H οδυνηρή απώλεια του πατέρα της ενεργοποίησε την εσωτερική της ανάγκη να αποτυπώσει σε χαρτί τις πολύτιμες αναμνήσεις της. Οι σπουδές της τής άνοιξαν τους ορίζοντες, απελευθερώνοντας από μέσα της τη λογοτεχνική γλώσσα, τη φαντασία και το ταλέντο της γραφής, που δεν γνώριζε πως έκρυβε.
Η Βούλα Ηλιάδου πιστεύει πως αυτό που μετράει είναι η αυθεντικότητα στο ύφος και στη γραφή του συγγραφέα, όπως και η ικανότητα να πλάθει ανθρώπινους χαρακτήρες και να μαγεύει τον αναγνώστη. Η ίδια απελευθερώνει την οπτική των αναγνωστών της, μας δείχνει τον τρόπο να μην απομονωνόμαστε, καθώς και τον τρόπο να σβήνουμε τη δίψα μας με την πληρότητα της γνώσης. Πιστεύει ακόμη πως δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία, παρά μόνο ευτυχισμένες στιγμές που σημαδεύουν τη ζωή μας στο διάβα της… Ακούραστη και με όραμα, συνεχίζει να είναι μία οξυδερκής εργάτρια του πνεύματος και μία δασκάλα που κρατά την ψυχή της αδιάβρωτη.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πότε ξεκίνησε για σας η σκέψη να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο, κυρία Ηλιάδου;
Αν και ξεκίνησα με ποίηση από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια, η σκέψη ν’ ασχοληθώ με την πεζογραφία ήταν ιδέα του αείμνηστου καθηγητή μου στη Φιλοσοφική Σχολή (του ΑΠΘ) Απόστολου Σαχίνη, που διέκρινε την κλήση μου από τις εργασίες που παρουσίαζα στη Λογοτεχνία. Από το 1982 και μέχρι το 1995 είχα περιοριστεί στη συγγραφή μικρών αφηγημάτων και διηγημάτων, καθώς εργαζόμουν ήδη σε σχολείο της Θεσσαλονίκης (αρχικά) και της Αθήνας (αργότερα). Το 1996 όμως στάθηκε σημαδιακή χρονιά για μένα. Η οδυνηρή απώλεια του πατέρα μου ενεργοποίησε την εσωτερική μου ανάγκη να αποτυπώσω σε χαρτί τις πολύτιμες αναμνήσεις των παιδικών χρόνων μέσα από μια τρυφερή ερωτική ιστορία με δραματικές κοινωνικές προεκτάσεις. Το φυσικό σκηνικό, το χωριό όπου υπηρέτησαν ως δάσκαλοι οι γονείς μου για πολλά χρόνια, το χωριό του πατέρα μου. Έτσι, γράφτηκε το “Βαθύ κόκκινο σε γαλάζιο φόντο”.
Ποια ήταν η πηγή τής έμπνευσής σας;
Στα δύο πρώτα (κοινωνικά) μυθιστορήματα μου (“Βαθύ κόκκινο σε γαλάζιο φόντο” και “Μην ξεχάσεις τη φωνή μου”) πηγή της έμπνευσης μου ήταν η γη της Μακεδονίας και η μικρή πατρίδα καταγωγής μου με τους ανθρώπους της, τα ήθη και τα έθιμά τους, τις αντιλήψεις και τις αξίες τους. Στη συλλογή για παιδιά “Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό” με ενέπνευσαν τα αδικημένα από τη φύση πλάσματα του Θεού, που βρίσκουν ωστόσο την εσωτερική δύναμη να αντιπαλέψουν με το κακό που υπάρχει στον κόσμο και με την ατυχία τους, κάνοντας όπλο την ίδια την αδυναμία τους. Τέλος, στα δυο τελευταία (ιστορικά) μυθιστορήματά μου, πηγή έμπνευσης ήταν οι ηρωικές μορφές της πατρίδας μας, που άφησαν το στίγμα τους στη πορεία του χρόνου, κρατώντας την Ελλάδα σαν ιδέα, ομοούσια και αδιαίρετη χρονικά, τοπικά, ιστορικά, πνευματικά και ψυχικά.
Με ποιο τρόπο οι σπουδές σας στη Φιλοσοφική Σχολή και στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών αποτυπώνονται στα λογοτεχνικά σας βιβλία;
Το ΒΝΕΣ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (την εποχή που ήταν στις δόξες του, με καθηγητές διεθνούς φήμης) μού άνοιξε τους ορίζοντες, απελευθερώνοντας από μέσα μου τη λογοτεχνική γλώσσα, τη φαντασία και το ταλέντο γραφής, που έβλεπαν οι άλλοι και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα εγώ. Επιπλέον, μου χάρισε την ευτυχία της γνώσης και της ανάγνωσης, καθώς είχα σαν ύλη προς εξέταση ό,τι αγαπούσα περισσότερο: την Ιστορία και τη Λογοτεχνία.
