Οταν διάβαζα το βιβλίο, μια ανάσα δροσιάς, ένα χάϊδεμα ανέμου από το παρελθόν ήρθαν και με σεργιάνησαν στην ιστορία τής Καλαμπάκας. Συγκίνηση, μόχθος, καημός, καθαρότητα. Ο χρόνος έχει θλίψη στο συγκεκριμένο βιβλίο, όμως ο φρέσκος αέρας ήταν παρών και ευωδίαζε αγάπη. Λέξεις δυνατές, μηνύματα βαρυσήμαντα.
Στο μυθιστόρημα «Τα Χρώματα της Ίριδας» η ιστορία διαδραματίζεται στην Καλαμπάκα μέσα στη λαίλαπα του ’40, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Παρουσιάζει τον αγώνα μιας πολυάριθμης οικογένειας, που παρά τις δραματικές καταστάσεις θα βρει τη δύναμη ν’ αντέξει τις δοκιμασίες, χάρη στην αγάπη που την ενώνει.
Στην πόλη μας, που άλλαξε πλέον μορφή, υπάρχουν κάπου μάτια άγρυπνα, χαμογελαστοί υπαινιγμοί, νησίδες, που φωσφορίζουν από ομορφιά.
Η συγγραφέας Ζιζή Γερονυμάκη μάς μαθαίνει ότι σκέπτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ, με κάθε μέσο, κάθε ιδέα, κάθε εικόνα, κάθε κομμάτι, μια καινούρια σελίδα δράσης. Έναν μύθο. Να κερδίζω μια παρτίδα.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Η ζωή, ως μεγάλη ζωγράφος, ακόμα και σε δίσεκτα χρόνια, φτιάχνει έργα δυνατά… με φόντο την Καλαμπάκα και τα Μετέωρα, η μοίρα επιφυλάσσει ξεχωριστή τύχη για τα μέλη μιας πολυάριθμης οικογένειας…». Πώς σας ενέπνευσε ο τόπος μας, κυρία Γερονυμάκη; Έχετε δεσμούς εδώ;
Έχω επισκεφτεί την πόλη σας 3 – 4 φορές. Είναι φύση αδύνατον να μη την αγαπήσει κανείς. Ορμώμενη από την ομορφιά της, έγραψα αυτό το μυθιστόρημα σε 23 ημέρες. Λυπάμαι, αλλά δεν έχω κανένα δεσμό.
Ο καμβάς στο νέο σας βιβλίο «Τα χρώματα της Ίριδας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βεργίνα» είναι ο πόλεμος του 1940, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί ο έρωτας. Γιατί; Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να μας δώσει ο έρωτας;
Μα ο έρωτας είναι η ζωή, η αναπνοή τού κάθε ανθρώπου. Το μεγαλύτερο μάθημα είναι να αγαπάμε.
Τί ήταν αυτό που σας μάγεψε και σας οδήγησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η αγάπη μου για το διάβασμα. Η συγγραφή ήταν απόρροια αυτού.
Η ροή τού μυθιστορήματος είναι αρμονική, ενώ ο λόγος σας κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Σε μερικά σημεία μάλιστα η πλοκή κόβει την ανάσα. Πώς το πετυχαίνετε, κυρία Γερονυμάκη;
Να σας πω κάτι: κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου. Ζω από την κάθε στιγμή, γίνομαι κομμάτι τής πλοκής. Έχω κλάψει, έχω γελάσει σε κάθε πτυχή τού βιβλίου μου και των βιβλίων μου γενικότερα.
Το βιβλίο σας τυγχάνει μεγάλης ανταπόκρισης από το αναγνωστικό κοινό. Την περιμένατε αυτή την ανταπόκριση και πώς την ερμηνεύετε;
Γράφω πάντα για τον εαυτό μου. αλλοίμονο να έγραφα για τα βιώματα των άλλων. Εάν αρέσει σε έναν αναγνώστη, αυτό και μόνο είναι χαρά για εμένα.
