Η Χριστίνα Ζέμπη είναι μία συγγραφέας που μιλά απευθείας στην καρδιά των αναγνωστών της με διεισδυτικότητα και απήχηση. Όταν διαβάσεις τις ιστορίες της, μπορεί να δακρύσεις από συγκίνηση, αλλά και να χαμογελάσεις από τις ελπίδες που θα σου χαρίσει.
Κάθε μήνυμα που εκπέμπει από τις γραμμές των βιβλίων της είναι κοφτερό σαν λεπίδι και καθηλωτικό.
Επιλέγει για χαρακτήρες των μυθιστορημάτων της, ανθρώπους της διπλανής πόρτας, πρόσωπα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας και μάς είναι οικεία, διότι πιστεύει ότι μέσω αυτής της οικειότητας γίνεται προσπάθεια καλύτερης προσέγγισης του αναγνώστη, έτσι ώστε να επικοινωνήσει καλύτερα τις σκέψεις της και τους προβληματισμούς της.
Μάς εξομολογείται ότι δεν γράφει με κριτήριο να κατευθύνει τον αναγνώστη σε δικές της ιδέες και συμπεράσματα, αλλά αναφέρεται απλώς σε ό,τι την προβληματίζει. Νομίζει ότι η λογοτεχνία οφείλει να θέτει ερωτήματα, πρέπει όμως να αποφεύγει να δίνει απαντήσεις.
Τέλος, υπογραμμίζει ότι αισθάνεται την ίδια ακριβώς ευθύνη που αισθάνονταν όταν γράφτηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, να γράφει δηλαδή με σεβασμό. Αυτό για εκείνη πρακτικά σημαίνει να γράφει χωρίς βιασύνη και να μην υποτιμά τον αναγνώστη.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Διόπτρα» το δεύτερό σας μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημά σας δώσατε τον τίτλο “Οι δρόμοι της λήθης”. Θέλετε να μας πείτε σε αδρές γραμμές για τη σύλληψη αυτού του τίτλου;
Οι ήρωες κουβαλούν ο καθένας τη δική του ιστορία και το δικό του επώδυνο παρελθόν. Ακολουθώντας ο καθένας τον δρόμο του, προσπαθούν να ξεχάσουν και να αφήσουν πίσω τους τις επώδυνες αναμνήσεις. Οι δρόμοι της σύγχρονης Αθήνας στήνουν το σκηνικό της πορείας τους προς τη λήθη.
Πώς διαλέξατε τον τίτλο, κυρία Ζέμπη; Ο τίτλος είναι εύηχος και επηρεάζει απόλυτα την ψυχολογία όποιου τον ακούει ή τον διαβάζει. Πιστεύετε ότι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος επηρεάζει τον αναγνώστη και πόσο;
Ο τίτλος είναι αδιαμφισβήτητα εύηχος, επιλέχθηκε όμως κυρίως με κριτήριο να ταιριάζει στην υπόθεση του βιβλίου. Οπωσδήποτε ένας ωραίος τίτλος μπορεί να τραβήξει τον αναγνώστη, πρέπει όμως να είναι και αληθινός, ν’ ανταποκρίνεται δηλαδή στο περιεχόμενο.
Η ιστορία σας είναι μυθοπλασία ή κάποιος, κάπου, κάποτε σας διηγήθηκε μια ανάλογη ιστορία που στη συνέχεια σας ενέπνευσε;
Αν και το βιβλίο αναφέρεται σε πράγματα γνωστά και οικεία σε όλους μας, πρόκειται για μυθοπλασία. Οι διηγήσεις που με ενέπνευσαν δεν είναι άλλες από τα δελτία ειδήσεων που σκιαγραφούν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε.
Η ιστορία που αφηγείστε διεξάγεται στη σύγχρονη εποχή. Τι θέλετε να περάσει στον αναγνώστη πέρα από μια καλογραμμένη ιστορία;
Δεν γράφω με κριτήριο να κατευθύνω τον αναγνώστη σε δικές μου ιδέες και συμπεράσματα, κυρία Δούλη, αναφέρομαι απλώς σε ό,τι με προβληματίζει. Η λογοτεχνία νομίζω ότι οφείλει να θέτει ερωτήματα, πρέπει όμως να αποφεύγει να δίνει απαντήσεις. Ωστόσο, θα ήμουν ευτυχής αν πέρα από το ταξίδι που χαρίζει μια ωραία ιστορία, μπορούσα να μοιραστώ συναισθήματα και σκέψεις γύρω από τη σημερινή καθημερινότητα, και αν οι αναγνώστες έδιναν τις δικές τους απαντήσεις στους προβληματισμούς που τυχόν προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου.
Μια δυναμική υπαστυνόμος, ένας ρομαντικός δάσκαλος, ένας θαμώνας των φυλακών, μια καταπιεσμένη νοικοκυρά κι ένας κουκουλοφόρος, είναι τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας σας. Γιατί επιλέξατε τις συγκεκριμένες προσωπικότητες;
Επέλεξα τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, διότι είναι κυριολεκτικά οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Πρόσωπα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας και μας είναι οικεία. Τους γνωρίζουμε όλοι, είτε κατ’ ιδίαν είτε εξ ακοής, από τα δελτία ειδήσεων. Μέσω αυτής της οικειότητας γίνεται προσπάθεια καλύτερης προσέγγισης του αναγνώστη, έτσι ώστε να επικοινωνήσω καλύτερα σκέψεις και προβληματισμούς.
