Πρόκειται για έναν άνθρωπο, απλό, φιλικό, με χιούμορ. Σε συγκλονίζουν, η αμεσότητα του λόγου του, το ότι δεν μοιάζει να ανήκει στη συνηθισμένη των ελλήνων συγγραφέων σχολή.
Είναι ένας θετικός άνθρωπος, και εξαιρετικός συγγραφέας. Κάποιος που του αρέσει να γράφει ιστορίες όχι για να προβληθεί, αλλά επειδή αυτό του δίνει χαρά, τον γεμίζει. Διαθέτει κωμική ευστοχία, τολμηρή φαντασία, σύνθετη και γρανιτένια δύναμη. Δίχως υπεροψία κι εκείνο το σκώμμα το πικρό, που βλέπεις άφθονο παντού, και σε πικραίνει. Χωρίς αγκάθια και αντιφάσεις. Ένας συγγραφέας που συνειδητά δεν συμμετέχει σε παίγνια ανταγωνιστικά. Με κοίτασμα πλούσιο, που του επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικός και δυναμικός.
Ο Γιάννης Ξανθούλης γνωρίζει ότι καθετί στη ζωή έχει είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ό,τι είναι υπεράνω τιμής και αναντικατάστατο, αυτό έχει αξιοπρέπεια. Για τον ίδιο υπάρχουν δύο δεδομένα: η ευγένεια ήθους και η αγάπη.
Για μια περήφανη καρδιά, όπως αυτή του συγκινητικού συγγραφέα, δεν υπάρχει μέσος όρος. Υπάρχουν μόνο υψηλές αξίες, αλήθεια και ακεραιότητα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κύριε Ξανθούλη, τι σας οδηγεί να γράψετε ένα βιβλίο και τι βιώνετε στο διάστημα που εμπλέκεστε στη διαδικασία τού πλασίματος των ηρώων σας;
Θα σας φανεί κάπως κυνικό, κυρία Δούλη, αλλά με οδηγεί ο επαγγελματισμός μου. Ξεκινώ με ένα μεγάλο «ΠΡΕΠΕΙ», κι από κει και πέρα αρχίζει η περιπέτεια. Δηλαδή, μπαίνει κανονικά ο οργανισμός μου σε κατάσταση συναγερμού, οπότε μεσ’ από την αναζήτηση κάτι προκύπτει. Αυτό το «κάτι» θα το επεξεργαστώ ανάλογα, ώσπου να «βρεθώ», κατά το δυνατόν, στο σωστό μονοπάτι. Εκεί θα συναντήσω πια τους ήρωές μου.
Παίρνει διαφορετική διάσταση η καθημερινότητά σας όσο διαρκεί η συγγραφή ενός βιβλίου; Οι ήρωές σας εμπεριέχουν κάτι από σας, από τον εαυτό σας;
Η καθημερινότητά μου γενικά είναι πειθαρχημένη. Όταν γράφω, και συνήθως πάντα γράφω, προσέχω να μη φορτίζομαι υπερβολικά από παράταιρα γεγονότα. Κυρίως προσπαθώ να αφουγκραστώ τις κινήσεις των προσώπων τού βιβλίου, να πληροφορηθώ ποιοι είναι… Ίσως μ’ έναν μυστικό τρόπο και μια προσεκτική έρευνα. Είναι λίγο σχιζοφρενικά όλα αυτά.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν προικισμένοι ή μυημένοι αναγνώστες; Γράφετε για σας ή πάντα απευθυνόμενος σε κάποιους αποδέκτες των γραπτών σας;
Θέλω προικισμένους και μυημένους αναγνώστες στο παιχνίδι. Το μεγάλο στοίχημα είναι να τους εξάψω το ενδιαφέρον. Αν γράφοντας το κατορθώσω, για μένα έχω πιθανότητες να με συμμεριστεί ο αναγνώστης.
Ποιος τόπος είναι η πατρίδα μας; Του ονείρου, της παιδικής ηλικίας, της ουτοπίας, της λογοτεχνίας, της αγάπης ή κάποιος άλλος;
Πατρίδα για μένα είναι η μνήμη. Ό,τι ξεκαθάρισα στα 66 χρόνια που ζω. Από ανθρώπους, από αισθήματα, από θλίψεις.
Ο συγγραφέας πρέπει να ζει έντονα και ακραία για να εμπνευστεί; Τι τροφοδοτεί κατά τη γνώμη σας την έμπνευση, κύριε Ξανθούλη;
Η φαντασία με την ευαισθησία να αποκρυπτογραφείς ήχους και βλέμματα, μου αρκούν. Φυσικά, θα ήταν μοναδική εμπειρία αν σκαρφάλωνα στα Ιμαλάια… – που μάλλον δεν πρόκειται.
