Όταν διαβάζεις το βιβλίο του, ταξιδεύεις και από τις πρώτες ακόμη γραμμές ο αναγνώστης μπορεί και δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα γύρω του, μια ατμόσφαιρα που ίσως να την καθορίζει και η αύρα του συγγραφέα, καθώς η παρουσία του, το συγγραφικό του σφρίγος, η κυριαρχική οικειότητά του, που μεταδίδει στον αναγνώστη είναι διάχυτα σε κάθε σελίδα.
Πρόκειται για έναν βαθιά καλλιεργημένο άνθρωπο, που τον χαρακτηρίζει η πίστη και η αφοσίωση στην λογοτεχνία. Πιστεύει ότι η προσωπική ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς, αποτελεί βασική παράμετρο αυτοσεβασμού και ολοκλήρωσης και ακόμη ότι για να δημιουργεί κάποιος συγγραφικά, πρέπει να έχει πράγματι να πει κάτι, να δώσει κάτι καινούργιο κι αυτό να είναι κυρίως ειλικρινές και ανεπιτήδευτο.
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης διαθέτει μια κατακτημένη ισορροπία, μια ματιά δυνατή και ταυτόχρονα ψύχραιμη και μια αίσθηση ευγένειας. Ακόμα και ο τρόπος που απαντά είναι μια πράξη δημιουργίας. Οι φράσεις του έχουν τη δύναμη του στοχασμού που προηγουμένως τις ζυγίζει και τις αποτιμά, καθώς η επιθυμία για γνώση είναι η πυξίδα στη ζωή του.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Δυο Χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» … Ή αλλιώς, η ζωή του πατέρα σας μέσα από τα ναζιστικά στρατόπεδα, την αντίσταση, τη σύλληψη και την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, σε 308 σελίδες. Γιατί «Δυο Χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι», κύριε Κατσιμπάρδη;
Πρόκειται για συμβολικό τίτλο, την ιδέα του οποίου είχα πριν ξεκινήσω καν να γράφω το βιβλίο. Είναι τα δυο «χειμωνιάτικα τοπία» που έζησε ο πατέρας μου στη νιότη του. Το πρώτο αφορά στη δοκιμασία του στα ναζιστικά στρατόπεδα και το δεύτερο στη μεταπολεμική Ελλάδα με τους αποκλεισμούς και τις διώξεις. Το «καλοκαίρι» είναι αυτό που του χρωστούσε και τελικά δεν του πρόσφερε η ζωή.
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο με συνοχή και όμορφη γλώσσα. Το βιβλίο σας κυκλοφορεί από την «Άνεμος Εκδοτική». Πόσο σημαντικό είναι για έναν συγγραφέα να υποστηρίζει τη συγγραφική του προσπάθεια ένας τόσο αξιόλογος εκδοτικός οίκος;
Οι σκέψεις μου για έκδοση του βιβλίου μου, ενός τόσο προσωπικού και βιωματικού, στηρίχτηκε εν πολλοίς στην εμπιστοσύνη και στη θερμή αποδοχή που συνάντησε από τους εκδότες ενός νέου, εξαιρετικά αξιόλογου και ιδιαίτερα επιλεκτικού και προσηλωμένου στην ποιότητα εκδοτικού οίκου.
Το βιβλίο σας μας μεταφέρει στα σκοτεινά χρόνια της αντίστασης και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι περιγράφει αληθινά γεγονότα. Πού στηρίχτηκε η συγγραφή του; Σε σκέψεις που καταγράφατε κρατώντας σημειώσεις ή σε βιώματα που φυλούσατε με ασφάλεια στο μυαλό;
Το βασικό υλικό στηρίχτηκε στη λυτρωτική αφήγηση του πατέρα μου, του ήρωα του βιβλίου, λίγες μέρες πριν από τον αναπόφευκτο θάνατό του. Ήταν η μια και μοναδική του εκμυστήρευση. Τη φυλάκισα στη μνήμη μου και δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του ξεκίνησα ενδελεχή έρευνα, κι εδώ και στη Γερμανία, για να συμπληρώσω τα κενά, για να μην προδοθεί η ιστορική αλήθεια. Κι εγένετο ένα βιβλίο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου λειτουργεί ως ιστορικό ντοκουμέντο με αρμούς όμως τη μυθοπλαστική πλοκή.
