Η λογοτεχνία είναι το βήμα απ’ όπου οι άνθρωποι ελεύθερα εκφράζουν τη βούλησή τους, την πείρα τους, τη συγκίνησή τους, την πνευματικότητά τους. Στη λογοτεχνία περιγράφονται οι αιώνιοι νόμοι τής καρδιάς και των συναισθημάτων. Ο συγγραφέας σε κάποιες περιπτώσεις μεταβάλλεται σε θαυματοποιό. Αφηγείται τις ιστορίες με ζεστά συναισθήματα, ανθρωπιά και αμεσότητα.
Η Τζίνα Μιτάκη είναι ένας άνθρωπος με βαθιά συγκρότηση, αξίες και ιδεώδη. Ήρεμη, καλόβολη, χαμηλών τόνων, που αν χρειαστεί γίνεται θύελλα που μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα. Με θέρμη, καλή πίστη και εντιμότητα μας εμπιστεύεται τις προσωπικές ανησυχίες της και τις εσωτερικές αναζητήσεις, μέσα από τις συζητήσεις της με μια κουκουβάγια, και υπογραμμίζει πως η κρίση είναι μια ευκαιρία να δούμε την ζωή με άλλη ματιά. Μια ευκαιρία να τραβήξουμε το βλέμμα από το σκουπιδομάνι που αφεθήκαμε να φορτωθούμε και να το στρέψουμε στον άνθρωπο μέσα μας και στον άνθρωπο δίπλα μας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πώς άρχισε για σας το ταξίδι τής συγγραφής, κυρία Μιτάκη;
Η ανάγκη να βάλω σε τάξη σκέψεις και συναισθήματα, να ακουμπήσω κάπου, όσα είτε μου ροκάνιζαν την ψυχή είτε ονειρευόμουν, αλλά και η ανάγκη να τα μοιραστώ, μου έβαλε στο χέρι το μολύβι.
Παρέχεται υψηλής ποιότητας λογοτεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα κατά τη γνώμη σας;
Η λογοτεχνική εκπαίδευση δεν είναι ούτε καν στοιχειώδης και όπου απαντάται ή είναι αποτέλεσμα τυχαίων συγκυριών ή οφείλεται στην προσπάθεια και το μεράκι λίγων «τρελών». Αυτό συμβαίνει διότι το σχολείο έχει σκοπό μόνο να παράξει εξαρτήματα μιας μηχανής, που θα εργάζεται για τον άκρατο πλουτισμό μιας χούφτας ισχυρών. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας που απευθύνονται στον πολύ κόσμο προβάλουν και επιβάλουν κυρίως στραφταλιζέ σκουπίδια και life style με σκοπό τον αποπροσανατολισμό, την χειραγώγηση και την αποχαύνωση και η οικογένεια αφέθηκε να βολοδέρνει, για να εξασφαλίσει είτε τα προς την επιβίωση είτε να αγοράζει, πέρα από τα βασικά της επιβίωσης, όσα περισσότερα στραφταλιζέ σκουπιδοπροϊόντα.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας σε κάποιον που δεν σας γνωρίζει;
Ήρεμη, καλόβολη, χαμηλών τόνων, που αν χρειαστεί όμως γίνομαι θύελλα που μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα. Ρεαλίστρια αλλά αδιόρθωτη ονειροπόλα. Κοινωνική αλλά και μοναχική. Αγαπώ τις μικρές πολυτέλειες της ζωής αλλά μπορώ να προσαρμοστώ σε συνθήκες απόλυτης στέρησης. Διακριτική, αυτοσαρκαστική, πεισματάρα, παρορμητική. Ανασφαλής, αλλά αν χρειαστεί βράχος ακλόνητος. Αγαπώ τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τα βιβλία, το ραδιόφωνο, τα παιδιά, τα ζώα, το σπίτι, τη μαγειρική, την καλή παρέα. Απεχθάνομαι το τηλέφωνο, με πνίγει η κολακεία, ο ναρκισσισμός, η υποκρισία των θρησκόληπτων, η αδικία, οι μηχανορραφίες και η τσιγκουνιά.
Πιστεύετε ότι στην εποχή της κρίσης και ιδιαίτερα της πνευματικής κρίσης που διανύουμε μπορούμε να δημιουργήσουμε ευκαιρίες;
Αν μιλάμε για ευκαιρίες που έχουν να κάνουν με οικονομικά μεγέθη και υλικά αγαθά, όχι, δεν μπορούμε. Η κρίση όμως είναι μια ευκαιρία να δούμε τη ζωή με άλλη ματιά. Να τραβήξουμε το βλέμμα από το σκουπιδομάνι που αφεθήκαμε να φορτωθούμε και να το στρέψουμε στον άνθρωπο μέσα μας και στον άνθρωπο δίπλα μας.
q Ποιο είναι το βασικό θέμα τού τελευταίου βιβλίου σας «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια»;
Ο άνθρωπος και το αλισβερίσι του με τους άλλους ανθρώπους, με τα όνειρα, τα προβλήματα, την αγάπη, τις μνήμες, τις αξίες, τη ζωή.
