Η συγγραφή για εκείνον ήταν μια παρόρµηση, που ξεκίνησε από τότε που ήταν μικρό παιδί, µε το να περιγράφει εικόνες σαν µικρά διηγήµατα.
Πιστεύει ότι ένας συγγραφέας δεν πρέπει να φοβάται τίποτα και ότι εκείνος που γράφει φοβούµενος τις κρίσεις και τις κοινωνικές επιπτώσεις, δεν μπορεί να είναι συγγραφέας.
Για τον Κώστα Σιμενό ο συγγραφέας οφείλει να σηκώνει το καπάκι, για να φύγει ο τοξικός αέρας που πνίγει τους ανθρώπους. Το «Καταφύγιο στη
βροχή» προέκυψε από την ανάγκη του να εκφράσει σκέψεις, µέσα από την αντίθεση δύο διαφορετικών κόσµων, µε το πιο ισχυρό επαναστατικό όπλο που είναι ο έρωτας, να πατήσει πάνω σε κοινωνικές µεθόδους και ηθικά δόγµατα, που διοχετεύουν το φόβο για να εξουσιάζουν τον άνθρωπο ενώ ταυτόχρονα θέλει να κάνει τους αναγνώστες του να βιώσουν επιθυμίες, που πολλές φορές η πραγματικότητα και κυρίως η ατολμία, τούς αρνείται.
Θεωρεί, επίσης, ότι κανείς δεν είναι απόλυτος ρυθµιστής της ζωής του. Κι εκείνο που κάνει ο ίδιος καθηµερινά είναι να έρχεται σε µικρές και µεγάλες ρήξεις με τον εαυτό του για να μπορεί όσο το δυνατόν περισσότερο να ρυθμίζει τις καταστάσεις που τον αφορούν.
Ο Κώστας Σιμενός γράφει μοναδικά και αληθινά. Η πένα του δίνει ζωή στους ήρωές του χάρη στις μοναδικές συγγραφικές του ικανότητες. Εισχωρεί αβίαστα και φυσικά στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου και φέρνει τον αναγνώστη, ενώπιον των ευθυνών του και μπροστά στον καθρέφτη του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο ειλικρινή και μυσταγωγικό, που με τις απόψεις του μάς γεμίζει προσδοκία για το μέλλον!
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Η πρώτη σας συγγραφική δουλειά έχει τίτλο «Καταφύγιο στη βροχή» και κυκλοφορεί από την «Άνεμος Εκδοτική», πότε νιώσατε την ανάγκη να ασχοληθείτε με τη συγγραφή κ. Σιμενέ;
Πρέπει να πάω πολύ πίσω, κυρία Δούλη, και να σας πω ταυτόχρονα ότι δεν είναι η πρώτη μου συγγραφική δουλειά. Αυτή η παρόρμηση ξεκίνησε από τότε που ήμουνα παιδί, με το να περιγράφω εικόνες σαν μικρά διηγήματα. Το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα το έγραψα στο Παρίσι, σε ηλικία 23 ετών, και είχε τίτλο «Ένας χειμώνας τριών ετών». Ήταν στα Ελληνικά, και ήταν δύσκολο να το εκδώσω τότε εκεί. Όμως, από αυτό το μυθιστόρημα προέκυψε το θεατρικό μου έργο «Ένα δωμάτιο ευκαιρίας» που πήρε Κρατικό βραβείο, και εν συνεχεία το σενάριο της τηλεοπτικής σειράς «Χειμερινή έξοδος» που παίχθηκε στην ΕΡΤ. Έκτοτε έγραψα πολλά σενάρια, άρθρα, και διασκεύασα την Οδύσσεια και αρχαίους μυθικούς ήρωες, σε 16 παιδικούς τόμους.