Η κριτική ποιο ρόλο έχει στη ζωή σας; Πώς αντιδράτε στην κριτική;
Κριτική μπορεί να σου κάνει ο καθένας. Δεν αντιδρώ, διότι ώς τώρα είναι άριστη. Εάν κάποιος με κριτικάρει, θα έχει το λόγο του.
Πώς αντιλαμβάνεστε την πολιτική σκηνή στη χώρα μας αυτή τη στιγμή;
Δεν έχω απάντηση, διότι απέχω από την πολιτική και από τους πολιτικούς.
Υπάρχει διέξοδος από το φόβο και την κρίση στην ελληνική κοινωνία;
Όπως σας είπα και πριν, απέχω απ’ όλα αυτά.
Κρύβονται σήμερα, κυρία Γερονυμάκη οι πνευματικοί άνθρωποι; Γιατί δεν βγαίνουν μπροστά; Δεν είναι τώρα μια περίοδος που μας είναι απαραίτητοι;
Δεν νομίζω πως κρύβονται, κυρία Δούλη. Απλώς είναι θέμα επιλογής κάποιων να τους παρουσιάζουν ή όχι. Βγαίνουν μπροστά, κρατώντας την πένα τους. Οι πνευματικοί άνθρωποι ήσαν και είναι ανέκαθεν απαραίτητοι.
Περιγράψτε μας τη διαδικασία όταν γράφετε ένα βιβλίο. Είναι μία σύλληψη που κάθεστε και αποτυπώνετε αμέσως στο χαρτί, ή κάθεστε με απόλυτη αφοσίωση και στύβετε το μυαλό σας;
Κατ’ αρχάς πάω λίγο ανορθόδοξα, αφού πρώτα βρίσκω τον τίτλο. Σε μια κόλλα γράφω αναλυτικώς τους πρωταγωνιστές κ.λπ., την τοποθεσία και ξεκινάω. Σε αυτό που γράφω τώρα «Ο Άνθρωπος του Φάρου», μου άρεσε ο τίτλος. Δεν είχα τίποτε στο μυαλό μου και ω, του θαύματος, εξελίσσεται σε ένα –για μένα– υπέροχο μυθιστόρημα. Θέλω σαράντα σελίδες για σύνολο 450 και το τελειώνω. Εδώ έσπασα ρεκόρ.
Πώς προσεγγίζετε τόσο καθαρά μια εποχή που ανήκει στο παρελθόν;
Δεν μπορώ να σας δώσω σαφή απάντηση. Σε μια δραματική για τη χώρα μας εποχή, νομίζω πως έβλεπα κινηματογραφική ταινία καθώς έγραφα.
Ποια είναι η σημαντικότερη συμβουλή που δεχτήκατε ποτέ και από ποιον;
Την πιο σημαντική συμβουλή στη ζωή μου την έδωσε ένας αγαπημένος μου φίλος, ο οποίος δεν ζει πλέον. Μου είπε χαρακτηριστικά: «Γλυκιά μου, πρόσεχε τα δάκτυλά σου». «Μα δεν είμαι πιανίστας», του είπα χαμογελώντας. Εκείνος παίζει μουσική, εσύ τα γράφεις μου απάντησε!
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Βασικά δεν είχα ποτέ μου φοβίες. Αλλά ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μη τυχόν πάθει κάτι η «Πριγκίπισσα» εγγονή μου και φυσικά τα δικά μου παιδιά!
Υπάρχει ένα μήνυμα στο μυθιστόρημά σας που θα θέλατε να περάσετε στους αναγνώστες;
Ναι, να αγαπούν και να πιστεύουν!