Γιατί διαλέξατε την κουκουβάγια για τις νυχτερινές συναντήσεις τού βιβλίου σας; Τι συμβολίζει για σας αυτό το πουλί;
Η κουκουβάγια, που είναι υπαρκτή και όχι λογοτεχνικό εύρημα, διάλεξε εμένα και όχι εγώ την κουκουβάγια, αφού εκείνη επέλεξε να περνά τα βράδια της στον φεγγίτη της κουζίνας μου, συντροφεύοντάς με και κοιτώντας με θαρρετά στα μάτια, όταν με το κουβαράκι των λέξεων έπλεκα τις ιστορίες μου. Συμβολίζει τη διεισδυτική, ρεαλιστική αλλά και ονειροπόλα ματιά στον κόσμο.
Οι ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές; Είναι το βιβλίο ένα είδος ημερολογίου;
Ναι, οι ιστορίες γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και αν το χαρακτηρίσουμε ως ημερολόγιο είναι ένα ημερολόγιο καταγραφής χαρακτήρων, εικόνων, μνήμης σκέψεων και συναισθημάτων.
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας μέσα στους χαρακτήρες αυτού του βιβλίου;
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στοιχεία του εαυτού του, αφού όλοι γευόμαστε την ιδιαίτερη γεύση τής ζωής, έχουμε όλοι συναπαντηθεί με τη μοναξιά, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τις ματαιώσεις, τη διαφορετικότητα, την ανεργία, τη μετανάστευση, την αγάπη, τον έρωτα, αλλά και την υποκρισία τού φαίνεσθαι, που υποδουλώνει και αλλοιώνει το είναι.
Ως αναγνώστρια τι νιώθετε ότι σας λείπει από την ελληνική λογοτεχνία;
Η ελληνική λογοτεχνία νομίζω πως μπορεί να ανταποκριθεί στον σκοπό της, που είναι η αγωγή τής ψυχής. Αρκεί οι αναγνώστες να κάνουν τον κόπο να ψάξουν και να την ξεχωρίσουν από την «λογοτεχνία» που προτρέπει σε μάγια, κερατώματα, ίντριγκες, αναζητήσεις χορηγού που φοράνε την προβιά του έρωτα, κρυφοκοίταγμα σε κλειδαρότρυπες κρεβατοκάμαρας και άλλα απίστευτα και αχαρακτήριστα.
Τι θα θέλατε να αλλάξετε στην νοοτροπία των νέων ανθρώπων;
Κανένας δεν μπορεί να αλλάξει κανέναν παρά μόνο να προσπαθήσει να αλλάξει τον εαυτό του, κυρία Δούλη. Αυτό που εύχομαι και προτρέπω τους ανθρώπους, και ειδικά τους νέους, είναι να είναι υποψιασμένοι, να προσπαθούν να κρατάνε το μυαλό και την ψυχή τους ανοιχτά, να προσπαθούν διαρκώς να ανακαλύψουν και να κατακτήσουν την αλήθεια και την ομορφιά, μέσα από τα πραγματικά, σημαντικά και ακριβά τής ζωής.
Ένας συγγραφέας μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος σήμερα;
Ο συγγραφέας δεν διαφέρει από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, παρά μόνο στο ότι μπορεί με την γραφή να εκφράζει ό,τι όλοι σκέφτονται, νοιώθουν και ονειρεύονται. Από την άλλη, η ευτυχία δεν είναι μια μόνιμη διαρκής κατάσταση στη ζωή μας. Είναι μικρές στιγμές χαράς, απόλαυσης, ικανοποίησης και πληρότητας. Σωσίβιες λέμβοι στη φουρτούνα τής καθημερινότητας, των προσωπικών δυσκολιών, προβλημάτων, άγχους, ανασφάλειας και φόβου. Ακόμα κι αν η ζωή κάποιου, συγγραφέα ή μη, υποθέσουμε πως έχει απαλλαχτεί από όλα τα αρνητικά και έχει μόνο στιγμές ευτυχίας, αλλά, η γενική κατάσταση είναι ζοφερή, μόνο αν είναι αποκτηνωμένος θα μείνει αδιάφορος και ανεπηρέαστος στο συννεφάκι τής προσωπικής του ευτυχίας.