Κάνετε τα πρώτα σας συγγραφικά βήματα στο χώρο της λογοτεχνίας, έχοντας στο πλευρό σας έναν εκδοτικό οίκο (Άνεμος Εκδοτική) που τα τελευταία χρόνια έχει δώσει δυναμικό “παρών” στο χώρο των εκδόσεων με αξιόλογα έργα. Πώς αισθάνεστε για όσα σάς συμβαίνουν;
Πολύ καλά. Σε αυτή τη περίοδο, όπου η κρίση έπληξε καθοριστικά το βιβλίο, ήταν μια ευτυχής συγκυρία η συνεργασία μου με την «Άνεμος Εκδοτική», που αγωνίζεται με κόστος να διατηρήσει τη ποιότητά της.
Στην ιστορία του βιβλίου σας μπλέκετε με όμορφο τρόπο τις ζωές δύο διαφορετικών ανθρώπων του Ανταίου και της Τέρρας, που συναντιούνται κάτω από ειδικές και παράξενες συνθήκες. Ποιο ήταν το αρχικό κίνητρο για να γράψετε το «Καταφύγιο στη βροχή»;
Η ανάγκη να εκφράσω σκέψεις, μέσα από την αντίθεση δύο διαφορετικών κόσμων, με το πιο ισχυρό επαναστατικό όπλο που είναι ο έρωτας. Να πατήσω πάνω σε κοινωνικές μεθόδους και ηθικά δόγματα, που διοχετεύουν το φόβο για να εξουσιάζουν τον άνθρωπο. Αυτό, από μόνο του, γινόταν ένα δυνατό κίνητρο, που μεγαλώνει όσο εξελίσσεται η πλοκή. Σε δεύτερο επίπεδο, για να πω ότι ο νους είναι το πιο σίγουρο όχημα, για να βιώσεις επιθυμίες, όταν η πραγματικότητα και η ατολμία σου το αρνούνται.
Η ιστορία του βιβλίου σας θα μπορούσε να ανήκει σε ζωές ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Τι φοβάται πιο πολύ ένας συγγραφέας όταν αναμετριέται με πραγματικά περιστατικά της ζωής, κύριε Σιμενέ;
Ο συγγραφέας, κυρία Δούλη, δεν θα έπρεπε να φοβάται τίποτα. Εκείνος που γράφει φοβούμενος τις κρίσεις και τις κοινωνικές επιπτώσεις, δεν είναι συγγραφέας. Όπως είπατε, η ιστορία θα μπορούσε να ανήκει σε ζωές ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αλλά και σε εμάς τους ίδιους. Με χαροποιεί που το επισημαίνετε αυτό. Αν ο συγγραφέας δεν σηκώσει το καπάκι να φύγει ο τοξικός αέρας που πνίγει τους ανθρώπους ποιος θα το κάνει; Σκεφτείτε έναν συγγραφέα που θα έλεγε ότι όλα είναι καλώς καμωμένα, κι ότι ο κόσμος ανήκει στους βολεμένους.
Κατά τη γνώμη σας, οι ιστορίες της διπλανής πόρτας κρύβουν αναπόφευκτα μικρές ή μεγάλες τραγωδίες; Ποιος μένει αλώβητος;
Το θέμα είναι πώς αντιμετωπίζεις αυτές τις τραγωδίες. Πιο θλιβερές είναι οι τραγωδίες που προκαλεί ο ίδιος ο άνθρωπος από άγνοια και τάση αυτοκαταστροφής. Αυτές είναι και οι πιο θλιβερές. Οι περισσότεροι έχουν πιστέψει ότι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αυτό που δε θέλουν στη ζωή τους από ηθική και κοινωνική υποχρέωση. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος.
Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο σας διαπιστώνει ότι οι ήρωές σας παλεύουν να κατακτήσουν την ευτυχία, και σ’ αυτή τη πάλη έρχονται αντιμέτωποι με το παρελθόν τους, τους φόβους, τις ανασφάλειές τους. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν αισθάνεται ευτυχισμένος στο παρόν; Ποιο είναι για σας εκείνο το στοιχείο, που η απόκτησή του μας φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία;
Η συνειδητοποίηση ότι δεν περιμένεις την ευτυχία από τους άλλους, αλλά από σένα τον ίδιον. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που σκέφτεσαι για τον εαυτό σου. Με τους άλλους μοιράζεσαι αυτό που πηγάζει από μέσα σου, όπως κάνει ένας μουσικός. Όταν γράφει μουσική νιώθει μέσα του πληρότητα, αλλά χαίρεται πολλαπλά, όταν βλέπει να απολαμβάνουν τη μουσική του και οι άλλοι.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα του βιβλίου σας;
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάποιον που κατέχει την απόλυτη αλήθεια για να κάνει διδάγματα. Θέλω να προκαλώ τη σκέψη. Να φέρω τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον εαυτό του και τους φόβους του, και να του πω ότι αυτοί δεν υπάρχουν αν ο ίδιος δεν τους αποδεχθεί. Να του δείξω, επίσης, ότι ο νους είναι το όχημα διαφυγής στο όνειρο, κι όχι ο εφιάλτης.
Το οικογενειακό σας περιβάλλον, το εργασιακό, οι σπουδές σας, τα βιώματά σας πώς επηρέασαν τη συγγραφική σας ταυτότητα, κύριε, Σιμενέ;
Το οικογενειακό μου περιβάλλον ήταν πουριτανικό, και ήταν μια αιτία να επανεξετάσω τους μύθους πάνω στους οποίους στηριζόταν αυτή η αντίληψη, που επεκτεινόταν σε όλη την κοινωνία. Με αηδίαζε η υποκρισία γύρω μου, αλλά προ πάντων με εξόργιζε η ανοησία που τη συνόδευε. Ήταν και κάτι έμφυτο, όμως, που με καθοδηγούσε σε αυτή την αναζήτηση, πέρα από τις σπουδές. Από ‘κει και πέρα, τα βιώματα ήταν και είναι το υλικό κάθε συγγραφέα.
Βλέπουμε ότι το τελευταίο διάστημα το νουάρ μυθιστόρημα κερδίζει έδαφος στο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας. Ποια είναι η άποψή σας για το νουάρ μυθιστόρημα και γιατί ασχοληθήκατε με αυτό το είδος;
Από μόνη της η λέξη «νουάρ» υπονοεί τη βαθύτερη και σκοτεινότερη πλευρά του ανθρώπου. Αναδεικνύοντάς την, θέλω να την κάνω πιο φωτεινή. Κανέναν δεν ενδιαφέρει, να περιγράψει ευτυχισμένους ανθρώπους. Τον ενδιαφέρει η διαδρομή που ακολουθούν στην προσπάθεια να γίνουν ευτυχισμένοι, κι αν αυτή η διαδρομή τους βγάζει στην επιφάνεια ή τους σπρώχνει πιο βαθιά.
Εκτός από συγγραφέας, είστε σεναριογράφος και ηθοποιός. Πόσο «συγγενείς» είναι αυτές οι ιδιότητες και ποια σας εκφράζει περισσότερο;
Απόλυτα, «συγγενείς». Ο ηθοποιός ενσαρκώνει «υπαρκτούς» ανθρώπινους χαρακτήρες, που δημιουργούν οι σεναριογράφοι και οι συγγραφείς. Και οι τρεις ιδιότητες λειτουργούν με κοινούς κωδικούς εσωτερικής διείσδυσης. Η ιδιότητα τού ηθοποιού τροφοδότησε σημαντικά τη σκέψη του συγγραφέα μαζί με τις εμπειρίες.
Νιώθετε ότι είστε απόλυτος ρυθμιστής της ζωής σας κύριε Σιμενέ;
Κανείς δεν είναι απόλυτος ρυθμιστής της ζωής του, κυρία Δούλη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έκανα και κάνω καθημερινά μικρές και μεγάλες ρήξεις για να διατηρώ το δικαίωμα να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο ρυθμιστής.
*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 1 Δεκεμβρίου 2017.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!