Ένας αναγνώστης από τις νεότερες γενιές, που δεν γνωρίζει πολλά για τη μελανή αυτή περίοδο της ιστορίας μας, διαβάζοντας το βιβλίο σας αναπόφευκτα έρχεται «αντιμέτωπος» με σκληρά γεγονότα, τα οποία σημάδεψαν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Πόσο μπορούν κατά την άποψή σας να επηρεάσουν τη ζωή ενός νέου ανθρώπου;
Τα χρόνια της άγουρης αλλά και της ύστερης μερικές φορές νιότης ενός ανθρώπου επηρεάζουν βαθιά και ουσιαστικά τη μετέπειτα ζωή του. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, γίνεται ακόμη πιο σπαρακτικό, όταν οι πρωταγωνιστές βιώνουν τον παραλογισμό, τη σκληρότητα και την απανθρωπιά ενός πολέμου, όπως τον έζησαν οι γονείς μας. Κάποιοι σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα, κυρίως όσοι βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, οι όμηροι, οι συγγενείς των εκτελεσθέντων, όσοι γενικώς γνώρισαν τη φρίκη των ναζί.
Σε ένα μυθιστόρημα πρωτεύοντα ρόλο παίζει: η πλοκή, οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα, η εποχή, η ιδέα ή όλα αυτά μαζί;
Θεωρώ όλα αυτά που αναφέρετε μαζί, κυρία Δούλη, μα περισσότερο απ’ όλα ο τρόπος που ο συγγραφέας συλλαμβάνει στον νου του το θέμα. Η οπτική πλευρά της θέασής του, η προσωπική του αλήθεια που δεν δεσμεύει την αλήθεια των άλλων, η συνομιλία εν τέλει που αναπόφευκτα προκαλεί με τον αναγνώστη.
Ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας μέσα από τις ιστορία των πρωταγωνιστών σας, του πατέρα-ήρωα και του γιου- συγγραφέα;
Δεν επιθυμώ συνειδητά να περάσω κανένα μήνυμα· τουλάχιστον δεν το επιδιώκω. Βεβαίως, θεωρώ ότι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, ειδικά για γεγονότα που μας συνόδευσαν και ως άτομα και ως έθνος, είναι βαθιά υποχρέωση του καθενός απέναντι στον εαυτό του. Επιπλέον, η προσωπική ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς, αποτελεί κατά τη γνώμη μου βασική παράμετρο αυτοσεβασμού και ολοκλήρωσης.
Ποια είναι η σχέση που μας σημαδεύει περισσότερο, αυτή με τον πατέρα ή με τη μητέρα, κύριε Κατσιμπάρδη;
Δύσκολη ερώτηση, κυρία Δούλη. Ξεκινούμε με τη βασική παραδοχή ότι υπάρχει αμοιβαία σχέση αγάπης. Σαφώς, η συνδρομή του πατέρα, σε μια κοινωνία που ανατρέφει διαφορετικά τον άντρα από τη γυναίκα διαφέρει από αυτή της μητέρας. Αυτός συνήθως εκδηλώνει με πιο συγκαλυμμένο τρόπο τα ειλικρινή του συναισθήματα, τα δηλώνει περισσότερο πρακτικά, λιγότερο με λόγια και αγκαλιές. Αποτελεί όμως ισχυρό πρότυπο ζωής. Η μητέρα, από την άλλη, αποτελεί μια αστείρευτη πηγή αγάπης, απ’ όπου ξεδιψά κάποιος σε όλη του τη ζωή. Όσοι τη στερούμαστε το ξέρουμε καλά.
