Η γραφή είναι δημιουργία, είναι έκφραση. Έχει τους δικούς της κώδικες και τη δική της γλώσσα κι επιπλέον έχει τη δύναμη να φέρει στην επιφάνεια προβληματισμούς που ξεκινούν από ένα ατομικά εμπειρικό επίπεδο και καταλήγουν στην κρίση του κάθε αναγνώστη.
Η Μαρία Τσακίρη εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας πριν από έξι χρόνια όταν αποφάσισε να τολμήσει και να μετατρέψει τη σπίθα που σιγόκαιγε μέσα της σε φλόγα δημιουργίας.
Το ταλέντο της, η συνέπεια, η ευαισθησία της και η σεμνότητά της, τής δίνουν όλα τα «όπλα» για να στήνει πλήρεις χαρακτήρες στα βιβλία της.
Κι επειδή στη ζωή της κάνει αυτό που θέλει εκείνη και όχι αυτό που είναι σωστό για τους άλλους, προσπαθεί και οι χαρακτήρες των βιβλίων της να έχουν κάτι από αυτά που εκείνη πιστεύει. Γι’ αυτό και συμβουλεύει τους αναγνώστες της να βλέπουν και τα πράγματα και τις καταστάσεις όχι μόνο με ψυχραιμία αλλά και κατάματα, χωρίς να ωραιοποιούν κανένα από τα δυο, διότι μόνο τότε θα μπορέσουν να διεισδύσουν στην ουσία και να πάρουν σωστές αποφάσεις.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Το «Θλιμμένος Σεπτέμβρης» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Πότε σας γεννήθηκε η επιθυμία ν’ ασχοληθείτε με την συγγραφή, κυρία Τσακίρη;
Έτσι ξαφνικά… Όταν συνάντησα στον δρόμο την Ιφιγένεια, την πρωταγωνίστρια του πρώτου μου βιβλίου και μου διηγήθηκε τη συγκλονιστική της ιστορία. Ήταν περίπου πριν είκοσι χρόνια και ήταν η πρώτη φορά που είπα: «Γιατί όχι;». Το 2004 συνέβη η τραγωδία του Μπεσλάν και η επιθυμία μου να καλύψω δημοσιογραφικά αυτό το γεγονός μ’ έκανε και πάλι να σκεφτώ … «Γιατί όχι;». Τελικά η σκέψη ωρίμασε κάπου στις αρχές του 2013, όταν ξανασυνάντησα την πρώτη ηρωίδα μου και είπα: «Ναι, θα το τολμήσω»! Και μάλλον η επιθυμία θα είναι μόνιμη …
Στις σελίδες του βιβλίου σας γνωριζόμαστε με τη Ροζάνα, τον Αλέξανδρο, την Έλενα και τον Ιβάν, τέσσερα παιδιά που καλούνται να ωριμάσουν απότομα. Δεν είναι άγνωστοι σε μας αυτοί οι χαρακτήρες. Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας γίνονται πιο εύκολα αγαπητοί και αποδεκτοί από τους αναγνώστες;
Πράγματι, τα παιδιά του Μπεσλάν κλήθηκαν να ωριμάσουν απότομα, από την ίδια τη ζωή, και δεν είναι τα μόνα, ούτε θα είναι δυστυχώς τα τελευταία. Ο αναγνώστης τάσσεται αμέσως στο πλευρό τους. Θέλει να απλώσει το χέρι να τα βοηθήσει, να τα κλείσει στην αγκαλιά του. Να μπει μπροστά στον «κακό» για να τα προστατεύσει, όπως ακριβώς θα έκανε και για τα δικά του παιδιά.