Με αφορμή τη συνέντευξή μας, τι θα λέγατε στους αναγνώστες σας, στους αναγνώστες μας αλλά και στους κατοίκους τής Καλαμπάκας, που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο σας;
Θα ήθελα να το διαβάσει κάποιος μεγαλύτερος σε ηλικία και να μου πει πώς το βρήκε. Γράφοντάς το, σας μιλώ ειλικρινά κυρία Δούλη, έγινα για λίγες ημέρες δημότης αυτής της τόσο όμορφης περιοχής, που με μάγεψε, σε σημείο που το γράψιμο να γίνει απόρροια της μαγείας της.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Ζιζή Γερονυμάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι μητέρα δύο παιδιών και μένει στην Κηφισιά. Έχει γράψει εκατοντάδες ποιήματα και πολλά μυθιστορήματα.
Είναι μέλος της Π.Ε.Λ. (Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών) και μέλος σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2008 τιμήθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ» με το πρώτο βραβείο διηγήματος, ενώ πριν από λίγες ημέρες (στις 23 Μαρτίου 2013) τιμήθηκε ξανά από το λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ» με το Δίπλωμα Αξίας ως Μυθιστοριογράφος τής χρονιάς για το βιβλίο της «Τα Χρώματα της Ίριδας». Έχει πλούσια κοινωνική και πολιτιστική δράση και συμμετοχή σε αρκετούς συλλόγους της Αθήνας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΡΙΔΑΣ»
Η Ίριδα σηκώθηκε απ’ το ζεστό της κρεβάτι σιγά σιγά, για να μην ξυπνήσει τον άνδρα της, τον Πολυκράτη, που κοιμόταν ροχαλίζοντας ελαφρά. Τού ’ρίξε ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη που, τόσα χρόνια τώρα, παρέμενε αναλλοίωτη από το πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου και μετά κοίταξε έξω από το παράθυρό της προς τα Μετέωρα, στέλνοντας μια «καλημέρα» στον ηγούμενο της μονής και αδελφό της, Τιμόθεο.
Οι κορυφές των βράχων έμοιαζαν με αμέτρητα δόντια που ήθελαν να δαγκώσουν κομμάτια τ’ ουρανού.
Εδώ, τη σμίλη δεν την κρατούν ανθρώπινα χέρια, την κρατούν αέρηδες ξεσαλωμένοι και μεθυσμένοι Αίολοι. Εκεί, τα μοναστήρια να ξεχωρίζουν σηματοδοτώντας τον χώρο τους. Οι βαριές τους καστρόπορτες σου γνέφουν συνειρμικά να τις περάσεις. Ένα φευγαλέο πέρασμα από το πριν στο παρόν… στο μέλλον. Ελευθερώνουν τη ματιά, ανοίγοντας ορίζοντες του νου και του γαλάζιου τ’ ουρανού παράλληλα!
Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ο ουρανός άρχισε να παίρνει αυτό το γαλακτερό χρώμα. Μερικά τζάκια λιβάνιζαν τον Πλάστη κι έφταναν ως τα αγιόβραχα των Μετεώρων. Άλλος καπνός ήταν σκούρος, άλλος ανοιχτός κι άλλος ελαφρά γαλάζιος. Να, όπως αυτός της λεμονιάς. Αναρωτιόταν, τι ξύλα να καίγανε και ξεχώριζε ο καπνός απ’ όλα τα τζάκια.
…
Της άρεσε να ράβει τα ρούχα των παιδιών της, που ήταν όχι ένα ούτε δύο αλλά επτά! Ποτέ δε βαρυγκωμούσε, ήταν μια καλοσυνάτη γυναίκα, γαλαντόμα, και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, όσες έγνοιες κι αν είχε.
Ο Πολυκράτης Βαλμάς την είδε και την αγάπησε στα δεκαεπτά της χρόνια με μια αγάπη μοναδική.
…
Την οικογένεια του Πολυκράτη Βαλμά τη γνώριζε σχεδόν όλη η Καλαμπάκα. Ήταν ένας από τους πιο πλούσιους άρχοντες της περιοχής, τίμιος και αδέκαστος. Κανείς απ’ τους ανθρώπους της δούλεψής του δεν είχε να πει κακό λόγο…
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 29 Μαρτίου 2013.
{loadposition mypos1}
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!