Έχετε δηλώσει ότι είμαστε η μνήμη μας, γι’ αυτό και προσπαθείτε να τη διαφυλάξετε ακέραιη, όσο οδυνηρή μπορεί να είναι κάποιες φορές. Αποτελεί αυτή η συγγραφική σας απόπειρα μια ακόμη προσπάθεια διαφύλαξής της;
Νομίζω, από την αρχή μέχρι το τέλος, το βιβλίο συγκρατεί και διασώζει ιστορικές μνήμες, που θα ήταν αδιανόητο να χαθούν. Η σημαντικότερη ανθρώπινη λειτουργία, που οργανώνει τη ζωή μας και μας καθορίζει ως αυτόνομα όντα, δεν πρέπει να παραμελείται. Διότι κάτι τέτοιο θα ήταν σα να απαρνιόμαστε τα βιώματα, όχι μόνο τα δικά μας, αλλά και τα παραδομένα από τους άλλους. Η μνήμη είναι πάντα η ταυτότητά μας.
Ένας ακόμη σημαντικός τόπος της μνήμης για κάθε άνθρωπο είναι τα παιδικά μας χρόνια. Είμαστε ή γινόμαστε τα παιδικά μας χρόνια; Πιστεύετε ότι τα παιδικά τραύματα μπορούν να εξελιχθούν σε εμμονές μας;
Το ξεκίνημα της ζωής –και δεν απαιτείτο η συνδρομή της ψυχανάλυσης για να το συνειδητοποιήσουμε– είναι πολύ καθοριστικό για την υπόλοιπη. Τα βιωμένα παιδικά χρόνια –αν και σήμερα απουσιάζουν από πολλά παιδιά- μας ετοιμάζουν για την αυτόνομη ζωή μας. Εννοείται ότι τα τραύματα δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Όμως, στο χέρι μας είναι να τα διαχειριστούμε κατάλληλα, για να χαρούμε τη ζωή μας.
Τι σημαίνει να είσαι λογοτέχνης στην Ελλάδα της κρίσης;
Λογοτέχνης σε μια εποχή που απουσιάζει η φιλαναγνωσία αποτελεί οξύμωρο σχήμα. Ωστόσο, πιστεύω ότι για να δημιουργεί κάποιος συγγραφικά, πρέπει να έχει πράγματι να πει κάτι, να δώσει κάτι καινούργιο και αυτό να είναι κυρίως ειλικρινές και ανεπιτήδευτο. Ηρωισμό πάντως αποτελεί η ενασχόληση με την έκδοση, κάτω από τον ανταγωνισμό και την απουσία ικανού αριθμού αναγνωστών.
Αγαπάμε ό,τι μας μοιάζει ή ό,τι αξίζει, κύριε Κατσιμπάρδη;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση, κυρία Δούλη. Οι περισσότεροι αγαπούν αυτό που εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι τους μοιάζει. Κι αυτό, διότι ψάχνουν την αυτοεπιβεβαίωση και την αυτοεπιβράβευση. Αρνούνται την έκπληξη ή το διαφορετικό, διότι εμπεριέχει το άγνωστο και το απρόβλεπτο. Τελικώς, όλοι κατά βάθος αγαπούν αυτό που αξίζει, διότι η αλήθεια των πραγμάτων στο τέλος επιβάλλεται, έστω κι αν παραμένει ανομολόγητο.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αργολική γη. Έζησε, όπως όλοι της γενιάς του, χορτάτα παιδικά χρόνια, με ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, με διάβασμα βιβλίων και μεγάλα όνειρα. Ευτύχησε να έχει καλούς γονείς, που αποτέλεσαν για την παιδική του ψυχή σπουδαίο σχολείο.
Σπούδασε και διδάσκει φιλολογία. Ζει στην Αθήνα, όπως οι μισοί Έλληνες, εδώ και πολλά χρόνια. Πιστεύοντας ότι «είμαστε η μνήμη μας», προσπαθεί να τη διαφυλάξει ακέραιη, όσο οδυνηρή μπορεί να είναι μερικές φορές.
Σ’ αυτό το πρώτο λογοτεχνικό του εγχείρημα τιμά αυτή την ανεκτίμητη γνωστική και ψυχική λειτουργία, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο οριστικά τον πατέρα του, δύο ακριβώς δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Το «Δύο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» είναι το τελευταίο βιβλίο του και κυκλοφορεί από την «Άνεμος Εκδοτική».