Η φαντασία λένε ότι μειώνεται αισθητά κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Εσείς, ως αρκετά παραγωγικός συγγραφέας, δεν φοβάστε ότι κάποια στιγμή θα αρχίσετε να επαναλαμβάνεστε στα κείμενά σας;
Τα γραπτά μου είναι φυσικό να εμπεριέχουν την επανάληψη κάποιων θεμάτων. Κάποιες φορές το κάνω εσκεμμένα. Μάλιστα, στο τελευταίο μου βιβλίο, τον «Γιο τού δάσκαλου», χρησιμοποιώ το ίδιο πρόσωπο στο εξώφυλλο, που είχα προ έξι ετών στου «Φιδιού το γάλα». Πρόκειται για έναν Γερμανό ηθοποιό, τον Χορστ Μπούχολτς, που πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Νομίζω πως η φαντασία δεν μας εγκαταλείπει μαζί με τη νεότητα.
Έχετε δηλώσει «…εξοργίζομαι με την κούφια ρητορική και την αντιλαϊκή (στην κυριολεξία) πολιτική των ανθρώπων τής Βουλής…». Συνεχίζετε να εξοργίζεστε; Τι άλλο σας εξοργίζει;
Με εξοργίζουν η απάθεια, η αδράνεια και η επινόηση κάθε είδους κουτοπονηριάς. Περισσότερο από όλα η ατιμωρησία και η επιείκεια από σκοπιμότητα. Δηλαδή, πολλά από τα υλικά των νεοελληνικών ηθών.
Δεν βλέπετε και εξαγριωμένους ανθρώπους γύρω σας;
Οι δρόμοι είναι γεμάτοι μίσος και οργή. Στην Αθήνα, που ζω, το βλέπω συνέχεια.
Ο κόσμος όμως ακόμη αντέχει… Έχετε την αίσθηση ότι περιμένουμε ίσως κάποιο θαύμα;
Κοινότοπο αλλά παρηγορητικό αυτό που λένε «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Όσο για το θαύμα, ας βάλουμε χαλινό στη μοιρολατρία μας κι ας επαναπροσδιοριστούμε ως Λαός. Στην τρέχουσα αθλιότητα θα ήταν χρήσιμο.
Πώς ορίζετε την ποιοτική γραφή;
Όταν οι λέξεις αποκαλύπτουν την ηδονή τής αισθητικής πέρα από το θέμα.
Υπάρχει ο μύθος ότι οι ταλαντούχοι συγγραφείς είναι δύσκολοι άνθρωποι. Ποια είναι η δική σας γνώμη;
Υποθέτω ότι είναι δύσκολοι, διότι προσηλώνονται απόλυτα στο έργο τους.
Σε πολλά από τα βιβλία σας έχετε σκιαγραφήσει τη νοσταλγία τής χαμένης παιδικής αθωότητας. Τι σημαίνει για σας η παιδική αθωότητα και τι θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες;
Εφόσον οι αναγνώστες μου έχουν διανύσει την παιδική ηλικία τής «αθωότητας», καταλαβαίνουν για τι γράφω και πώς το γράφω. Διευκρινίζω πως σε κανένα βιβλίο μου τα παιδιά δεν είναι αθώα αγγελούδια. Έχουν επίγνωση και άγνοια μαζί, οπότε η χημεία γίνεται επικίνδυνη.
Από τις Εκδόσεις «Διόπτρα» κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο «Ο γιος τού δάσκαλου». Νέο βιβλίο, νέος εκδοτικός οίκος. Θα μας μιλήσετε σχετικά;
Στη «Διόπτρα» βρήκα νέους φίλους και φρέσκο κέφι για δημιουργία. Όσο για το βιβλίο, διαπραγματεύεται μια προ σαράντα χρόνων αυτοκτονία, που αποκαλύπτει σκοτεινές πλευρές κοντινών μας ανθρώπων αλλά και τους κινδύνους, που ελλοχεύουν, όσοι επιδιώκουν μια τελειότητα βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Θίγει θέματα βίας και φιλίας αλλά και ευαισθησίες, που βαλτώνουν μέσ’ τα κλισέ τής οικογένειας.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο κυρίαρχο ρόλο παίζει η Νέμεσις. Στη δική σας ζωή τι ρόλο παίζει, κύριε Ξανθούλη;
Θα ήθελα να παίζει σημαντικό ρόλο με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Χωρίς Νέμεση η ηθική του καλού δεν έχει νόημα.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος τής ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα περιλαμβάνονται: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008) και Δεσποινίς Πελαγία (2010).
Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στην Αθήνα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 8 Φεβρουαρίου 2013.
{loadposition mypos1}
