκε έχοντας στο μυαλό μου τους χαρακτήρες του Δημήτρη και της Ματίνας και ουσιαστικά η πλοκή, αρχικά τουλάχιστον, εξελίχθηκε μεταξύ της αλληλεπίδρασης των δυο συγκεκριμένων χαρακτήρων και κατόπιν προχώρησε με την ένταξη και των υπολοίπων ηρώων του έργου. Δεν υπήρχε αρχικό σενάριο και οι ίδιοι οι ήρωες ήταν αυτοί που οδήγησαν την ιστορία μέχρι το τέλος της. Επίσης, θα μπορούσα να πω πως δεν ήταν δύσκολο να αποστασιοποιηθώ από τους ήρωες, αφού ο κεντρικός ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται κάποιος συγγραφέας ήταν τελείως διαφορετικός από τον τρόπο που σκέφτομαι και λειτουργώ εγώ ο ίδιος.
Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας του βιβλίου σας με τον οποίο ταυτίζεστε;
Δεν θα το έλεγα. Συνειδητά επέλεξα να δημιουργήσω ήρωες τελείως ξένους προς εμένα. Δεν ήθελα να ασχοληθώ με οικείους χαρακτήρες, όχι για να μην ταυτιστώ με κάποιον από αυτούς, αλλά επειδή επιθυμούσα να πειραματιστώ με άγνωστους χαρακτήρες, να ανακαλύψω μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής τα όρια τους και να δω για το τι ήταν ικανοί να κάνουν και τι όχι.
Ποιον τίτλο θα βάζατε στο βιβλίο της ζωής σας, κύριε Μωραΐτη;
Σε ό,τι γράφω επιλέγω τον τίτλο μετά την ολοκλήρωση του έργου, κυρία Δούλη. Στο βιβλίο της ζωής μου ευελπιστώ ότι είναι ακόμη αρκετά νωρίς για να βάλω κάποιον τίτλο.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 17 Νοεμβρίου 2017.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!