Τους πρωταγωνιστές του «Θλιμμένου Σεπτέμβρη» τους αγαπάς από την πρώτη στιγμή. Νιώθεις την ίδια αγωνία και τον ίδιο τρόμο, νιώθεις να ξεραίνεται το στόμα σου, όταν εκείνα δεν έχουν νερό να πιουν, αρνείσαι να φας, όταν ξέρεις πως εκείνα είναι νηστικά, προσεύχεσαι ο Θεός να τα προστατεύσει. Ξαγρυπνάς μαζί τους. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να μη θεωρεί τα παιδιά που κρατήθηκαν όμηροι τρεις ημέρες στα χέρια τρομοκρατών και δικά του παιδιά. Παιδιά της διπλανής πόρτας. Τουλάχιστον εγώ, κυρία Δούλη, έτσι ένιωσα από εκείνη την πρώτη στιγμή που πληροφορήθηκα από την τηλεόραση πως ένοπλοι κατέλαβαν το σχολείο τους. Από τότε μέχρι σήμερα δυστυχώς πολλά παιδιά εκτελέστηκαν μέσα στα σχολεία τους ανά τον κόσμο, σε παρανοϊκές ένοπλες επιθέσεις, και πιστεύω ότι όλοι μας τα θεωρούμε όλα τους παιδιά μας.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ταυτιστήκατε ή αποστασιοποιηθήκατε από τους ήρωές σας; Τους οδηγήσατε εκεί που θέλατε ή σας οδήγησαν εκείνοι μέσα από την πλοκή;
Το βιβλίο, αν και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, είναι μυθοπλασία. Υπήρξαν στιγμές που ταυτίστηκα με τη Ροζάνα αλλά περισσότερο με την Ελένα, η οποία συμμετείχε σε μια μυστική αστυνομική ομάδα, που βρισκόταν στα ίχνη διεθνούς κυκλώματος εμπορίας ανθρώπων, που θα προχωρούσε σε ηλεκτρονική δημοπρασία δυο εξάχρονων κοριτσιών κι ενός πεντάχρονου αγοριού. Όχι, δεν οδήγησα εγώ την πλοκή εκεί που ήθελα. Οι ίδιοι οι ήρωες οδήγησαν την έμπνευσή μου σε μια εντυπωσιακή πλοκή με ανατροπές, παίρνοντας την πρωτοβουλία να αναλάβουν ο καθένας από έναν ρόλο. Και όταν το κατάφεραν αυτό και πήραν όλοι τους τη θέση τους στις σελίδες του βιβλίου μου, εγώ ήδη παρακολουθούσα την ιστορία τους ως ταινία από τον καναπέ μου.
Σημαντικό σημείο της ζωής ενός ανθρώπου είναι η επιλογή εκείνου που θέλει να κάνει κι αυτού που είναι σωστό. Σας απασχόλησε αυτό, καθώς διαμορφώνατε τους χαρακτήρες των προσώπων της ιστορίας σας;
Επειδή πάντα στη ζωή μου κάνω αυτό που θέλω εγώ και όχι αυτό που είναι σωστό για τους άλλους, προσπάθησα οι χαρακτήρες μου να έχουν κάτι από αυτά που εγώ πιστεύω. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να μην συμπεριλάβω στο μυθιστόρημά μου και πρόσωπα που πορεύονται στη ζωή με κανόνες και πρότυπα.
Ποιο σημείο στην ιστορία σάς δυσκόλεψε περισσότερο και ποιο είναι εκείνο που θεωρείτε ότι θα συγκινήσει τους αναγνώστες σας, κυρία Τσακίρη;
Είναι το σημείο που έχει σχέση και με την προηγούμενη ερώτησή σας. Η Ελένα συνάντησε τυχαία έναν άντρα που ήταν σίγουρη πως είναι ένας από εκείνους που αιματοκύλησαν το σχολείο του Μπεσλάν. Όταν σήκωσε το όπλο και ήταν έτοιμη να τον πυροβολήσει, κόλλησα! Ήθελε να τον πυροβολήσει, διότι πίστευε ότι τη σκανδάλη του όπλου την πατούν μαζί της τα εκατόν ογδόντα έξι παιδιά που σκοτώθηκαν στην τριήμερη ομηρία. Η Ελένα ήθελε να το κάνει, όσο ήθελα κι εγώ. Αλλά ποιο ήταν το σωστό; Ας αφήσουμε τους αναγνώστες να κρίνουν την απόφασή της.
Νομίζω πως όλοι θα συγκινηθούν με τις αληθινές μαρτυρίες των παιδιών, όπως έχουν καταγραφεί σε δυο σπουδαία ντοκιμαντέρ που αναφέρονται στο βιβλίο αλλά και με το ταξίδι του Αλέξανδρου στην Απείρανθο της Νάξου, όπου θα πάρει μια μεγάλη απόφαση.
«Θλιμμένος Σεπτέμβρης». Πόσα χρόνια σιγόκαιγε η φωτιά του τίτλου και στο παρελθόν πόσων ανθρώπων πλησιάζουν οι φλόγες της;
Η φωτιά του τίτλου σιγόκαιγε στο μυαλό μου από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω το βιβλίο, κυρία Δούλη. Ήταν εξαρχής η πρώτη μου επιλογή και ευτυχώς και αυτή που επικράτησε από το τιμ των εκδόσεων «Ψυχογιός», που ασχολήθηκε με την επιμέλεια της έκδοσης.