Το τελευταίο σας βιβλίο έχει τον τίτλο «Καλπάζοντας στον άνεμο» και κυκλοφορεί από τον Εκδοτικό Οίκο Λιβάνη. Ποια ήταν η έμπνευσή σας για μια ιστορία, όπως αυτή που περιγράφετε στo συγκεκριμένο βιβλίο; Γιατί επιλέξατε να μεταφέρετε τη δράση σε άλλη εποχή;
Εδώ κυριάρχησε ο στόχος μου να αποδείξω μυθιστορηματικά την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, σαν απάντηση στις –κατά καιρούς– ανθελληνικές κορώνες των άσπονδων «φίλων» και των γειτόνων μας. Το κλειδί που μου έδωσε την έμπνευση να αναπαραστήσω συμβολικά κάθε εποχή και να δώσω την ευκαιρία στον αναγνώστη να γευτεί –μαζί με τον Νικήτα– το αθάνατο νέκταρ της ιστορικής μυσταγωγίας μέσα στον χρόνο ήταν ένα βυζαντινό παιχνίδι με «μαγικές» ιδιότητες. Αυτό ώθησε τον Νικήτα να ταξιδέψει καλπάζοντας στον άνεμο (πίσω από τον καβαλάρη πρόγονό του) βιώνοντας την άλλοτε δραματική και άλλοτε δοξασμένη πορεία ζωής των ηρώων-συμβόλων, μέχρι να βρει την αγάπη που πάντα ονειρευόταν και ν’ ανακαλύψει το μυστικό τού πεπρωμένου του…
Αν και η καταγωγή σας είναι από το Κιλκίς, μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος σας εκτυλίσσεται στη Μάνη. Τι είναι αυτό που σας ενέπνευσε να επιλέξετε το συγκεκριμένο τόπο; Πώς συνδέεται η δράση με το σήμερα;
Η μεταφορά της δράσης σε προγενέστερες εποχές δεν έγινε μόνο για ν’ αντιπαραβάλει ο αναγνώστης το δοξασμένο παρελθόν με τις ξεθωριασμένες μέρες της άχαρης εποχής μας, αλλά και για να αντλήσει δύναμη απ’ τη μαγική διαδρομή τής ελληνικής παρουσίας, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα το μεγαλείο της κληρονομιάς που μας άφησαν οι προπάτορές μας. Μιας κληρονομιάς που έγινε κτήμα όλης της ανθρωπότητας.
Καταφέρνετε, κυρία Ηλιάδου, με ανάγλυφες περιγραφές και γλαφυρή γλώσσα να μας μεταφέρετε στον ελληνικό ιστορικό χωροχρόνο, μέσα από ένα γοητευτικό ταξίδι με οδηγό τον νεαρό Νικήτα. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το βιβλίο σας;
Η Καστροπολιτεία της Μάνης ασκούσε ανέκαθεν πάνω μου μια ιδιαίτερη γοητεία, όχι μόνο για την μορφολογία τού εδάφους της και την ολοζώντανη αποτύπωση της ιστορίας στο πετρώδες κορμί της (Φραγκοκρατία, Βυζάντιο), αλλά και για τη συμβολή της στον αγώνα του 1821 και τον ατίθασο χαρακτήρα των ηρωικών κατοίκων της, που την μετέτρεψαν σε άπαρτο φρούριο στα χρόνια της σκλαβιάς.
Το εν λόγω βιβλίο αλλά και το προηγούμενό σας, «Ματωμένη Πορφύρα», είναι ιστορικά μυθιστορήματα. Το ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί και έρευνα. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Πράγματι, το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα ιδιαίτερο είδος –το πιο δύσκολο και γοητευτικό για μένα– που απαιτεί εμπεριστατωμένη γνώση του αντικειμένου και πολύχρονη, συστηματική έρευνα, με πλούσιες και διασταυρωμένες ιστορικές πηγές. Επειδή όμως δεν είναι Ιστορία, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, για να δέσει αρμονικά με το μυθοπλαστικό στοιχείο που απαιτεί η Λογοτεχνία γι’ αυτό το είδος του πεζού λόγου.