Πιστεύετε πως οι σύγχρονοι Έλληνες παράγουν πολιτισμό, κυρία Μιτάκη;
Ναι, παράγουν πολιτισμό οι σύγχρονοι Έλληνες. Το πρόβλημα είναι πως αυτός ο πολιτισμός χάνεται μέσα στα σκουπίδια και τα προϊόντα υποπολιτισμού που προβάλλονται συστηματικά.
Τα λογοτεχνικά βιβλία και συγκεκριμένα τα μυθιστορήματα ανέκαθεν εξυμνούσαν τον μύθο και ψυχαγωγούσαν τον αναγνώστη. Πιστεύετε πως στην εποχή μας ο κόσμος έχει την ανάγκη να ξεφύγει για λίγο από την απαιτητική καθημερινότητά του μέσα απ’ αυτά;
Η ψυχαγωγία συχνά ταυτίζεται στην καθημερινότητά μας με τη διασκέδαση. Είναι όμως δυο διαφορετικές έννοιες. Η ψυχαγωγία έχει σκοπό τη μόρφωση, τη μύηση, τη μέθεξη και τη συμμετοχή μας σε έργα τού Πνεύματος και της Τέχνης. Τον εξευγενισμό τού ανθρώπου, την απομάκρυνσή του από την αποκτήνωση και τη βαρβαρότητα, για να μάθει να αναζητά την αλήθεια, την ομορφιά και την ελευθερία και να λυτρωθεί από την ασχήμια. Η διασκέδαση έχει σκοπό την εκτόνωση και τη φυγή από τα άγχη τής καθημερινότητας και την πλήξη, μέσα από την έξαψη και τον κενό θόρυβο. Εξίσου αναγκαίες καταστάσεις και οι δυο βέβαια, αλλά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Φρονώ πως η λογοτεχνία ως μορφή τέχνης δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει άλλο σκοπό από εκείνον της ψυχαγωγίας. Η διασκέδαση είναι αρμοδιότητα της κερκίδας και της τσιφτετελομπαμπουριάς.
Ήταν εσωτερική ανάγκη, ή οι συγκυρίες της ζωής που σας οδήγησαν να κατοικήσετε σ’ ένα μικρό πέτρινο σπίτι σε βουνό τής Ζακύνθου;
Κάποιες συγκυρίες γέννησαν την εσωτερική ανάγκη να εγκαταλείψω την πόλη που γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου και να εγκατασταθώ μόνιμα στο πατρογονικό μου σπίτι στο νησί.
Δέχεστε τους ανθρώπους με τις αδυναμίες τους;
Προσπαθώ να κατανοώ τις αδυναμίες των συνανθρώπων μου και να ψάχνω να βρω τι τους οδηγεί να συμπεριφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μόνο αν πλησιάσεις στην πηγή των αδυναμιών μπορείς να τις κατανοήσεις και να τις δεχτείς.
Θέλετε να μας πείτε έναν στίχο που σκέπτεστε συχνά;
Βλέποντας όσα συμβαίνουν στη χώρα μας αλλά και αλλού στον κόσμο, όλο και πιο συχνά έρχεται στο νου μου όχι ένας στίχος, μα ολόκληρο το ποίημα «Τείχη» του Καβάφη.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Τζίνα Μιτάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια γειτονιά του Περιστερίου Αττικής.
Στην άγουρη νιότη της άνοιξε φτερά για τη δική της ζωή και έζησε στα Χανιά επτά ολόκληρα χρόνια. Κέρδος στις αποσκευές της ζωής από αυτό το ταξίδι οι δυο υπέροχοι γιοι της.
Επέστρεψε στην Αθήνα, σπούδασε λογιστικά και εργάστηκε επί σειρά ετών στον ιδιωτικό τομέα.
Τα πρώτα της γραπτά, με μολύβι Faber Castell σε μικροσκοπικά κομματάκια σχολικού τετραδίου, κρυμμένα στα κενά ανάμεσα στους ασβεστωμένους τσιμεντόλιθους του κοτετσιού της αυλής, ταξίδεψαν στη λήθη φορτωμένα σε ένα φορτηγό με μπάζα, όταν γκρεμίστηκε το κοτέτσι.
Από το καλοκαίρι του 2010 ζει στη Ζάκυνθο σε ένα παλιό, μικρό, μποέμ, πέτρινο σπίτι στο βουνό. Μαθητευόμενη αγρότισσα και επίμονη ερασιτέχνης της γραφής, «λερώνει» τα χέρια της με χώμα, με μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, σάλτσες σπιτικές και… λέξεις, αναζητώντας και ανακαλύπτοντας τις πραγματικά ακριβές αξίες και ομορφιές τής ζωής.
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 12 Ιουλίου 2013.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!