Οι φλόγες της φωτιάς φθάνουν μέχρι εκείνο το πρωινό της 1ης Σεπτέμβρη 2004. Το πρωινό που η πόλη του Μπεσλάν μετατράπηκε στην πιο θλιμμένη πόλη του κόσμου. Είναι βαρύ το φορτίο που σήκωσε στην πλάτη της αυτή η πόλη της Βόρειας Οσετίας. Περισσότεροι από τριακόσιοι τριάντα οι νεκροί, εκατόν ογδόντα έξι από τους οποίους παιδιά, σ’ ένα σύνολο 35.000 κατοίκων. Το νούμερο είναι τρομακτικό και μόνο να το σκεφτείς. Είναι τρομακτική η σκέψη και μόνο πως από μια γειτονιά σκοτώθηκαν τριάντα πέντε παιδιά και την «επόμενη μέρα» δεν υπήρχαν πιτσιρίκια στους δρόμους για να παίξουν.
Δυστυχώς, οι φλόγες συνεχίζουν να σιγοκαίνε στις ψυχές των ανθρώπων που ζουν εκεί. Πιστεύω ότι αυτή η πόλη θα έχει πάντα ένα θλιμμένο χαμόγελο.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής σκεφτόσαστε τους αναγνώστες σας, ή είναι κάτι που το σκέφτεστε αφού όλα τελειώσουν και το έργο πάρει τον δρόμο της έκδοσης;
Όχι, δεν τους σκέφτομαι. Όσο γράφω συνομιλώ μόνο με τους πρωταγωνιστές μου. Ζω μαζί τους, τρώω μαζί τους, διασκεδάζω μαζί τους. Θυμώνω μαζί τους, θέλω να ερωτευτώ μαζί τους, ακόμη και να εκδικηθώ μαζί τους. Και όταν πέφτω για ύπνο, πάλι εκείνους σκέφτομαι. Και όταν, όπως λέτε, το έργο πάρει το δρόμο της έκδοσης, εύχομαι να έχω καταφέρει με την ιστορία μου και τον τρόπο που την έχω αποδώσει συγγραφικά να αισθανθούν οι αναγνώστες ό,τι αισθάνθηκα εγώ για τους ήρωές μου.
Έχετε εργαστεί ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο, αλλά κι ως υπεύθυνη σε γραφείο Τύπου. Υπάρχει κάποια έντονη επαγγελματική στιγμή που σας σημάδεψε και θέλετε να τη μοιραστείτε μαζί μας;
Ήταν η τριακοστή πέμπτη μέρα των νατοϊκών βομβαρδισμών (1999) κατά της Σερβίας. Μ’ ένα κομβόι ανθρωπιστικής βοήθειας βρεθήκαμε εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, όταν ένα ξένο φορτηγό μπήκε ανάμεσα στα βαριά οχήματα που συνοδεύαμε. Αυτόματα η αποστολή μας μετατράπηκε σε στόχο για τα βομβαρδιστικά, εφόσον ο αριθμός των οχημάτων που είχε δηλωθεί, άλλαξε. Ο δρόμος ήταν κατεστραμμένος και στενός και τα λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι να φύγει ο «ξενιστής» ήταν πραγματικά δραματικά για όλους όσοι συμμετείχαμε στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο πιο διεισδυτικός δρόμος για τους ανθρώπους να αντιληφθούν τα πράγματα και τις καταστάσεις;
Να βλέπουν και τα πράγματα και τις καταστάσεις όχι μόνο με ψυχραιμία αλλά και κατάματα, χωρίς να ωραιοποιούν κανένα από τα δυο. Τότε μόνο μπορούν να διεισδύσουν στην ουσία και να πάρουν σωστές αποφάσεις.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που πήρατε ποτέ ως δημοσιογράφος και ποια ως συγγραφέας, κυρία Τσακίρη;
Ως δημοσιογράφος νομίζω ότι ήταν η συμβουλή της διασταύρωσης της είδησης και ως συγγραφέας να μην μιλάω με γλώσσα που δεν θα καταλάβει ο μέσος αναγνώστης. Τις τηρώ και τις δυο ευλαβικά.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Μαρία Τσακίρη γεννήθηκε στην Κατερίνη και ζει στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε σε ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας και εργάστηκε ως συντάκτρια και ανταποκρίτρια σε εφημερίδες, περιοδικά αλλά και στο ραδιόφωνο. Ασχολήθηκε κυρίως με το αστυνομικό και ελεύθερο ρεπορτάζ, ενώ επί δύο δεκαετίες δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης και εργάστηκε ως υπεύθυνη γραφείου Τύπου. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ.
Από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα «Ιφιγένεια – Ο κύκλος της σιωπής» και ο «Θλιμμένος Σεπτέμβρης».
*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 19 Απριλίου 2019.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!