Ποιες δυσκολίες συναντήσατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου και πώς τις ξεπεράσατε;
Συνάντησα πρακτικές δυσκολίες, όπως η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, που μ’ έκανε ν’ αποξενώνομαι από την ιστορία και τους ήρωες μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτή η αποστασιοποίηση έκανε δύσκολο εγχείρημα την ολοκλήρωση του βιβλίου. Όλα ξεπερνιούνται όμως, εάν υπάρχει θέληση, αγαπάς αυτό που κάνεις και δεν βιάζεις το αποτέλεσμα, διότι σημασία δεν έχει να γραφτεί ένα ακόμη βιβλίο και να πεις ακόμη μια ιστορία, έτσι κι αλλιώς έχουν λεχθεί όλα. Το να πεις όμως τη δική σου αλήθεια και ν’ απολαύσεις το ταξίδι των ηρώων σου, κάνει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος συναρπαστική εμπειρία, ό,τι γοητευτικότερο μπορεί να βιώσει κανείς.
Τι σας δίδαξε η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, κυρία Ζέμπη;
Δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου σοφότερο, κυρία Δούλη, επειδή έγραψα ένα ακόμη βιβλίο. Ωστόσο, μια φράση του κεντρικού ήρωα είναι νομίζω η καλύτερη απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση: «Πάντα υπάρχει τρόπος να κάνεις το σωστό, αν έχεις τα κότσια». Είναι μια βαθιά αισιόδοξη άποψη, η οποία με εκφράζει απόλυτα. Όταν είμαστε αποφασισμένοι και δεν φοβόμαστε τις συνέπειες, μπορούμε να διορθώσουμε οποιοδήποτε λάθος μας.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το μυθιστόρημά σας με τέσσερα επίθετα;
Είναι ένα σύγχρονο, αστικό, κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα. Σύγχρονο, διότι εξελίσσεται μέσα στην τελευταία δεκαετία, αστικό διότι οι ήρωες δρουν στο σκληρό αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, κοινωνικό διότι πραγματεύεται κοινωνικά ζητήματα που προβληματίζουν τον καθένα, και το τελευταίο επίθετο με την ευρεία έννοια του όρου, διότι όλα είναι πολιτική.
Πώς βιώσατε την προετοιμασία του δευτέρου σας μυθιστορήματος;
Ως συναρπαστική εμπειρία. Έκανα παρέα με κάθε καρυδιάς καρύδι, τόσο με ανθρώπους της διπλανής πόρτας, όσο και με κάποιους που στην πραγματική μου ζωή δεν έχω συναντήσει ποτέ. Τόλμησα ωστόσο μια προσπάθεια να διεισδύσω στον ψυχισμό τους, να τους καταλάβω, να κάνω υποθέσεις για τις αιτίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες πράξεις. Ήταν μια γοητευτική διαδικασία, που απόλαυσα από την αρχή ώς το τέλος.
Ισχύει ότι το πρώτο βιβλίο καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του κάθε συγγραφέα;
Όχι για μένα, κυρία Δούλη. Κάθε βιβλίο που ο συγγραφέας γράφει με την ψυχή του έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του. Οι ήρωες γίνονται δικοί του άνθρωποι, πονά μαζί τους, οι εμπειρίες τους είναι δικές του εμπειρίες, κι όταν αποφασίζει για την τύχη τους, υποφέρει. Εξάλλου, κάθε βιβλίο εκφράζει διαφορετικές φάσεις στη ζωή του συγγραφέα. Οι άνθρωποι εξελίσσονται. Μεγαλώνουν, ωριμάζουν, αλλάζουν. Κι όπως αλλάζει ο ίδιος, έτσι διαφοροποιούνται και αυτά που τον εκφράζουν.
Ποιες εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιες εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας, κυρία Ζέμπη;
Νομίζω ότι στη γραφή μου υπάρχουν κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται και εκφράζουν και την προσωπική μου ζωή. Η γαλήνη και η ήρεμη οικογενειακή ζωή είναι το ζητούμενο των ηρώων. Τις θεωρούν πολύτιμες και αγωνίζονται γι’ αυτές. Το ίδιο κι εγώ.
Αισθάνεστε μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στο αναγνωστικό κοινό τώρα, μετά από τη συγγραφή των δύο μυθιστορημάτων σας;
Αισθάνομαι την ίδια ακριβώς ευθύνη που αισθανόμουν όταν γράφτηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, να γράφω δηλαδή με σεβασμό. Αυτό για μένα πρακτικά, σημαίνει να γράφω χωρίς βιασύνη και να μην υποτιμώ τον αναγνώστη.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Χριστίνα Ζέμπη γεννήθηκε στη Μαλακάσα Αττικής και είναι Νηπιαγωγός. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2013 με τον τίτλο «Πέτρα και Μέλι» από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα», μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί στην Αγγλία από τις εκδόσεις Arcadia (2016).
Το δεύτερό της μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα» κι έχει τίτλο «Οι δρόμοι της λήθης».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 17 Μαΐου 2019.