Θέλετε να μας πείτε μας για το βιβλίο ή τον συγγραφέα που έχει χαραχτεί στη σκέψη σας ως άνθρωπος αλλά και ως δημιουργός;
Όλα αυτά που επισημαίνετε συγκεντρώνονται στο πρόσωπο μιας μοναδικής πεζογράφου και σπουδαίας Ελληνίδας, της Πηνελόπη Δέλτα. Για μένα είχε το μοναδικό χάρισμα –πέρα απ’ την ασύγκριτη πένας της– να μπολιάζει στις καρδιές των αναγνωστών της τη βαθιά αγάπης της για την πατρίδα, που την απέδειξε εξάλλου και με την τελευταία της δραματική πράξη κατά τη γερμανική εισβολή στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941). Όσο για τα βιβλία που με σημάδεψαν από παιδί, αυτά είναι τα δυο της ιστορικά της μυθιστορήματα: “Τα Μυστικά του Βάλτου” και “Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου”.
Υπάρχει «συνταγή» για να γίνει κάποιος επιτυχημένος συγγραφέας;
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη “συνταγή”, κυρία Δούλη. Αυτό που μετράει κυρίως είναι η αυθεντικότητα στο ύφος και στη γραφή τού συγγραφέα, όπως και η ικανότητα να πλάθει ανθρώπινους χαρακτήρες και να μαγεύει τον αναγνώστη με την αναπαραστατικότητα της αφήγησης και του διαλόγου του, για να νιώθει αυτός μέρος της όλης υπόθεσης, αυτόπτης μάρτυρας των διαδραματιζόμενων γεγονότων.
Υπάρχει κάτι για το οποίο νιώθετε πως προδώσατε τον εαυτό σας και μετανιώνετε περισσότερο γι’ αυτό;
Νιώθω ότι δεν τον πρόδωσα ποτέ, διότι είχα την τύχη να εργάζομαι από καρδιάς όλα αυτά τα χρόνια της άσκησης του επαγγέλματος – λειτουργήματός μου. Ήταν δηλαδή αυτό που επέλεξα να κάνω από πολύ νωρίς, διότι μου έδινε την ευκαιρία να μεταγγίζω στους μαθητές μου –πέρα από γνώσεις– και τις αξίες τής ζωής, συνυφασμένες με τα αρχαιοελληνικά ιδανικά, τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο, αφού αυτό που έχει ξεφτίσει δεν είναι η αλήθεια τους, αλλά η πίστη των ανθρώπων στις αξίες αυτές.
Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την απόλυτη ευτυχία;
Δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία, παρά μόνο ευτυχισμένες στιγμές που σημαδεύουν τη ζωή μας στο διάβα της…
Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας;
Το να έχεις προδώσει τον εαυτό σου και τα πιστεύω σου, και επιπλέον να σε τρέφει ο φθόνος για την προκοπή των άλλων και να βάζεις το «εγώ» σου πάνω από το «εμείς» στις κρίσιμες ώρες, για την πατρίδα και την κοινωνία.
Εργάζεστε ήδη πάνω σε κάποια ιδέα για ένα νέο βιβλίο, κυρία Ηλιάδου;
Ήδη οδεύω προς την ολοκλήρωση ενός νέου ιστορικού μυθιστορήματος, με σκηνικό τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ βρίσκεται σε καλό δρόμο κι ένα εφηβικό μυθιστόρημα με ήρωες τους μαθητές και τους καθηγητές ενός σχολείου.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Βούλα Ηλιάδου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα πρώτα εφηβικά της χρόνια στον Καμπάνη του Κιλκίς. Μετά τη μετάθεση των δασκάλων γονιών της στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές. Ακολούθησε η φοίτησή της στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ (1974-1978), με καθηγητές τους διακεκριμένους Γ. Σαββίδη, Απ. Σαχίνη, Μαν. Ανδρόνικο και Ιω. Καραγιαννόπουλο, στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Το 1982 διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, εργαζόμενη έκτοτε ως καθηγήτρια σε σχολεία της συμπρωτεύουσας, ενώ το 1990 μετατέθηκε στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη συγγραφή μικρών και μεγάλων αφηγημάτων. Η πρώτη εμφάνισή της στην ελληνική πεζογραφία έγινε με το μυθιστόρημα «Βαθύ Κόκκινο σε Γαλάζιο Φόντο», το 2006. Ακολούθησαν το μυθιστόρημα «Μην Ξεχάσεις τη Φωνή μου», το 2007, και η συλλογή για παιδιά «Κάτω απ’ τον ίδιο Ουρανό», το 2008. Το 2009 κυκλοφόρησε το ιστορικό μυθιστόρημά της «Ματωμένη Πορφύρα» και το 2013 το επίσης ιστορικό μυθιστόρημά της «Καλπάζοντας στον άνεμο».
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Μετέωρα» στις 10/1/2014.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!